Ο Χέρμπερτ είναι ένας 60άρης, παρηκμασμένος μποξέρ - ένας πάλαι ποτέ θρύλος στις παλαίστρες της Ανατολικής Γερμανίας. Τριάντα πέντε χρόνια πριν είχε την ευκαιρία του να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά την έχασε. Και τα χρόνια πέρασαν. Και δεν υπάρχει πλέον ούτε μέλλον, ούτε δόξα, ούτε Ανατολική Γερμανία. Μόνο ουλές, τατουάζ κι ένα ογκώδες γερασμένο κορμί που, τα πρωινά, προπονεί νεότερα παιδιά και τα βράδια στέκεται απειλητικά στις πόρτες των κλαμπ ή σπάει πόρτες στις εισπρακτικές εφόδους τοκογλύφων στα σπίτια χρεοκοπημένων φουκαράδων.
Ο Χέρμπερτ δεν είναι συμπαθής. Πικραμένος για όσα του στέρησε η ζωή, περιφέρεται μoνόχνωτος, πεισματάρης κι ακοινώνητος. Περνά τις ώρες του σε γυμναστήρια, strip clubs και στην καρέκλα του tattoo artist κολλητού του, διώχνοντας συνεχώς την 55άρα ερωμένη του που τον νοιάζεται και διώχνοντας και τις τύψεις του για το παρελθόν: δεν έχει δει την ενήλικη κόρη του από τότε που τους παράτησε, όταν εκείνη ήταν μικρή. Οταν ήταν στην ηλικία που είναι τώρα η εγγονή του.
Οταν μια μέρα λιποθυμά στα ντους των αποδυτηρίων, η τραγική αλήθεια αποκαλύπτεται: πάσχει από ALS (Πλευρική Αμυοτροφική Σκλήρυνση) και το σώμα του, αυτό το μόνο εργαλείο στο οποίο στηριζόταν, αρχίζει σταδιακά να τον προδίδει. Να φθίνει, να διαβρώνεται, να καταρρέει. Μόλις το κορμί του τον εγκατελείπει, ο Χέλμπερτ χάνει τα πάντα: τη δουλειά του, την αξιοπρέπειά του, την ασφάλειά του. Κερδίζει όμως χρόνο να πάψει να κρύβεται πίσω από τον όγκο του και να κοιτάξει τον εαυτό του κατάματα. Εχει την ευκαιρία για μία τελευταία μάχη; Να εξιλεωθεί με όσους πλήγωσε;
Ο Τόμας Στούμπερ (είχε κερδίσει το σπουδαστικό Οσκαρ το 2011 για την μικρού μήκους του «Of Dogs and Horses») κι ο μόνιμος συνεργάτης του στο σενάριο Κλεμένς Μέγιερ, βασίζονται κι αναπτύσσουν κινηματογραφικά μία ιστορία του Πολ Σάλσμπουρι για να αποδώσουν μία ωμή ματιά στην κατάπτωση που προκαλεί η ανελέητη επέλαση μίας ασθένειας. Πώς τσακίζει το σώμα, αλλά και το πνεύμα.
Ο Στούμπερ, μέσα από την απόφαση να κοιτά κατάματα, επίμονα τη μιζέρια της αρρώστιας κατασκευάζει ένα ψυχόδραμα ρεαλισμού και παρατήρησης, που βουλιάζει τον ήρωά του στην μοναξιά και την παραξενιά, βουλιάζει και το θεατή στην κατάθλιψη. Με κάμερα στο χέρι και φωτογραφία γήινων, μελαγχολικών τόνων, πλησιάζει σε άβολα κοντινά τη βίαιη ασχήμια της νόσου. Γιατί η αρρώστια δεν είναι ούτε κινηματογραφική, ούτε φωτογενής. Είναι άσχημη, βρώμικη, αναξιοπρεπής.
Ο στόχος της ταινίας είναι να στρέψει το διάλογο από το σώμα, στο πνεύμα. Με υπόγειο, σιωπηλό τρόπο βάζει έναν άνθρωπο που ξόδεψε τη ζωή του σπάζοντας κόκκαλα και δεσμούς με τους γύρω του, να προσπαθήσει να κολλήσει τα συναισθηματικά κομμάτια του τουλάχιστον, εφόσον το κορμί του θα παραμείνει ανεπίστρεπτα σακατεμένο. Ξέρεις τι θα συμβεί. Φαντάζεσαι την κάθαρση που πρέπει να επέλθει, την έστω κι αργά οικογενειακή συμφιλίωση. Δεν είναι spoiler, είναι απλά απίστευτα προβλέψιμο.
Θα το συγχωρούσαμε, αν η ταινία δεν είναι πάρει τον τόσο δύσκολο δρόμο. Η ασυμβίβαστη εικόνα μάς παιδεύει, το δύσκολο θέμα μάς στριμώχνει, αλλά στην εξέλιξη της πλοκής περιμένουμε (και για αυτό αντικρούουμε) όλα τα χτυπήματα του σεναρίου. Αυτό που διασώζει το συνολικό εγχείρημα είναι φυσικά ο συγκλονιστικός πρωταγωνιστής. Ο Πίτερ Κερθ ερμηνεύει με νατουραλισμό, μελετημένη στη λεπτομέρεια κινησιολογία και με ισορροπίες ακριβείας στην έκφραση το αγρίμι που λαβώνεται, τον μαχητή που γονατίζει, τον αμαρτωλό που ζητά άφεση. Αυτός είναι ο βράχος της ταινίας. Και για αυτό όταν καταρρέει, νιώθεις το χτύπημα βαρύ. Σα νοκ άουτ γροθιά στο σαγόνι - αλλά όχι απαραίτητα για τους σωστούς λόγους.
Περισσότερες κριτικές από το 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: