Η Ασημίνα Προέδρου μοιάζει με κοριτσάκι, bubbly, ανάλαφρη, γελαστή: δεν είναι ακριβώς η περίπτωση, αν κρίνει κανείς από τις ταινίες της που έρχονται, ως γροθιά στο στομάχι, να αποτυπώσουν έναν κόσμο βίαιο, σε όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου, από το Καλό ως το Κακό και πάλι πίσω. Μοιάζει να ήρθε από το πουθενά φέτος, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, το «Πίσω από τις Θημωνιές», που έκανε την πρεμιέρα του στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κι έφυγε με έξι βραβεία, για να συνεχίσει με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ IFFI της Γκόα: δεν είναι ακριβώς η περίπτωση, μια και το 2013, με τη μικρού μήκους «Red Hulk», την ιστορία ενός μοναχικού αγοριού που προκειμένου «ν' ανήκει» κάπου προσχωρεί σε μια νεοναζιστική οργάνωση, η οποία, σ' ένα γύρισμα της μοίρας, έκανε πρεμιέρα την ώρα που δολοφονούνταν ο Παύλος Φύσσας, άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα σε όποιον την είδε ή άκουσε γι' αυτήν - και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο τότε Φεστιβάλ Δράμας.
Διαβάστε ακόμη τη συνέντευξη: Η Σαρλότ Γκενσμπούρ θέλει να είναι ελεύθερη να κρίνει τους πάντες και τα πάντα
Τώρα, κοντά μια δεκαετία μετά, η Ασημίνα Προέδρου μιλά στο Flix για... όσα συνέβησαν στο μεσοδιάστημα, και για τη δημιουργία και τον απόηχο του «Πίσω από τις Θημωνιές» που έρχεται στις αίθουσες τον Ιανουάριο από την Tanweer.
Ενα τραγικό συμβάν στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας φέρνει μια τριμελή ελληνική οικογένεια μπροστά σε προσωπικά αδιέξοδα με τον καθένα να πρέπει να αναλογιστεί για πρώτη φορά στη ζωή του το κόστος των πράξεών του.
Πώς ένιωσες που, με τις πρώτες προβολές της ταινίας, οι αντιδράσεις του κοινού ήταν τόσο ενθουσιώδεις;
Ηθελα να κάνω μια ταινία που ν’ απευθύνεται σ’ ένα λίγο πιο ευρύ κοινό, ήταν αυτός ο στόχος μου. Αλλά μέχρι να το δεις, ποτέ δεν ξέρεις πώς θα το εισπράξουν οι άλλοι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση με τις πρώτες προβολές στη Θεσσαλονίκη είναι πως - προφανώς υπάρχει ο θεατής που βλέπει άλλα επίπεδα αφήγησης, γιατί υπάρχει ένα πρώτο επίπεδο στην ταινία, μια οικογενειακή ιστορία, αλλά υπάρχουν κι άλλα επίπεδα, η σχέση του ατόμου με την κοινωνία, πώς η κοινωνία επιδρά πάνω στις σχέσεις - αυτό που μου έκανε λοιπόν εντύπωση ήταν ότι οι θεατές αυτά τα εισέπραξαν πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Κι αυτό ήταν μια πολύ ωραία αίσθηση. Εγώ δεν χάρηκα τόσο στη Θεσσαλονίκη όταν μου έλεγαν, τι ωραία ταινία έχεις κάνει - χάρηκα πολύ, φυσικά, δε λέω ότι δε χάρηκα - περισσότερο όμως χαιρόμουν όταν έβλεπα πόσο βαθιά επικοινώνησαν οι θεατές με την ταινία.
Είμαι εργασιομανής, τελειοθηρική, αλλά βοηθάει να είσαι έτσι όταν είσαι σκηνοθέτης. Κι αντέχω, απ’ ό,τι φαίνεται, πάρα πολύ τη βρωμοδουλειά και την καταπίεση (γέλια). Θέλω πάρα πολύ να κάνω σινεμά, ντοπάρομαι από το σινεμά. Νομίζω αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν όλοι οι σκηνοθέτες που κάνουν σινεμά στην Ελλάδα, δυστυχώς, γιατί αλλιώς δεν γίνεται.»
Οι ήρωές σου είναι γεμάτοι τρωτά, αλλά προκαλείς γι' αυτούς μια συμπάθεια που αντί για τέρατα τους κάνει συμπαθείς.
Μου είχε κάνει εντύπωση όταν το είδα αυτό στην ταινια του Φαραντί, το «Ενας Χωρισμός», όπου νιώθεις ότι όλοι έχουν τα δίκια τους. Σκεφτόμουν την ταινία πάρα πολύ, όχι για να κάνω το ίδιο, αλλά είναι μια τάση που έχω, ως χαρακτήρας, να προσπαθώ να δω τι καλό υπάρχει μέσα στη μαυρίλα. Ηταν από την αρχή στο μυαλό μου. Ανατρέχω τώρα στις σκηνοθετικές προθέσεις, που τις έγραψα πρώτη φορά το 2016 κι είναι εκεί αυτό το στοιχείο, το «ν’ αναδείξω οτιδήποτε φωτεινό υπάρχει», να βρίσκει ο θεατής μια ισορροπία στους χαρακτήρες, να θες τον άλλο να τον πνίξεις και μετά να τον φιλήσεις.
Με το «Red Hulk» ασχολήθηκες με τον τρόμο της Χρυσής Αυγής, τώρα καταπιάνεσαι με το μεταναστευτικό, σ' ενδιαφέρει ν' αποτυπώνεις την πολιτική συγκυρία;
Είναι χειρότερος ο συντηρητισμός τώρα απ' ό,τι το 2015 όπου εκτυλίσσεται η ταινία, τα πράγματα χειροτερεύουν. Οταν έγραφα τις «Θημωνιές» εξέφραζα κάποιους φόβους, αλλά επιβεβαιώνονται από την Ιστορία. Δεν ξέρω αν την έγραφα τώρα αν θα είχα στο φόντο το μεταναστευτικό ή κάτι άλλο – αλλά κι αυτό είναι στο φόντο, γιατί ξεκίνησα την ταινία από το θέμα της, όχι από το πλαίσιο. Στο «Red Hulk» ξεκίνησα διαφορετικά. Είχαμε από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Παναγιωτάτο μια άσκηση στο New York College όπου σπούδαζα, για μια τρίλεπτη δολοφονία. Κι εγώ είχα γράψει τρία λεπτά για μια ρατσιστική επίθεση. Μετά άλλαξα σχολή, πήγα στην ΑΚΜΗ και κράτησα τις πρώτες σκηνές, την εξέλιξα και μέσα στην πορεία βρήκα το θέμα, το πώς κάποιος άνθρωπος από την ανάγκη του να ενταχθεί αλλάζει την προσωπικότητά του. Τώρα, στις «Θημωνιές», ξεκίνησα να έχω στο νου μου το θέμα, πώς οι άνθρωποι κάτω από τις κοινωνικές πιέσεις υποτάσσονται μέσα σ’ ένα διεφθαρμένο σύστημα. Η επόμενη ιδέα που είχα είχε να κάνει με το τοπίο, πήγα στη Δοϊράνη κι είδα αυτό το άγριο τοπίο. Η Δοϊράνη βέβαια δεν είναι όπως στην ταινία, αυτό είναι προϊόν της φαντασίας μου σε συνδυασμό με εικόνες από το χωριό μου. Διανυκτερεύσαμε το πρώτο βράδυ και μόλις ξυπνήσαμε το πρωί διαπιστώσαμε ότι το ξενοδοχείο είχε φιλοξενήσει 50 Σύρους πρόσφυγες. Οπότε έβαλα αυτό το στοιχείο στην ιστορία και μετά αποφάσισα να κάνω μια οικογενειακή ιστορία - όμως ξεκίνησα από το θέμα.
Η ταινία εστιάζει πολύ και στην απεικόνιση του συντηρητισμού της Εκκλησίας, όμως κι εκεί με μια πρόθεση κατανόησης, τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο.
Ο χαρακτήρας της συζύγου στο σενάριο, της έντονα θρησκευόμενης Μαρίας, με δυσκόλεψε πάρα πολύ, έκανα πολλή έρευνα. Αυτό που ήθελα να πω είναι αυτό που είναι προφανές, αλλά το στρογγύλεψα πάρα πολύ γιατί δεν ήθελα να κουνήσω το δάχτυλο σε κανέναν. Κι εν πάσει περιπτώσει είναι και αλήθεια ότι για πολλούς ανθρώπους η εκκλησία είναι και το ένα και το άλλο και γιατί να μην πω όλη αυτή την αλήθεια. Με δυσκόλεψε όμως ο χαρακτήρας γιατί κάποια στιγμή αποφάσισα αυτή η γυναίκα να έχει μέσα της καλοσύνη και κάνει μια διερεύνηση για το ποιος είναι ο πραγματικός λόγος του Θεού. Και διαπίστωσα ότι δεν έχω καμία σχέση με την εκκλησία και δεν έχω κάνει ποτέ αυτή την αναζήτηση! Κι έκανα το δύσκολο, να πηγαίνω σε ανθρώπους που έχουν μια πολύ καλή σχέση με τον Θεό και να τους ρωτάω αυτό το δύσκολο πράγμα που είναι πάρα πολύ προσωπικό, για το τι σημαίνει αυτή η αναζήτηση. Κι υπήρξαν άνθρωποι - να ‘ναι καλά - που μου μίλησαν γι’ αυτό. Αλλά δεν νομίζω ότι ποτέ το κατάλαβα μέσα μου. Το μετέφερα έτσι όπως το βίωναν άλλοι. Κι αυτός, ο χαρακτήρας της Μαρίας, ήταν ο μόνος στον οποίο δεν μπόρεσα να βάλω πολλά δικά μου κομμάτια μέσα.
Παρότι στην οικογένεια αγγίζεις το όριο της ενδοοικογενειακής βίας, δεν φτάνεις ως εκεί, δεν υπάρχει δηλαδή ένα βίαιο ξέσπασμα.
Με συγκράτησαν οι συνεργάτες μου να μην πάρει η βία στην οικογένεια της ταινίας πολύ ακραία μορφή. Ο φωτογράφος μου, ο Σίμος Σαρκετζής που είναι φανταστικός, είχε προβληματιστεί με το χαστούκι από τον πατέρα στην κόρη. Είχαμε αποφασίσει, με την Ευγενία Λάβδα που υποδύεται την Αναστασία και τον Στάθη Σταμουλακάτο, τον Στέργιο, τον πατέρα, να της δώσει κανονικό χαστούκι, ο Σίμος όμως ήταν ανένδοτος στο όχι. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στα σπίτια τέτοιες ακραίες μορφές βίας, αλλά δεν ξέρω αν θα βοηθούσε σε κάτι να το δείξω, δεν χρειαζόταν. Ο λόγος που άκουσα τη συμβουλή ήταν ότι από τη στιγμή που ήθελα να ταυτίζεται ο θεατής και με τον Στέργιο, κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε σ’ αυτή την ταύτιση.
Θεωρείς ότι το φινάλε σου έχει ένα ίχνος αισιοδοξίας για τη νέα γενιά;
Εχουμε μοντάρει την ταινία μαζί με τη μοντέζ μου, την Ηλέκτρα Βενάκη και άλλο πιστεύω εγώ για το τέλος, άλλο η μοντέζ μου. Το έχω αφήσει επίτηδες ανοιχτό. Το μόνο που μπορώ να πω σε σχέση με την πρόθεσή μου, ήθελα ν’ αφήσω μια αχτίδα φωτός για τη νέα γενιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα για το «μετά» της ταινίας.
Με την πρεμιέρα και τα βραβεία των «Θημωνιών» προκάλεσες αίσθηση, μια κοπέλα με μια όψη πιο κοριτσίστικη από το σύμπαν που περιγράφει στις ταινίες της, εμφανίστηκες μάλλον «ξαφνικά», σαν outsider.
Αν με γνωρίσεις... Αυτοί που με ξέρουν καταλαβαίνουν τι ταινίες κάνω, έστω κι αν η όψη μου δεν σε προϊδεάζει γι' αυτές. Είναι εντυπωσιακό πώς με βλέπουν μέσα από τις ταινίες μου οι φίλοι μου. Εχω ένα φίλο που με διαβάζει μέσα από την ταινία, μου λέει «είσαι λίγο πιο σκοτεινή απ’ όσο νόμιζα». Ε, outsider είμαι, αλλά δούλευα μέχρι πέρσι σε μια εντελώς διαφορετική δουλειά, επειδή έχω πτυχίο οικονομικών, προφανώς θα ήμουν outsider. Από τη στιγμή που για να χρηματοδοτηθεί η ταινία πέρασαν έξι χρόνια, δηλαδή εμφανίστηκα με ταινία εννέα χρόνια μετά το «Red Hulk», ναι, είμαι outsider, νομίζω, γι’ αυτό το λόγο. Ισως και λίγο ως στάση, δεν το έχω αποφασίσει.
Νομίζω η πορεία ενός σκηνοθέτη έχει πάρα πολύ μεγάλη σχέση με τους συμβιβασμούς - ποια θα είναι η επόμενη ταινία, ποιος θα την κάνει, πώς θα την κάνω, πότε θα την κάνω, τι θέμα θα έχει. Εγώ είμαι υπέρ του να κάνουμε αυτά που θέλουμε, αλλά αυτά γίνονται πάντα με περιορισμούς. Εκεί είναι το άγχος.»
Ποια ήταν τα στηρίγματα και ποια τα εμπόδια στη δημιουργία της ταινίας;
Στο να γίνει η ταινία με στήριξαν διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες - άλλοι στήριξαν, άλλοι δεν στήριξαν να σου πω την αλήθεια, ήταν πολύ δύσκολη ταινία. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς. Η Ιωάννα Μπολομύτη, που έκανε την παραγωγή, κάνει ταινίες που της αρέσουν, ανεξαρτήτως οτιδήποτε άλλου. Αν της αρέσει μία ταινία ή ένας συνεργάτης, την κάνει ακόμα κι αν θεωρεί ότι μπορεί να μην περπατήσει το θέμα, ας πούμε. Είναι ρομαντική η προσέγγισή της κι εμένα αυτός ο ρομαντισμός με βοήθησε πολύ στη φάση της προετοιμασίας της ταινίας. Της άρεσε, ήθελε να την κάνει και δεν υπήρχε κανένα «αλλά», ότι μια τέτοια ταινία δεν θα περπατήσει, ας πούμε.
Τι με στήριξε στις δυσκολίες; Οτι ήθελα πάρα-πάρα πολύ να κάνω αυτή την ταινία. Και ξέρεις, έχω κάποια χαρακτηριστικά που δεν είναι πάρα πολύ φυσιολογικά, βέβαια, είμαι εργασιομανής, τελειοθηρική, αλλά βοηθάει να είσαι έτσι όταν είσαι σκηνοθέτης. Κι αντέχω, απ’ ό,τι φαίνεται, πάρα πολύ τη βρωμοδουλειά και την καταπίεση (γέλια). Θέλω πάρα πολύ να κάνω σινεμά, ντοπάρομαι από το σινεμά. Νομίζω αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν όλοι οι σκηνοθέτες που κάνουν σινεμά στην Ελλάδα, δυστυχώς, γιατί αλλιώς δεν γίνεται.
Στάθης Σταμουλακάτος, Ελένη Ουζουνίδου, δυο υπέροχοι ρόλοι και καταπληκτικές ερμηνείες, πώς δούλεψες με τους ηθοποιούς σου;
Εκανα ένα λάθος με τους ηθοποιούς, το συνειδητοποιώ εκ των υστέρων. Πήγαινα μ’ ένα δικό μου τρόπο δουλειάς – καλά, πρώτη μου ταινία είναι – δηλαδή να κάνω κάποιους αυτοσχεδιασμούς κτλ. Επρεπε με τους ηθοποιούς… όχι, δεν θέλω να λέω τι έπρεπε. Να πω ότι στην επόμενη ταινία πρέπει να προσαρμόζομαι περισσότερο στον τρόπο δουλειάς του κάθε ηθοποιού γιατί μπορούν να κάνουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Ας πούμε η Ελένη Ουζουνίδου δουλεύει πάρα πολύ και τεχνικά. Ο Σταμουλακάτος δεν δουλεύει τεχνικά, ο Σταμουλακάτος πρέπει να μπει στο ρόλο. Αρα, λοιπόν, χρειάζεται να βρίσκω όλους τους μαγικούς τρόπους για να βοηθάω τον ηθοποιό να μπει στο ρόλο. Βέβαια ο μαγικός τρόπος δεν είναι απαραίτητα να τον καλοπιάνω, μπορεί να ρίξω Παναγίες. Θα σου πω πώς δουλέψαμε με τον Σταμουλακάτο, ήταν εντυπωσιακό. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορείς να βάλεις σε καλούπι - εγώ πήγα να τον βάλω σε καλούπι και δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι. Θέλει να τον βάζεις συνέχεια ν’ αυτοσχεδιάζει, τότε κάνει θαύματα, γιατί δεν βαριέται, γιατί τον εξιτάρει. Πήγα λοιπόν εγώ στον Στάθη και του λέω, αυτή είναι η πρόζα σου, αυτός ο ήρωας είναι, συζητήσαμε, πήγα μ’ ένα γραμμένο κείμενο. Ο Στάθης είναι ένα αγρίμι, δεν μπορείς να τον περιορίσεις. Στην πορεία των γυρισμάτων αυτό που έπρεπε να έχω κάνει είναι να προσαρμοστώ σ’ αυτό που μπορεί να δώσει. Στο τέλος του γυρίσματος, δεν είχαμε το χαρακτήρα, είχαμε επτά δισεκατομμύρια εκδοχές του, οι οποίες δεν έβγαζαν νόημα απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Πήγαμε, λοιπόν, στο μοντάζ και χτίσαμε όλο το χαρακτήρα με την Ηλέκτρα Βενάκη εκεί. Τον Στάθη είναι να τον βάλεις στη μάχη και να σου δίνει πράγματα. Κι αυτό είναι που λειτούργησε. Στο μοντάζ διαμορφώσαμε το χαρακτήρα, όχι με βάση αυτό που είχα στο μυαλό μου στην αρχή: μου είπε η Ηλέκτρα, και με βοήθησε, θα πάμε μ’ αυτό που βγάζει νόημα, μ’ αυτό που έχει πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Κι αυτό κάναμε. Είναι ένας άλλος τρόπος δουλειάς κι επειδή ήταν η πρώτη μου ταινία δεν μπορούσα να ξέρω ότι χρειάζεται περισσότερη ευελιξία.
Αντίθετα, η Ουζουνίδου είναι μία ηθοποιός που έχει και εξαιρετική τεχνική και δουλεύει πάρα πολύ και τεχνικά. Βρίσκει το ρόλο και μετά θυμάται ακριβώς τι έχει κάνει. Είχαμε αποκωδικοποιήσει τόσο πολύ αυτό που είχε να κάνει και της έλεγα, εκεί θέλω να ξεροκαταπιείς. Κι έβγαινε ο ρόλος από κάτι τελείως αποκομμένο, τελείως αντίθετο απ’ αυτό που κάνει ο Στάθης κι όμως, κοίτα να δεις με πόσους διαφορετικούς τρόπους δουλεύει κανείς. Τον Στάθη χαζεύεις να τον βλέπεις στην κάμερα, είναι τόσο φυσικός, είναι οριακά ηδονοβλεπτικό αυτό. Αφού ήταν φάσεις που δεν έλεγα «πάμε», για να βλέπω τον Στάθη να καπνίζει, να πίνει νερό, τέτοια πράγματα…
Πότε και γιατί αποφάσισες να συμπεριλάβεις στην ταινία τη σκηνή του αυνανισμού της κόρης, της Αναστασίας / Ευγενίας Λάβδα;
Τυπικά στο σενάριο δεν υπήρχε η σκηνή του αυνανισμού. Ηταν η σκηνή του χορού – μάλιστα έγινε reference μεταξύ μας στο γύρισμα! Υπήρχαν διάφορες σκηνές με την κάμερα πιο ελεύθερη γύρω από την Ευγενία και μου έκανε πλάκα ο Σίμος μετά από κάθε τέτοια σκηνή, μου έλεγε, «είσαι η Αντρεα Αρνολντ απ’ τα Τρίκαλα» και γέλαγα. Κάθε φορά γέλαγα! Ηταν λοιπόν η σκηνή του χορού όπου εγώ δεν είχα αποφασίσει αν θα το κάναμε τελικά αυτό, το είχα στο νου μου. Οχι αυτοτελώς μια σκηνή αυνανισμού, αλλά ήθελα να κάνω μια διερεύνηση στη σχέση ενός ανθρώπου, μιας κοπέλας, με το σώμα της, πώς ερχόμαστε κοντά στον ήρωα και τον βλέπουμε σε πιο προσωπικές στιγμές του. Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται όταν έχεις ένα μεγάλο συνεργείο. Δεν ήμουν σίγουρη λοιπόν, όμως σε κάθε περίπτωση διώξαμε όλο το συνεργείο και το στείλαμε σ’ ένα άλλο δωμάτιο κι έμεινα εγώ με τον Σίμο, μόνοι μας. Πήγα στην Ευγενία και της είπα, βάλε το χέρι σου μέσα στο παντελόνι σου, κάτι τέτοιο της ψιθύρισα. Μου λέει εντάξει, ξεκίνησε ο χορός και κατέληξε εκεί. Κυρίως ντρεπόμουν την Ευγενία να τη βάλω να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά ένιωσε πάρα πολύ άνετα, μου το είπε και εκ των υστέρων, γιατί ήταν κι ο Σίμος πάρα πολύ διακριτικός, δείχνει πάντα τρομερό σεβασμό στους ηθοποιούς.
φωτογραφία Αρης Ράμμος
Μετά από μια τέτοια καλή αρχή της ταινίας σου, νιώθεις ότι έχεις αέρα στα πανιά σου για το μέλλον;
Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη. Εχω κάποια καινούρια πρότζεκτ σ’ εμβρυακή φάση. Είναι λίγο λυπηρό γιατί ναι, θα έπρεπε να ένα έχω αέρα στα πανιά μου, αλλά αυτό πάντα συνοδεύεται κι από ένα άγχος, το απολαμβάνω μεν, αλλά με άγχος. Μπαίνει μέσα και το βιοποριστικό που είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα και το ζήτημα είναι τι θα κάνω με τις επόμενες ταινίες. Νομίζω η πορεία ενός σκηνοθέτη έχει πάρα πολύ μεγάλη σχέση με τους συμβιβασμούς - ποια θα είναι η επόμενη ταινία, ποιος θα την κάνει, πώς θα την κάνω, πότε θα την κάνω, τι θέμα θα έχει. Εγώ είμαι υπέρ του να κάνουμε αυτά που θέλουμε, αλλά αυτά γίνονται πάντα με περιορισμούς. Εκεί είναι το άγχος. Τι συμβιβασμούς πρέπει να κάνεις, ώστε να μπορέσεις να κάνεις στο μεγαλύτερο βαθμό αυτό που θέλεις. Η ταινία αυτή ήταν όπως ήθελα. Φυσικά έγιναν άπειροι συμβιβασμοί, σε όλα τα επίπεδα, πάντα γίνονται. Αλλά αυτό προσπαθώ να πω, ότι αυτό γίνεται μ’ έναν αυτοματισμό. Εκανα μια ταινία η οποία θα μπορούσε να μιλά για το ίδιο θέμα, με πάρα πολλούς τρόπους. Θα μπορούσε να έχει γίνει πάρα πολύ λόκαλ. Εγώ δεν θεωρώ ότι η ταινία είναι λόκαλ, είναι όσο λιγότερο γίνεται βάσει αυτού που ήθελα να πω. Αυτό είναι μια επιλογή, μπορεί να μην είναι ακριβώς συμβιβασμός, πάντως έχει ένα θέμα το οποίο μπορεί ν’ αφορά κι ένα πιο ευρύ και διεθνές κοινό. Είναι αφηγηματική, που είναι αυτό που ήθελα να κάνω. Εκανα όλους αυτούς τους συμβιβασμούς που έπρεπε, για να μπορέσω να κάνω αυτό που θέλω. Τώρα, ας πούμε, το γεγονός ότι είχε αυτή την αποδοχή στο κοινό στη Θεσσαλονίκη, είναι κάτι το οποίο ήταν και στόχος – άλλο που δεν ήξερα αν θα το πετύχαινα. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία που ν’ αφορά μόνο εμένα. Αν είχαμε πέντε εκατομμύρια ευρώ, θα έκανα άλλες επιλογές. Καμιά φορά σκέφτομαι, μήπως το ατού μου είναι το να δουλεύω με τέτοιους περιορισμούς;