Στο «Terrace House» δεν υπάρχει δομή. Δεν υπάρχουν βραβεία. Ακόμα δεν υπάρχουν: δοκιμασίες, ψηφοφορίες, σόλο εξομολογήσεις στην κάμερα. Δεν υπάρχει, εν ολίγοις, στόχος. Ακούγεται αυτό κάπως γνώριμο; Οικείο; Ακόμα και κάπως καθημερινό;
Ναι. Κι αυτή είναι η δύναμη της σειράς, ενός ριάλιτι που ύστερα από μια επιτυχημένη πορεία στη γιαπωνέζικη τηλεόραση από το 2012 ως το 2014, επαναλανσαρίστηκε ως συμπαραγωγή του Netflix για το παγκόσμιο κοινό, με νέες εκδοχές-σειρές για κάθε επακόλουθη τηλεοπτική σεζόν και τη φετινή (με υπότιτλο «Opening New Doors») να είναι η τέταρτη συνολικά.
Κάθε εκδοχή ακολουθεί την ίδια βασική σύνθεση. Σε ένα απομονωμένο, άνετο σπίτι σε κάποια τοποθεσία στην Ιαπωνία (ή, σε μία σεζόν, στην Χαβάη), 6 νέοι μετακομίζουν και ζουν τις ζωές τους εκεί. 3 αγόρια, 3 κορίτσια, κανένα σενάριο. Οι συμμετέχοντες δεν απομονώνονται όμως από τον κόσμο, παρά συνεχίζουν κανονικά να ζουν τις ζωές τους. Ό,τι σχέσεις, δουλειές, φιλίες υπήρχαν, συνεχίζονται κανονικά, απλώς τώρα το κάθε άτομο ζει στο Σπίτι της σειράς αντί στο δικό του/της, μαζί με 5 αγνώστους.
Και, αυτό. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει καμία άλλη κατεύθυνση ή στόχος ή αντικείμενο. Το κλου: Oποτε επιθυμεί καθένας, απλώς αποχωρεί. Το ανακοινώνει, μαζεύει τα πράγματά του, και μας αποχαιρετά. Την επόμενη μέρα, κάποιος άλλος θα πάρει τη θέση του. Κι η ζωή, απλώς, συνεχίζεται.
Αν δεν υπάρχει απολύτως τίποτα σε αυτή την περιγραφή που κάνει το «Terrace House» να ακούγεται συναρπαστικό, τότε πράγματι. Τίποτα δεν είναι συναρπαστικό, τουλάχιστον με τους τηλεοπτικούς ριάλιτι όρους ενός «Real World», ας πούμε, ή ενός «The Hills». Δεν υπάρχουν τεράστιες δραματικές εξάρσεις, τσακωμοί, καταρρεύσεις- πολύ συχνά, κάποιες σοκαριστικές εξελίξεις (ένα ατύχημα, μια ανακάλυψη που αλλάζει τα δεδομένα) θα τις μάθουμε επειδή κάποιοι θα τις διηγηθούν, κι όχι επειδή θα συμβούν με έναν εμφανώς στημένο τρόπο μπροστά σε κάποια κάμερα.
Διαβάστε ακόμη: To «Who Is America?» είναι το πιο εφιαλτικά αστείο πείραμα της καλοκαιρινής TV
Oμως αυτό είναι που κάνει τη σειρά και τόσο καθηλωτική. Τα πάντα μοιάζουν οικεία, ακόμα και μέσα από ένα πρίσμα κάπως εξωτικό για τον δυτικό θεατή. (Οι μανερισμοί παίζουν αναμφίβολα το ρόλο τους- οι άνθρωποι αντιδρούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι θα αντιδρούσαμε εμείς, ακόμα και σε επίπεδο γλώσσας σώματος. Εν μέρει γι’αυτό και η σχετικά δυτικότροπη σεζόν της Χαβάης είναι μακράν η πιο αδύναμη των τριών που διατίθενται στο Netflix.) Το πρώτο μεγάλο δράμα που θα συναντήσει ένας θεατής στην πρώτη σειρά, κάπου 20 επεισόδια στη διαδρομή, αφορά τον τσακωμό για ένα κομμάτι κρέας που ένας μέλος έφερε από ένα επαγγελματικό ταξίδι και οι υπόλοιποι μαγείρεψαν και έφαγαν χωρίς να τον ρωτήσουν. Οι συζητήσεις συχνά αφορούν πράγματα τελείως απλά: «Ποιο από τα κορίτσια σου αρέσει;», θα ρωτήσουν τα δύο αγόρια το καινούριο που έχει μόλις μπει σπίτι. «Έψαξες για δουλειά σήμερα;», θα ρωτήσει ένα κορίτσι το άλλο στο τραπέζι ενώ τρώνε. «Έχεις χρόνο αύριο; Πάμε να φάμε το μεσημέρι;», θα κάνουν πλάνο δύο μέλη ενώ ετοιμάζουν κάποιο (πάντα λαχαριστά φωτογραφημένο) σπιτικό γεύμα τη νύχτα, μετά την επιστροφή στο σπίτι. «Θα πλύνω εγώ τα πιάτα σήμερα», δηλώνει κάποιος που για δυο μέρες έχει αμελήσει την σπιτική καθαριότητα.
Το «Terrace House» είναι ο θρίαμβος της καθημερινότητας. Η ρουτίνα της καθημερινής τριβής, εκφρασμένη μέσα από τα στιγμιότυπα μιας βδομάδας απλώς συμβάντων στις ζωές 6 ανθρώπων, που γεμίζουν-δε γεμίζουν 25 λεπτά τηλεοπτικού χρόνου. Είναι από τη μία καθησυχαστικό: Αυτοί οι άνθρωποι που είναι στην τηλεόραση, δε ζουν κάτι εξωπραγματικά συναρπαστικό. Είναι από την άλλη, συναρπαστικό: Κάθε διαδικασία που παρουσιάζεται με αρκετή αφοσίωση καθηλώνει το θεατή, και οι διαδικασίες μιας καθημερινότητας που ζει ανάμεσα στο καλό φαγητό, στις διακριτικές προσπάθειες φλερταρίσματος, και στο κυνήγι ενός κάποιου επαγγελματικού ονείρου (σχεδόν όλα τα μέλη του καστ είναι wannabe ηθοποιοί, μοντέλα, σχεδιαστές, μουσικοί, σέρφερ) είναι γνώριμες μεν, με έναν αστραφτερό και τηλεοπτικό τρόπο, δε.
Διαβάστε ακόμη: Οι καλύτερες νέες τηλεοπτικές σειρές του 2018 (ως τώρα)
Η ιδιοφυής κίνηση εδώ έχει να κάνει με την διαδικασία αποχώρησης και αντικατάστασης των μελών του καστ. Oποτε κανείς το αποφασίσει, απλώς σηκώνεται και φεύγει, αλλά ακριβώς επειδή η απόφασή αυτή βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στους ώμους τους, εκ των πραγμάτων κουβαλά τη διαδικασία μιας απόφασης, το τέλος μιας διαδρομής. Άλλοι αποχωρούν όταν πιάσουν κάποια δουλειά ή λάβουν μια σημαντική απόφαση για το μέλλον τους, δίνοντας ένα μικρό happy end στο προσωπικό τους τηλε-δράμα. Πολλοί φεύγουν έχοντας φτάσει σε διαδοχικά ρομαντικά αδιέξοδα, το προσωπικό τους arc περισσότερο ένα μελαγχολικό ρομάντζο στο πουθενά. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις που δυο μέλη αποφασίσουν στην πορεία της σεζόν πως θέλουν να μπουν σε σχέση, συναντάμε κάποιες κοινές αποχωρήσεις, όπου ως ζευγάρι πλέον αποχαιρετούν τη σειρά για να επιστρέψουν στον αληθινό κόσμο, μαζί πια.
O,τι κι αν είναι αυτό που οδηγεί τον καθένα και την καθεμιά στην αποχώρηση, η εγγενής δραματικότητα της διαδρομής και της απόφασής τους σημαίνει πως έχουμε ένα εκ των πραγμάτων ολοκληρωμένο δράμα. Ο θρίαμβος πάντα στην τηλεοπτική αφήγηση αφορά το πόσο πειστικά θα χτιστεί ένα φανταστικό σύμπαν μες στο οποίο ζουν κι αναπνέουν οι ήρωες, γι’αυτό και έχουμε κατ’επανάληψη μιλήσει για το πώς τα σπουδαιότερα τηλεοπτικά φινάλε είναι αυτά που δεν εξουδετερώνουν το σύμπαν της σειράς αλλά εκείνα που, απλώς, μας κλείνουν το παράθυρό μας σε αυτό. (Περισσότερα εδώ, στη συζήτηση πάνω στο «Sopranos», το «Shield» και το «Angel».)
Το «Terrace House» είναι ο θρίαμβος της καθημερινότητας. Η ρουτίνα της καθημερινής τριβής, εκφρασμένη μέσα από τα στιγμιότυπα μιας βδομάδας απλώς συμβάντων στις ζωές 6 ανθρώπων, που γεμίζουν-δε γεμίζουν 25 λεπτά τηλεοπτικού χρόνου. Είναι από τη μία καθησυχαστικό: Αυτοί οι άνθρωποι που είναι στην τηλεόραση, δε ζουν κάτι εξωπραγματικά συναρπαστικό. Είναι από την άλλη, συναρπαστικό.»
Υπό αυτή την έννοια το «Terrace House» μέσα από μια πολυπρόσωπη κυλιόμενη δραματουργία προσφέρει δεκάδες τέτοια φινάλε ανά σεζόν. Δεν τελειώνει ποτέ, απλώς κάποια στιγμή το Σπίτι κλείνει. Ως τότε, ο κάθε περαστικός ένοικος του Σπιτιού έχει ζήσει τη δική του προσωπική όπερα, με την αρχή (τη στιγμή που χτυπά την πόρτα) και το τέλος (τη στιγμή που μπαίνει στο αμάξι και φεύγει) να οριοθετούν μικρές βινιέτες ατομικών αγωνιών, στόχων, λυτρώσεων. Καθένας είναι σα να έχει πάει εκεί για να αντιμετωπίσει κάποιον προσωπικό δαίμονα και αποχωρεί από αυτό το Σπίτι νικητής, ηττημένος, ή τίποτα από τα δύο. Το Σπίτι είναι, σχεδόν, σαν ενδιάμεση κατάσταση της ψυχής παρά οτιδήποτε άλλο. Δεν υπάρχει πριν ή μετά (αν και κάποιοι δημοφιλείς παίχτες επανεμφανίζονται κάποιες φορές), υπάρχει η υπαρξιακή γαλήνη του ότι κάθε ένας από αυτούς θα βρει το δρόμο του λέγοντας το αντίο, θα έχει φτάσει σε μια επιθυμητή κατάσταση.
Αν αυτή είναι μια κάπως υπόγεια εξήγηση του γιατί η εμπειρία του «Terrace House» είναι τόσο γεμάτη σε σχέση με το πόσο αφηγηματικά άδειο είναι αυτό που εν τέλει παρακολουθούμε, υπάρχει την ίδια στιγμή κι ένα στοιχείο πολύ πιο άμεσης ικανοποίησης: οι σχολιαστές. Γιατί ναι, υπάρχει κι αυτό. Την ίδια ώρα που οι 6 πρωταγωνιστές μένουν στο Σπίτι και ζουν τις ζωές τους, στο στούντιο υπάρχει ένα πάνελ επίσης 6 μελών, που ανά τακτά διαστήματα προσφέρουν τις αναγνώσεις και τα σχόλιά τους για τα όσα συμβαίνουν.
Είναι κίνηση-ματ. Το πάνελ κωμικών, ηθοποιών και γενικότερης φύσης celebrities που σχολιάζει τους καθημερινούς μας πρωταγωνιστές, το κάνει με ένα τρόπο ανάλαφρο και χιουμοριστικό, διακόπτοντας τη ροή της αφήγησης ακριβώς στις στιγμές που κι εμείς ως θεατές θα θέλαμε να πατήσουμε pause για να σχολιάσουμε με τους φίλους μας αυτό που μόλις έγινε. Είναι υπό μία έννοια σα να βλέπεις έναν αγώνα ποδοσφαίρου και κάθε φορά που γίνεται μια μεγάλη φάση, η δράση να σταματά για λίγο, και να γυρνάμε στο στούντιο όπου οι σχολιαστές κάθονται και αναλύουν ό,τι είδαμε ως εκείνο το σημείο. Με αυτό τον τρόπο, μπορείς να κάνεις μαραθώνιο και να μην καταλάβεις με κανένα τρόπο πώς περνάν τα επεισόδια ή πού βρίσκεσαι στην πορεία ενός ημιώρου.
Διαβάστε ακόμη: Τα καλύτερα φινάλε στην τηλεοπτική ιστορία
(Σημαντική σημείωση εδώ. Στο 3ο μέρος επεισοδίων της φετινής σεζόν, «Opening New Doors», που ολοκληρώνεται με ένα εξαιρετικά συζητήσιμο φιλί-κεφαλοκλείδωμα, το πάνελ ανάγνωσε σοκαριστικά λάθος την κατάσταση και την αντίδραση της άθελά της πρωταγωνίστριας του σκηνικού. Δεν είναι η μόνη φορά που κάτι που θα ειπωθεί μοιάζει άκομψο ή ίσως στερεοτυπικά διαχωριστικό ως προς τη δυναμική των φύλων, όμως είναι η πρώτη φορά που πραγματικά ένιωσα άσχημα βλέποντας. Ελπίζουμε να ήταν απλώς η κακή στιγμή.)
Eχουμε αποφύγει επίτηδες να μιλήσουμε για συγκεκριμένους πρωταγωνιστές ή ιστορίες που έχουμε ξεχωρίσει, γιατί ακριβώς μέσα από την απλότητα και τον σχεδόν μπανάλ καθημερινότητας χαρακτήρα του -ας πούμε- δράματος, είναι απολαυστικό να ανακαλύπτεις τα πάντα ενώ συμβαίνουν. Τι είναι σημαντικό, τι θα ξεχαστεί, ποιοι θα τα βρουν, ποιοι δε θα κολλήσουν με τίποτα, ποιοι θα φύγουν ενώ το στόρι τους πάει να γίνει ζουμερό, που θα φύγουν χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα. Υπάρχει ένας λατρεμένος χαρακτήρας που σε όλη του τη σεζόν δε λέει να φύγει με τίποτα από το Σπίτι, ακόμα κι όταν εμφανέστατα απλώς κρατάει μια θέση κατειλημμένη. (Ή ΜΉΠΩΣ ΌΧΙ;;;) Υπάρχουν συμμετέχοντες που ψάχνουν απεγνωσμένα τον έρωτα με τους πιο άτσαλους τρόπους (κάποιος ερωτεύεται κάθε νέα κοπέλα που μπαίνει στο σπίτι- άλλος ζητάει ταυτόχρονα ραντεβού κι από τις τρεις). Υπάρχουν ερωτικά δράματα διαρκών ανατροπών και αποκαλύψεων (μια αληθινά σοκαριστική αποκάλυψη αλλάζει τελείως την ανάγνωση σχεδόν μισής σεζόν). Υπάρχουν αξιολάτρευτα will-they-won’t-they που θα σας ζεστάνουν την καρδιά. (Το κορυφαίο όλων διαρκεί πάνω από 20 επεισόδια, στην καρδιά ενός χειμώνα. Είναι καλύτερο από το 90% των ρομαντικών κομεντί που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά.)
Αντί να δώσουμε ονόματα, θα κλείσουμε απλώς δίνοντας μια γενική περιγραφή των τριών διαθέσιμων σεζόν. (Η original σειρά, από τη γιαπωνέζικη τηλεόραση, με υπότιτλο «Boys x Girls Next Door», δεν βρίσκεται στο Netflix και δεν την έχουμε παρακολουθήσει.)
Η πρώτη, από τη σεζόν ‘15-’16, με τίτλο «Boys & Girls in the City» είναι μια αρχετυπική σεζόν της σειράς, διαδραματίζεται σε μια περιοχή στο κέντρο του Τόκιο, το σπίτι έχει μια πισίνα που σχεδόν ποτέ κανείς δε χρησιμοποιεί, και δραματικά κυμαίνεται από το χαριτωμένα πληκτικό μέχρι το σοκαριστικό πετυχαίνοντας κι όλα τα ενδιάμεσα στάδια (WTF περιστατικά, bromance, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ομαδικά ταξίδια, τριπλά ραντεβού, πρωταγωνιστές στα όρια του σίριαλ κίλερ, τα πάντα). Είναι φυσικά τέλειο.
Η δεύτερη, από τη σεζόν ‘16-’17, με τίτλο «Aloha State» μετακομίζει στη Χαβάη υποθέτει κανείς λόγω ντιρεκτίβας του Netflix για μια λίγο πιο διεθνή αίσθηση με εντονότερη δυτική εσάνς. Οι χαρακτήρες είναι ακόμα -κατά βάση- γιαπωνέζοι αλλά οι συμπεριφορές τους είναι πιο κοινές, τα αμερικάνικα σπάνε το ρυθμό, και το σκηνικό είναι κάπως πιο αδιάφορο. Υπάρχουν καλές στιγμές (κυρίως στο β’ μισό, με χαρακτήρες σχεδόν κωμικά αφοσιωμένους σε κάποιες συμπεριφορές που κάνουν αναμφίβολα για καλή τηλεόραση) και αξέχαστοι συμμετέχοντες (η ξεκάθαρη πρωταγωνίστρια των πρώτων επεισοδίων), όμως σε γενικές γραμμές είναι μακράν η πιο αδύναμη σειρά από όλες.
Διαβάστε ακόμη: «The Terror»: Η σειρά που δεν αντέχεις ούτε να δεις, ούτε να μην δεις
Η τρίτη, τρέχουσα, ξεκίνησε το Δεκέμβριο του ‘17, με τίτλο «Opening New Doors» επιστρέφει στην Ιαπωνία αλλά σε μια περιοχή μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα. Το νέο σκηνικό είναι εντυπωσιακό και οι παίχτες, με μια διαρκή δυναμική ανάμεσα στους πρωτευουσιάνους και τους μη, συνθέτουν μάλλον το καλύτερο καστ της σειράς μέχρι σήμερα, μαζί με το ωραιότερο από όλα τα storylines. (Με τον μεγάλο αστερίσκο της δυσάρεστης γεύσης της προηγούμενης σοδειάς επεισοδίων που αναφέραμε και παραπάνω, καθώς περιμένουμε τη νέα 8άδα που αναμένεται να εμφανιστεί στο Netflix καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές.)
Μακάρι να μην τελειώσει ποτέ. Δεν χρειάζεται κιόλας να τελειώσει ποτέ. Με τον τρόπο του, το «Terrace House» προσφέρει γνώριμα καθημερινές, αλλά ταυτόχρονα εντελώς τηλεοπτικές, δραματουργικές ρουτίνες που διαδραματίζονται, ξεκινούν και τελειώνουν, άτακτα η μία δίπλα στην άλλη. Κάθε ένα από αυτά τα μικρά έργα ολοκληρώνεται, κι η ζωή στο Σπίτι απλώς συνεχίζεται.
*Το «Terrace House» streamάρει στο Netflix.