Οταν μια ταινία ξεκινάει με το απόσπασμα «Ο Θεός είναι το φως του Κόσμου» από το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, υποψιάζεται κανείς πολλά για τις φιλοδοξίες της.
Οταν αυτή η ταινία υπογράφεται από τον Αμπντελατίφ Κεσίς, σκηνοθέτη της «Ζωής της Αντέλ», γίνεται αμέσως κατανοητό ότι ο Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης είναι έτοιμος να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα μετά το τρίωρο έπος του για τη γυναικεία σεξουαλικότητα και το οδυνηρό πέρασμα στην ωριμότητα που του χάρισε το Χρυσό Φοίνικα και να στήσει ένα νέο πολύωρο χρονικό του λαβύρινθου και του χάους των διαπροσωπικών σχέσεων, αυτή τη φορά σε ακόμα μεγαλύτερο πλαίσιο.
Ο τίτλος άλλωστε ήταν από την αρχή ενδεικτικός των προθέσεων του: Μεκτούμπ σημαίνει πεπρωμένο στα αραβικά κι αυτό είναι το πρώτο τραγούδι (Canto Uno) της ιχνηλάτησης των αόρατων κλωστών που το υφαίνουν.
Είναι Αύγουστος του 1994 και ο νεαρός Αμίν επισκέπτεται τη γενέτειρά του, την παραλιακή πόλη Σετ στη Νότιο Γαλλία. Φοιτητής ιατρικής, την οποία έχει παρατήσει και δουλεύει ως σερβιτόρος, στο Παρίσι, σεναριογράφος και φωτογράφος, ο Αμίν είναι ένας παρατηρητής της ζωής, από εκείνους αρέσκονται στο να καταγράφουν τον κόσμο παρά να τον βιώνουν. Στον αντίποδα, η Οφελί, παιδική του φίλη, ρίχνεται στη ζωή με φόρα και πάθος, έτοιμη για την επόμενη ερωτική και μη εμπειρία. Ποτέ δεν γίνεται σαφές αν τους συνέδεε κάποτε μια ερωτική σχέση. Αντίθετα, η ταινία καταγράφει τις συναντήσεις μεταξύ τους και με ένα ολόκληρο σύμπαν από τους ανθρώπους που τους ενώνουν: τον Τόνι, ξάδερφο του Αμιν και γυναικοκατακτητή της περιοχής, με τον οποίο η Οφελί διατηρεί μυστικά ερωτική σχέση, αφού είναι αρραβωνιασμένη με έναν στρατιώτη που βρίκεται στο Ιράκ, τη Σελίν και τη Σαρλότ, δύο τουρίστριες με τις οποίες θα φλερτάρουν, τους γονείς του Τόνι και του Αμίν, οι οποίοι διατηρούν ένα παραδοσιακό εστιατόριο στην περιοχή, φίλους, γνωστούς και διάφορους άλλους συγγενείς, που όλοι μαζί στήνουν ένα γαϊτανάκι σχέσεων κι επαφών, που μοιάζει κυριολεκτικά ατέρμονο.
Εκεί όμως έγκειται η δύναμη και η γοητεία του σινεμά του Κεσίς, ο οποίος καταφέρνει να ενορχηστρώσει όλη αυτή την ασταμάτητη παρέλαση ηρώων και χαρακτήρων, κεντρικών ή περιφερειακών, με το γνώριμο νατουραλιστικό του ύφος, το οποίο μοιάζει αυτοσχεδιαστικό, αλλά είναι αποτέλεσμα πολύμηνων προετοιμασιών. Η κάμερα μοιάζει να χορευει ανάμεσα στα πρόσωπα και τα σώματα, τα οποία με τη σειρά τους χορεύουν, κάνουν έρωτα, κολυμπούν, τρώνε κι αγγίζονται με μια αβάσταχτη ελαφρότητα, το ίδιο ανέμελα κι απερίσκεπτα όσο το καλοκαίρι που περνά και χάνται. Αυτή η αποτύπωση της joie de vivre που καταφέρνει να αποτυπώσει τόσο μαεστρικά ο Κεσίς είναι που κάνει την ταινία τόσο αισθαντική και της προσδίδει τόση σωματικότητα.
Θυμίζοντας Ερίκ Ρομέρ και Ρόμπερτ Αλτμαν ταυτόχρονα, ο Κεσίς στήνει ένα σύμπαν φτιαγμένο από ήλιο, θάλασσα κι αλμύρα, φωτογενές όσο οι πανέμορφοι πρωταγωνιστές και κυρίως οι πρωταγωνίστριες του, με ιδιαίτερη έμφαση στην όλο φωτιά και όλο φλόγα Οφελί Μπο, η οποία με τη χυμώδη παρουσία της είναι η αποκάλυψη της ταινίας.
Είναι όμως αυτή η εμμονή κυρίως με τα κάλλη του γυναικείου σωματός που προκαλεί αντιδράσεις, κυρίως ως προς το κατά πόσο είναι σεξιστική η ματιά του, με αλλεπάλληλα πλάνα γυναικών που θωπεύονται ή κάνουν twerking στις παραλιακές ντισκοτέκ, ενώ όσοι κατηγορούσαν ήδη από την προηγούμενη ταινία του τον Κεσίς για σεξισμό, εδώ θα αισθανθούν δικαιωμένοι με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι γυναίκες, ως πιθανές κατακτήσεις ή ως ερωτικά αντικείμενα. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνούμε από την άλλη, ότι ο Κεσίς ενδιαφέρεται να αποδώσει το πανηδονιστικό κλίμα ενός καλοκαιριού σε ένα τουριστικό θέρετρο, επομένως όλες οι γυμνές και (υποτιθέμενα) υποβιβαστικές λήψεις του γυναικείου σώματος, εντάσσονται σ’ αυτό το κλίμα και δεν αντικατοπτρίζουν τίποτε άλλο παρά την οπτική γωνία των αντρών της ταινίας.
Με την ίδια φιλοδοξία και την αμετροέπεια με την οποία ένας κλασικός Γάλλος συγγραφέας θα ξεκινούσε μια πολυσέλιδη τοιχογραφία των ερωτικών ηθών του 19ου αιώνα, ο Αμπντελατίφ Κεσίς συνθέτει το πρώτο εντυπωσιακό κεφάλαιο του magnum opus του, το οποίο δείχνει ήδη ικανό να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στις κορυφαίες δουλειές του, προς το παρόν ωστόσο μοιάζει ως ένα work in progress, χωρίς ακόμα σαφή προσανατολισμό, όπως όλοι οι χαρακτήρες του. Ακόμα κι έτσι, όμως, διατηρεί αλώβητη τη γοητεία του και μας κάνει να ανυπομονούμε για το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας του, το οποίο φημολογείται έντονα πως θα κάνει την πρεμιέρα του σε λίγες εβδομάδες στις Κάννες.