Ο θρύλος της Γιορόνα, της γυναίκας που εγκαταλείφθηκε από τον άντρα της και έπνιξε στη συνέχεια από θλίψη και οργή τα παιδιά της, για να καταδικαστεί στη συνέχεια να τριγυρνά αιώνια φέρνοντας ατυχία και προκαλώντας τον φόβο στο πέρασμά της με τον λυγμό της, έχει χρησιμοποιηθεί ήδη σε πολλαπλές κινηματογραφικές αφηγήσεις, οι οποίες αναμενόμενα (όπως και το πρόσφατο θρίλερ του σύμπαντος του «Conjuring») εστίαζαν κυρίως στα τρομακτικά σημεία που πηγαία αναδύει ο μύθος.
Ωστόσο, στην δική του «Llorona», αυτό που έξυπνα καταφέρνει ο Χάιρο Μπουσταμάντε είναι να πάρει ένα αρχέτυπο του τρόμου της Λατινικής Αμερικής και να το μετατρέψει σε τραγικό σύμβολο των πολιτικοκοινωνικών τραυμάτων της περιοχής. Το δικό του φάντασμα δεν είναι μια φιγούρα που ζει από τον τρόμο αλλά ένα στοιχειό που το γέννησε το μίσος, η γενοκτονία και τα πολιτικά εγκλήματα, καταδικασμένο να στοιχειώνει όχι γιατί ικανοποιεί τις σατανικές του ορμές αλλά γιατί υπήρξε θύμα της σκληρότερης έκφανσης της ανθρώπινης φύσης.
Ο Μπουσταμάντε άλλωστε έχει ήδη αποδείξει, τόσο στο «Ηφαίστειο» όσο και στο ακυκλοφόρητο ακόμα «Tremors» (το οποίο έκανε φέτος την πρεμιέρα του στην Berlinale), ότι ενδιαφέρεται για τις κοινωνικές αντιθέσεις και αντιφάσεις της σύγχρονης ιστορίας και ζωής της χώρας του, είτε αυτό αφορά την αντιπαράθεση της παράδοσης και του «τώρα», είτε τη σύγκρουση των προσωπικών επιθυμιών με την αυστηρή οριοθέτηση του σωστού και του λάθους κατά την θρησκεία.
Ομοίως και στην «Llorona», η οποία τον επανενώνει με την πλειοψηφία του καστ του «Ηφαίστειου», o Μπουσταμάντε εστιάζει στον κοινό τόπο των αντιθέσεων, κοιτάει πίσω από την άνεση των λευκών αστών της Γουατεμάλας, εξερευνά την αιτία της σιωπής και της φαινομενικής συμμόρφωσης των γηγενών, προσπαθεί να καταλάβει τι σιγοβράζει πίσω από τα ψυχρά χαμόγελα αμφότερων των πλευρών πριν αυτά ξεσπάσουν σε φωνές οργής και εξέγερσης.
Η αφήγησή του ξεκινά όταν ένας πρώην στρατηγός κατά την περίοδο των ένοπλων συγκρούσεων στη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 δικάζεται για τις μαζικές δολοφονίες των αυτόχθονων Ινδιάνων. Ο ίδιος, λόγω ηλικίας, πάσχει πλέον από κάποια μορφή γεροντικής άνοιας, γεγονός που δυσκολεύει την οικογένειά του να αποδεχτεί τον ρόλο που πιθανώς έπαιξε στη γενοκτονία των Μάγια. Το δικαστήριο αποδεικνύεται εξίσου θολό, οδηγώντας τον στην αθώωση, ακόμα κι αν οι μαρτυρίες γηγενών γυναικών αφηγούνται ανατριχιαστικές ιστορίες μισογυνισμού, ταξικής υπεροχής και σεξουαλικής σκλαβιάς.
Καθώς λοιπόν ο κόσμος συγκεντρώνεται γύρω από την έπαυλή του απαιτώντας τη κοινωνική δικαιοσύνη που το δικαστήριο τους αρνήθηκε, μια νέα οικονόμος έρχεται για να δουλέψει υπό την επίβλεψη της οικογένειάς του. Ταυτόχρονα, ο έκπτωτος πλέον στρατηγός ακούει τα βράδια στους διαδρόμους της οικίας του τους λυγμούς μιας νεαρής κοπέλας. Είναι το πνεύμα της Γιορόνα που επέστρεψε για να διεκδικήσει τη δικαίωση του λαού της ή απλά οι τρελές φαντασιώσεις ενός γέρου ανθρώπου που καταδιώκεται από τις καλά κρυμμένες ενοχές του;
Μόνο που η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι ακριβώς ο αυτοσκοπός στην αφήγηση του Μπουσταμάντε παρά η αφορμή για να εξερευνηθεί και να αναδειχθεί η σκληρή διαστρωμάτωση της Γουατεμάλας (και κατ’ επέκταση ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής), οι ανοικτές πληγές του παρελθόντος που αποζητούν επίμονα μια θεραπεία και, μέσα στο κατευναστικό πλαίσιο της παράδοσης, η ισχύς της θρησκείας και του μυστικισμού ακόμα και σε μια σύγχρονη κοινωνία, όλα με μια επίστρωση μαγικού ρεαλισμού που αποκαλύπτει όσα η αυστηρή λογική κρατά καταπιεσμένα.
Για αυτό τον λόγο, η «Llorona» δεν είναι τρομακτική με την κλασική έννοια του genre, αλλά καταλήγει απόλυτα στοιχειωτική καθώς αποκαλύπτει ότι ο αληθινός τρόμος έχει για αφετηρία και κατάληξη τον ίδιο τον άνθρωπο. Σίγουρα η ατμόσφαιρα της ταινίας αντλεί από την εικονογραφία του τρόμου, καθώς ο Μπουσταμάντε εμπνέεται από τις σκιές, τα σκοτάδια και τις παραισθήσεις (;) για να δημιουργήσει έναν σφιχτά δομημένο μικρόκοσμο, χωρίς να γίνεται φλύαρος ή καν ιδιαίτερα ομιλητικός, όμως η πραγματική ισχύς της βρίσκεται εκεί που τα στοιχεία του τρόμου αγγίζουν την πραγματικότητα.
Η «Llorona» λειτουργεί καλύτερα στις σιωπές της, στα σκοτεινά της σοκάκια και στις επιθέσεις από το παρελθόν που αποδεικνύονται πολύ πιο επίμονες από την κατάρα οποιουδήποτε φαντάσματος, γεγονός που κάνουν τελικά το φιλμ να μιλάει μια «γλώσσα τρόμου» για να πει μια πολύ πιο σύνθετη και ανατριχιαστική Ιστορία.
Ο Μπουσταμάντε πάντα επιδείκνυε μια εικαστική αρτιότητα που του επέτρεπε να γίνεται περιγραφικός χωρίς να αποδεικνύεται πολυλογάς. Μόνο που στην «Llorona» διευρύνει ακόμα περισσότερο το λεξιλόγιό του, κάνει τις εικόνες του ακόμα πιο μυθολογικές και προσθέτει ακόμα περισσότερες σελίδες σε μια ήδη προσωπική, πολύ ενδιαφέρουσα πορεία που δείχνει μεν αγάπη για το σινεμά των ειδών αλλά, ακόμη περισσότερο, αποθεώνει τους σιωπηλούς ήρωες της Ιστορίας.