Η Disney έχει κάνει πολλά για τον Τιμ Μπάρτον, από το να του προσφέρει μαθητεία στο animation μετά την αποφοίτησή του από το «CalArts», μέχρι το να αναλάβει την παραγωγή της πρώτης του μικρού μήκους ταινίας, «Frankenweenie» (καθώς και της αντίστοιχης μεγάλου μήκους ταινίας κινουμένων σχεδίων του 2012). Παρ’ όλα αυτά, η εμπειρία του κατά τη δημιουργία του «Ντάμπο» για λογαριασμό της εταιρείας ήταν κάθε άλλο παρά «μαγική», γεγονός που σηματοδότησε και το -μάλλον άδοξο- τέλος της συνεργασίας τους.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Μπάρτον αποκάλυψε ότι οι συνθήκες ήταν τόσο δύσκολες που σκέφτηκε ακόμα και να αποσυρθεί εντελώς από τα κινηματογραφικά δρώμενα μετά την κυκλοφορία της ταινίας. Ωστόσο, η δουλειά του στη σειρά του Netflix «Wednesday» και το επερχόμενο σίκουελ «Beetlejuice Beetlejuice» τον βοήθησαν να ξαναβρεί την αγάπη του για την τέχνη.
Διαβάστε ακόμα: Τα γυρίσματα του «Beetlejuice Beetlejuice» ήταν μία «θρησκευτική εμπειρία» για τη Γουινόνα Ράιντερ
«Ειλικρινά, μετά το Ντάμπο, πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω. Σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος. Θα μπορούσα να είχα αποσυρθεί, ή να γίνω, δεν ξέρω... μάλλον δεν θα γινόμουν πάλι animator, αυτό έχει τελειώσει», δήλωσε ο Μπάρτον.
Αναφερόμενος στη δημιουργία της τελευταίας του ταινίας του, εξήγησε πως αποτέλεσε εμπειρία που τον αναζωογόνησε. «Συχνά, όταν δουλεύεις στο Χόλιγουντ, προσπαθείς να έχεις μια υπεύθυνη προσέγγιση ως προς το πώς διαχειρίζεσαι τον προϋπολογισμό και όλα τα υπόλοιπα, αλλά μερικές φορές καταλήγεις να χάνεις λίγο τον εαυτό σου. Για μένα, αυτό ακριβώς ενίσχυσε το αίσθημα του ότι είναι σημαντικό να κάνω αυτό που θέλω, καθώς τότε είναι που όλοι θα επωφεληθούν πραγματικά».
O Τιμ Μπάρτον και ο Μάικλ Κίτον στα γυρίσματα της ταινίας «Beetlejuice Beetlejuice»
Ακόμη, με αφορμή τα όσα ρωτήθηκε στη συνέντευξη, ο Μπάρτον αναλογίστηκε τη σχέση του με τα στούντιο συνολικά, περιγράφοντας τις πιέσεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση, σε συνδυασμό με τον αγώνα που έπρεπε κάθε φορά να καταβάλει, ώστε να εξηγήσει στους παραγωγούς ότι τα χρήματά τους αξιοποιούνται όπως θα έπρεπε.
«Ποτέ δεν ένιωσα ότι καταχρώμαι τα χρήματα κάποιας εταιρείας εξαιτίας της ανάγκης μου να δημιουργώ στούντιο για τα γυρίσματα, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ», είπε ο Μπάρτον. «Ενιωθα ότι γι’ αυτό με ήθελαν. Πάντα ήταν ένας περίεργος αγώνας αυτού του είδους οι συνθήκες που σε θέλουν, αλλά συγχρόνως δεν σε θέλουν πραγματικά […] Στην αρχή -και ακόμα και σήμερα σε κάποιον βαθμό- δεν νομίζω ότι είχαν καταλάβει τι είναι αυτό που κάνω, οπότε δεν μπορούσαν πραγματικά να το σχολιάσουν», πρόσθεσε.
Μιλώντας συγκεκριμένα για την Disney, ο Μπάρτον θυμήθηκε πως, όταν ήταν animator και σχεδιαστής τη δεκαετία του 1980, το στούντιο πέρασε από «τρία διαφορετικά καθεστώτα». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται μία «νέα εταιρεία» κάθε φορά που έρχονταν καινούριοι διευθυντές και στελέχη. Ετσι, ενώ αισθανόταν δεμένος με αυτήν με πολλούς τρόπους, του ήταν δύσκολο να διαχειρίζεται τις συνεχείς αλλαγές.
Ο Τιμ Μπάρτον, κατά τη δημιουργία της μικρού μήκους ταινίας του «Vincent», 1982
«Στη δεκαετία του '80, υπήρχε ένα ολόκληρο κτήριο το οποίο λειτουργούσε σαν στούντιο animation και προοριζόταν ειδικά για τους καλλιτέχνες. Μέχρι το 1986, ήμουν ο τελευταίος καλλιτέχνης εκεί γιατί όλοι οι υπόλοιποι είχαν διωχθεί και τοποθετηθεί σε μια αποθήκη στο Γκλέντεϊλ. Εκτοτε τα πάντα ανέλαβαν οι υπεύθυνοι παραγωγής», εξήγησε ο Μπάρτον. «Είδα αυτή τη μετάβαση να συμβαίνει πριν πολύ καιρό. Πλέον έχουν επικρατήσει τα μεγαλύτερα franchises και οι μικρότερες παραγωγές έχουν μειωθεί. Δεν μου αρέσει, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα».
Εχοντας υπάρξει πρωτοπόρος των ταινιών που αντλούν το σενάριό τους από σειρές κόμικ στις αρχές της καριέρας του, σκηνοθετώντας τον Μάικλ Κίτον στις ταινίες «Μπάτμαν» (1989) και «Ο Μπάτμαν Επιστρέφει» (1992) για την Warner Bros, ο Μπάρτον τοποθετήθηκε και για το πώς βλέπει τη βιομηχανία σήμερα ως προς αυτό το κομμάτι της. Δήλωσε ότι δεν θα επέστρεφε στον χώρο των super-hero movies, εξαιτίας της τεράστιας έμφασης που δίνεται πια στη μακροχρόνια συνέχεια και τα κινηματογραφικά σύμπαντα.
«Αυτή τη στιγμή, θα έλεγα όχι. Τείνω βέβαια να προσεγγίζω τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες στο πέρασμα του χρόνου, οπότε ποτέ δεν λέω ποτέ για τίποτα. Αλλά, αυτή τη στιγμή, δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει», διευκρίνισε.
Ο Μπάρτον πρόσθεσε ακόμη ότι κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Μπάτμαν του είχε δοθεί ορισμένη δημιουργική ελευθερία, καθώς έλαβε σχετικά μικρή επίβλεψη από το στούντιο. «Ημουν τυχερός γιατί εκείνη την εποχή, η λέξη franchise δεν υπήρχε. Ο Μπάτμαν έμοιαζε ελαφρώς πειραματικός εκείνη την εποχή. Παρέκκλινε από την κυρίαρχη αντίληψη και τις προσδοκίες που υπήρχαν για τις ταινίες του είδους. […] Τότε ήταν που αρχίσαμε να ακούμε τη λέξη franchise και το στούντιο άρχισε να ρωτάει, Τι είναι αυτό το μαύρο που βγαίνει από το στόμα του Πιγκουίνου; Ηταν η πρώτη φορά που ένιωσα τον θλιβερό αντίκτυπο αυτής της λέξης».
Ο Τιμ Μπάρτον στα γυρίσματα του «Μπάτμαν», 1988
Πέραν του franchise του Μπάτμαν, ο Μπάρτον αναφέρθηκε και στην ταινία «Σούπερμαν» που προετοίμαζε, με τον Νίκολας Κέιτζ να προορίζεται για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρ’ όλο που αυτό το έργο δεν υλοποιήθηκε ποτέ, το «The Flash» της DC Comics που κυκλοφόρησε πέρυσι, απέδωσε φόρο τιμής στο ημιτελές πρότζεκτ, παρουσιάζοντας μία CGI εκδοχή του Κέιτζ να παλεύει με μία γιγαντιαία αράχνη.
Αναλογιζόμενος το μη υλοποιημένο όραμά του για τον υπερήρωα, ο Μπάρτον έκλεισε τη συνέντευξή του καταλήγοντας:
«Υπάρχει πάντα αυτό το ταξίδι τύπου Αργοναυτικής Εκστρατείας που περνούν όλοι φτιάχνοντας μία ταινία. Eχω δουλέψει σε μερικές ταινίες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ μετά από χρόνια εργασίας, γεγονός που αποτέλεσε μία αρκετά τραυματική εμπειρία. […] Προσπαθώ απλώς να επικεντρώνομαι σε πράγματα για τα οποία νιώθω πολύ σίγουρος και να απαλλάσσομαι από όλο τον θόρυβο που τα περιβάλλει».
Το «Beetlejuice Beetlejuice» σε σκηνοθεσία του Τιμ Μπάρτον αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αίθουσες τον Σεπτέμβριο του 2024, ενώ λίγες μέρες πριν θα ανοίξει το 81o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.