Δεν έχει σημασία αν έχει κανείς δει το «Mektoub, Αγάπη μου» για να μπορέσει να παρακολουθήσει το «Intermezzo», το δεύτερο μέρος της ηδυπαθούς τριλογίας του Αμπντελατίφ Κεσίς, τοποθετημένης σ' ένα νεανικό καλοκαίρι στο παραθαλάσσιο Σετ της Κυανής Ακτής στα μέσα των '90ς. Το οποίο θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ήταν το νεανικό καλοκαίρι του ίδιου του Κεσίς, μόνο που εάν το είχε πράγματι βιώσει, στο ζουμερό ηδονισμό του και τη σαρκική πληθωρικότητά του, ίσως δεν θα είχε ανάγκη να κάνει μια τόσο... λυσσασμένα ηδονοβλεπτική ταινία όσο αυτή εδώ.
Το νέο φιλμ του Κεσίς, διάρκειας τρεισήμισι ωρών - και όχι τεσσάρων, όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί - συναντά την παρέα που γνωρίσαμε στο πρώτο φιλμ, τον Σεπτέμβριο πια, καθώς το καλοκαίρι βρίσκεται στη δύση του. Ο Τόνι κι ο Αμίν, η Οφελί κι η Σαρλότ, όλη η Τυνησιακής καταγωγής παλιοπαρέα συνεχίζει να τα περνά χάρμα κάτω από τον ήλιο ή/και τα φωτορυθμικά (αναλόγως της ώρας της ημέρας), με νέα προσθήκη την ξανθιά 18χρονη Παριζιάνα Μαρί, την οποία και πάλι ο Τόνι καμακώνει στην πλαζ.
Η ταινία ξεδιπλώνεται σε τέσσερα διακριτά μέρη. Στο πρώτο, νομίζεις ότι μπήκες σε λάθος αίθουσα, δεν έχει και τίτλους αρχής για να βοηθήσει (από επιλογή, ή ήρθε η ταινία στις Κάννες ημιτελής;). Η όμορφη Σαρλότ ποζάρει στην ύπαιθρο για έναν αφανή φωτογράφο: είναι μεν γυμνή, αλλά το υποψιάζεσαι μόνο από την πλάτη της, γιατί η κάμερα δείχνει αυτοσυγκράτηση και επικεντρώνεται στο όμορφο πρόσωπό της και στα μακριά μαλλιά της που φυσά ο αέρας, σ' ένα πλάνο βγαλμένο από κάτι σαν Ρομέρ και κάτι σαν Μάλικ μαζί. Κατ.
Στο δεύτερο μέρος, όπου αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι το «Intermezzo» αφήνει στο πλάι τα αγόρια - ήρωες της πρώτης ταινίας κι επικεντρώνεται, αυτή τη φορά, στα κορίτσια (κι εννοούμε σεναριακά, όχι απλώς στα κοντινά τουρλωτών ποπών), βρισκόμαστε στην παραλία. Ηλιος, θάλασσα, άμμος, τα γυναικεία χέρια χαϊδεύουν γυναικεία κορμιά με άλλοθι το αντηλιακό, τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν, ο Κεσίς δεν ενδιαφέρεται και τόσο ν' ακούσει. Η κάμερά του είναι απορροφημένη από το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει, χωρίς να λερωθεί από την άμμο, για να τραβήξει και πάλι τουρλωτούς ποπούς και ισχνά καλυμμένους καβάλους, σ' ένα εφηβικό σκάλωμα με το γυναικείο σώμα το οποίο δεν χορταίνει να εξερευνά και ν' αποτυπώνει σαν δειλή τσόντα. Κατ.
Το τρίτο μέρος διαρκεί περίπου το κεντρικό δίωρο της ταινίας. Κι εκτυλίσσεται όλο «στο κλαμπ». Οπου η '90ς ηλεκτρονική μουσική βαρά ασταμάτητα και, ενώ τ' αγόρια πίνουν και περιφέρονται στο περιθώριο, τα κορίτσια, όλα μαζί, σε δυάδες, σε γκρουπ, σε τρίο που είναι και το αγαπημένο φαντασιακό του σκηνοθέτη, ανεβαίνουν σε πίστα, τραπέζια, μπαρ, πιάνονται από τους στύλους και χορεύουν κάτι σαν τον πρόγονο του twerking. Προκειμένου να σείονται οι τουρλωτοί ποποί, ντυμένοι οριακά με μικροσκοπικά σορτσάκια κι ο Κεσίς να παθαίνει νευροκαβαλίκεμα ώσπου, και πάλι, να γείρει την κάμερά του έτσι ώστε να κάνει κοντινό του κωλομερίου με τράβελινγκ προς καβάλο. Ενώ αυτού του μέρους, το μεγαλύτερο κομμάτι, εκτυλίσσεται στην τουαλέτα, όπου η Οφελί κλείνεται με τον Εμέ για να της κάνει μια εκτεταμένη αιδοιολειξία, με εναλλαγές στάσεων και προοδευτική γύμνια της Οφελί (αλλά όχι του Εμέ γιατί ποιος νοιάζεται), σε φυσικό χρόνο μιας γυναίκας που τελειώνει αργά ή δεν πολυβολεύεται. Με αχόρταγα κοντινά στις λεπτομερείς κινήσεις της γλώσσας, των χεριών και της '90ς αποτρίχωσης με ξυραφάκι. Κι επιστροφή στους στύλους. Κατ.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος είναι σαν το κομμάτι της ντροπής που κανείς δεν κάνει δικό του. Μια κλεφτή ματιά, ξημέρωμα, στο κρεβάτι όπου κοιμάται ο Αμίν, σκεπασμένος με το σεντονάκι κι από πάνω του, μπρούμυτα (κοντινό στον τουρλωτό ποπό, πώς όχι;), η Σαρλότ. Ο Αμίν ξυπνά, σηκώνεται πάντα με το σεντονάκι, μην και δούμε κάτι αποκαλυπτικό αίφνης, κάτι γράφει και φεύγει. Η Σαρλότ ξυπνά (σ' ένα άλλο δωμάτιο; με άλλα σεντόνια; ή απλώς κακό ρακόρ;) και κοιτά έξω από το παράθυρο. Κατ και μαύρο. Ούτε τίτλοι, ούτε τίποτε, λες και κάποιος (το Φεστιβάλ) ζήτησε από τον Κεσίς να μικρύνει λίγο τη διάρκειά του κι αυτός διάλεξε πού να ρίξει το μαχαίρι.
Ο Αμπντελατίφ Κεσίς έχει μια γοητευτική αισθητική της επιθυμίας και της σάρκας, αυτό είναι δεδομένο. Με κάθε του νέο βήμα, ωστόσο, μοιάζει απλώς σαν ένας καλόγουστος λιγούρης της οθόνης. Αφήνοντας το ψυχαναλυτικό κομμάτι στο πλάι, το να δοκιμαστεί ένας αναγνωρισμένος σκηνοθέτης στο πορνό, είναι πάντα τολμηρό κι ενδιαφέρον. Βέβαια, εάν το «Intermezzo» διαγωνίζονταν για τα Hot d' Or, η κοινότητα της πορνοβιομηχανίας θα τον κατήγγειλε για σεξισμό. Τώρα, το μόνο που συμβαίνει είναι ότι ο Κεσίς εκτονώνει τις δικές του φαντασιώσεις, με το ισχυρό άλλοθι του μεγαλύτερου, καλλιτεχνικού προσανατολισμού κινηματογραφικού Φεστιβάλ του κόσμου. Για να συνεχίσει, με τον ίδιο τρόπο, οφθαλμοθηρικά και ξεδιάντροπα σοβινιστικά, στο τρίτο μέρος προσεχώς. Εκτός αν, στο μεταξύ, αποφασίσει να ξανακάνει σινεμά. Ή σεξ.