Αμερική, καλοκαίρι 1919. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μόλις εκπνεύσει, αφήνοντας τη χώρα με βαθιά τραύματα – ορφανεμένες οικογένειες, επιδημίες, οικονομική κρίση. «Το Τσίρκο των Αδελφών Μέντιτσι» υπόσχεται να σε κάνει να τα ξεχάσεις όλα αυτά με θέαμα, ψυχαγωγία, φαντασμαγορικά νούμερα. Ή, τουλάχιστον, κάποτε ήταν φαντασμαγορικά. Τώρα στέκεται κι αυτό ρημαγμένο, αποδεκατισμένο, χρεωκοπημένο. Ο Χολτ Φάριερ, ο όμορφος καβαλάρης καουμπόη και πάλαι ποτέ κεντρικό νούμερο του Μέντιτσι, επιστρέφει από το μέτωπο, αλλά κι αυτός λειψός – έχει χάσει το ένα του χέρι στον πόλεμο και την αισιοδοξία του για ζωή στην είδηση ότι η γυναίκα του πέθανε από τη φονική γρίπη. Στο τσίρκο τον περιμένουν τα δυο μικρά του παιδιά, αλλά όχι η ατραξιόν του. Ο Μέντιτσι αναγκάστηκε να πουλήσει τα άλογά του και να επενδύσει τα τελευταία του χρήματα σε μία έγκυο ελεφαντίνα. Ενα μωρό ελέφαντας ίσως να προσελκούσε το μουδιασμένο κοινό και να ήταν η λύση στο οικονομικό τους πρόβλημα.

Οταν όμως η Κυρία Τζάμπο γεννά τον Τζάμπο Τζούνιορ, βρίσκονται μπροστά από κάτι που δεν έχουν ξαναδεί: το ελεφαντάκι έχει τεράστια αυτιά κι όλοι το κοροϊδεύουν και το φωνάζουν «Ντάμπο». Κι εκεί που οι ελπίδες του Μέντιτσι κάνουν φτερά, το ίδιο κάνει κι ο «Ντάμπο»: απλώνει τα αυτιά του και... πετάει! Η είδηση κεντρίζει το ενδιαφέρον του μεγαλοεπιχειρηματία του θεάματος Β. Α. Βεντεβέρε , ο οποίος εξαγοράζει όλο το τσίρκο του Μέντιτσι και τους μεταφέρει στη «Dreamland», το τελευταίας τεχνολογίας Πάρκο Ψυχαγωγίας του, με σκοπό να πακετάρει το νούμερο του ιπτάμενου ελέφαντα για τις μάζες και να γίνει δισεκατομμυριούχος.

Η live action μεταφορά ενός από τα κλασικότερα κι από τα πιο υπέροχα animation της Disney (1941) ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Η επιλογή του Τιμ Μπάρτον στη σκηνοθεσία ήταν ένα ακόμα μεγαλύτερο. Από την αρχή της καριέρας του, ο Μπάρτον υπογράφει ταινίες, βαθιά σκοτεινές και αφοπλιστικά ρομαντικές, όπου πρωταγωνιστής είναι πάντα το διαφορετικό, το περιθωριοποιημένο, το «τέρας». Η ιστορία του «ασχημόπαπου» ελέφαντα που το ελάττωμά του είναι το θαυμαστό του ταλέντο, έμοιαζε ιδανική για να φωτιστεί από το παράδοξο, ιδιοσυγκρασιακό βλέμμα του.

Δυστυχώς όμως, το βλέμμα του Μπάρτον καταλήγει αιχμαλωτισμένο με χοντρό χαλκά -σαν την μαμά του «Ντάμπο»- από ένα στούντιο που απαιτούσε ένα χορταστικό blockbuster και μπούκωσε την ιστορία και την εικόνα με τόση βαριά λεπτομέρεια, που το κακόμοιρο ελεφαντάκι της έπαψε να είναι ο πρωταγωνιστής.

Ναι, ο σεναριογράφος Ιχρεν Κρούγκερ, μοιάζει να βάζει τον ίδιο τον «Nτάμπο» στην άκρη. Παίρνει ως αφορμή και πάτημα την ραχοκοκκαλιά της κλασικής ιστορίας (το βιβλίο του 1939 των Ελεν Αμπερσον και Χάρολντ Περλ και την animation ταινία της Disney του 1941) και σήμερα θέλει να τα πει όλα: για τους αμερικανούς βετεράνους που επιστρέφουν από τους πολέμους σακατεμένοι και χωρίς βοήθεια, για την οικονομική κρίση που αποδεκατίζει τον κοινωνικό ιστό, για τη φύση που δεν σεβόμαστε και τα αιχμαλωτισμένα ζώα που καταπιέζουμε, για την απληστία του καπιταλισμού και των μεγάλων επιχειρήσεων που καταπίνουν τις μικρές. Κι ενώ όλα αυτά είναι θεμιτά (ειδικά η ειρωνική κριτική εναντίον της ίδιας της Disney που έχει εξαγοράσει τα πάντα πια – ακόμα και η «Dreamland» της ταινίας μοιάζει να κλείνει το μάτι στην Disneyland) όλα μοιάζουν φορσέ, φορετά – σαν να βλέπει κανείς ξεκάθαρα τις ραφές, τα γρανάζια του animatronic ελέφαντα που κάτω από το βάρος τόσων μηνυμάτων αδυνατεί να απογειωθεί και να συγκινήσει. Κι είναι τόσο κρίμα που, για πρώτη φορά σε παιδική ταινία, το μικρό κοριτσάκι της ιστορίας είναι και το μυαλό της (η κόρη του Χολτ είναι ένα δυναμικό 10χρονο που θέλει να γίνει η επόμενη «Μάνταμ Κιουρί»), αλλά ακόμα κι αυτό να μοιάζει σαν μία προσθήκη της τελευταίας στιγμής, ένα ακόμα #metoo μπάλωμα.

Αλλά ας μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο: που είναι η τρέλα του Μπάρτον; Μας έχει λείψει. Πόσα χρόνια έχει να κάνει μία ταινία που θα παραδοθεί στις εμμονές του, θα τολμήσει να μάς βάλει πίσω από την κουρτίνα του παραλληρηματικού του μυαλού, θα μάς βυθίσει στο μαύρο, θα ανεβάσει την ένταση στο κόκκινο και θα πλάσει έναν τόσο ξέφρενα θεότρελο, τόσο έξω-από-τις-γραμμές, τόσο larger-than-life πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που θα ακολουθούσαμε μαγεμένοι;

Αυτό είναι το συστατικό που λείπει: η ιδιοσυγκρασιακή, αχαλίνωτη, αλογόκριτη τρέλα του Μπάρτον έκανε τον «Σκαθαροζούμη» ακαταμάχητο, τον «Ψαλλιδοχέρη» ερωτεύσιμο, τον «Batman» πολυδιάστατο, τον «Ed Wood» ένα αριστούργημα. Οταν ο δημιουργός καλούπωσε τη φόρμουλα, πακετάρισε το χάος, στρίμωξε το όραμα κατέληξε με ταινίες της τελευταίας του δεκαετίας. Και, δυστυχώς, το ελεφαντάκι του δεν απέχει από αυτές τις αποτυχίες.

Ναι, υπάρχει κάτι στο production design της «Dreamland» που ξαναθυμίζει την Art Deco, σκοτεινή, εξπρεσιονιστική φαντασία του Μπάρτον. Και το να βλέπει κανείς τους Μάικλ Κίτον και Ντάνι Ντε Βίτο σε «Batman» reunion (με κόντρα ρόλους «καλού/κακού») θα έπρεπε να είναι απολαυστικό. Δεν είναι. Τίποτα δεν αναπνέει κάτω από τον παχύδερμο όγκο της «Disney». Το στούντιο που μάς έδωσε την πρώτη «Ντάμπο» συγκινητική ιστορία, σήμερα αδυνατεί να ξαναβρεί την καρδιά και την τόλμη του. Από αυτό το ρετρό-φουτουριστικό ριμέκ λείπει το συναίσθημα, ο πόνος, η μαγεία. Ναι, ειρωνικά, σ' ένα μαγικό σύμπαν, κανείς δεν είναι μαγικός. Ούτε ανθρώπινος ήρωας, ούτε ζώο. Ούτε ενήλικας, ούτε παιδί. Ούτε καν οι μπαρτονικές καρικατούρες των «τεράτων» του τσίρκου.

Ενα τέλειο ψηφιακό κατασκεύασμα ανοίγει τα φτερά του και πετά και η καρδιά σου δεν χάνει ένα χτύπο όπως όταν έβλεπες τον χειροποίητο King Kong στην κορυφή του Empire State Building. Ενα πάνγλυκο, αληθοφανές, γαλανομάτικο ελεφαντάκι αποχαιρετά τα παιδάκια της ιστορίας και δεν σπαράζεις όπως (ακόμα και σήμερα διαλύεσαι) με τη ρυτιδιασμένη κούκλα του «E.T.». Τίποτα δεν κατάφερε να σε παρασύρει, να σε αγγίξει, να σε κάνει (όπως η αφίσα του τσίρκου του Μέντιτσι υπόσχεται) «να πιστέψεις». Και το χρειαζόσουν τόσο πολύ...