Buzz

Γιώργος Λάνθιμος: «Αν δεν έχω final cut σε μια ταινία, προτιμώ να κάνω κάτι άλλο. Ή κάποιο άλλο επάγγελμα!»

of 10

Το Flix παρακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Γιώργος Λάνθιμος και, βγαίνοντας, είδε γεμάτη χρώματα τη συννεφιασμένη Αθήνα.

Γιώργος Λάνθιμος: «Αν δεν έχω final cut σε μια ταινία, προτιμώ να κάνω κάτι άλλο. Ή κάποιο άλλο επάγγελμα!»
φωτογραφίες @papadakispress

Πιθανότατα μπορεί κανείς να διακρίνει μια αναλογία ανάμεσα στον Γκόντγουιν Μπάξτερ, τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε στο «Poor Things» και τον ίδιο τον Γιώργο Λάνθιμο, ή και κάθε δημιουργό που δίνει ζωή σε κάτι μεγαλύτερο, πιο απρόβλεπτο, δυναμικό και σπουδαίο απ' ό,τι ίσως θα τολμούσε να ελπίσει. Ο Γιώργος Λάνθιμος προχωρά με άλματα στην περιοχή των μεγαλύτερων δημιουργών της εποχής μας, με μια ακόμη αριστουργηματική, αψεγάδιαστη ταινία.

Ετσι γράφαμε στο Flix από το Φεστιβάλ Βενετίας, όπου το «Poor Things» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του και κορύφωσε τα πρώτα του βήματα κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Poor Things»

Η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου έρχεται στους κινηματογράφους την 1η Ιανουαρίου 2024 από τη Feelgood Entertainment, συναρπαστικό ποδαρικό στη χρονιά: όχι μόνο την κινηματογραφική, αλλά και την υπαρξιακή και την κοινωνική. Η (βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλασντερ Γκρέι) ιστορία τής Μπέλα Μπάξτερ, του κοριτσιού που «δημιούργησε» ο διάσημος χειρουργός Γκόντγουιν Μπάξτερ (χαϊδευτικό, Γκοντ!) και που εγκαταλείπει το χρυσό κλουβί του σπιτιού της για ν' ανακαλύψει τον κόσμο, το σεξ, τον εαυτό της, τη γυναίκα στην οποία εξελίσσεται, είναι ταυτόχρονα ούλτρα διασκεδαστική, αισθητικά φαντασμαγορική, ένα ιδιόρρυθμο κι αξιολάτρευτο λάβαρο γυναικείας χειραφέτησης, έτοιμο για όλα τα βραβεία και με μια υπερβατική ερμηνεία από την Εμα Στόουν.

Διαβάστε ακόμη: Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι σίγουρος πως «οι ταινίες θα έπρεπε να έχουν πολύ περισσότερο σεξ!»

Η πρωταγωνίστρια της ταινίας δεν ήρθε, όπως ήταν προγραμματισμένο, στην Αθήνα, όμως ο Γιώργος Λάνθιμος μίλησε, πρωί συννεφιασμένης Κυριακής στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, με συντονιστή τον Γιώργο Κρασσακόπουλο, στους δημοσιογράφους, για το «Poor Things» και το μεγαλείο τής δημιουργικής ελευθερίας. Διαβάστε παρακάτω.


poor things

Για τη σχέση του δημιουργού με το δημιούργημά του, της Μπέλα με τον Γκοντ, του ίδιου με τις ταινίες του

Νομίζω ότι, ακριβώς, ο σκοπός που φτιάχνουμε τις ταινίες είναι να γίνονται κτήμα του κόσμου κι εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να τις φτιάξω όσο πιο ανοιχτές γίνεται ώστε οι διαφορετικοί άνθρωποι που έρχονται από διαφορετικές κοινωνικές και προσωπικές εμπειρίες να μπορούν να προσεγγίζουν τη δική τους προσωπική εμπειρία σ' αυτό που βλέπουν. Να μην είναι, δηλαδή, μια μονοδιάστατη εμπειρία για όλους η ταινία, αλλά να έχει διαφορετικές ερμηνείες και αίσθηση για κάθε διαφορετικό άνθρωπο που τη βλέπει.

Αγχώνεται για το πώς η κάθε ταινία του θα διαβαστεί από το κοινό;

Πάρα πολλά πράγματα διαπιστώνω από τις κρίσεις των άλλων. Δεν μπαίνω πολύ συχνά στη διαδικασία να αναλύω τι είναι αυτό που λέει η ταινία ή τι θέλω ή μ’ ένδιαφέρει εμένα να πω στην ταινία. Προσπαθώ - κι αυτό παρεξηγείται καμιά φορά - να μη δίνω ερμηνείες, γιατί περιορίζω τις ερμηνείες των άλλων. Η δική μου είναι η μία όψη, οι άλλοι μπορεί να δουν πολύ περισσότερα κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Υπάρχουν πράγματα που είναι πιο προφανή, άλλα για λιγότερους ανθρώπους να τα καταλάβουν ή να τα προβάλουν. Επίσης έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου νιώθω ότι είναι πολύ απίθανο αυτό που σκέφτεται κάποιος να υπάρχει στην ταινία, αλλά αυτή είναι η δική του προβολή και λέει περισσότερα για τον εκάστοτε άνθρωπο, παρά για την ταινία.

Για το ότι, ενώ το «Poor Things» ξεκίνησε ως μια ανεξάρτητη ταινία της Element, κατέληξε ν' ανήκει στο στούντιο της Disney

Για όλη τη δημιουργική ομάδα δεν άλλαξε ποτέ κάτι. Με τη Searchlight είχαμε κάνει και την «Ευνοούμενη» και αλλά και την επόμενη ταινία που έχουμε γυρίσει κι είναι στο μοντάζ τώρα, που λέγεται «Kinds of Kindness». Οπότε κατ’ αρχάς υπήρχε μια καθιερωμένη συνεργασία με τη Searchlight, δεν άλλαξε ποτέ τίποτα. Στην ουσία έκανε τη χρηματοδότηση της ταινίας, κι από εκεί και πέρα η διαδικασία ήταν όπως τιας άλλες φορές. Εχω final cut στις ταινίες που κάνω, οπότε φυσικά ακούς τις απόψεις των συνεργατών, αλλά το δημιουργικό κομμάτι είμαι απόλυτα ελεύθερος να το διαχειριστώ όπως νομίζω.

Στο βιβλίο του Αλασντερ Γκρέι, όπου βασίζεται η ταινία, δεν είναι τόσο πρωταγωνιστική η κατασκευή των κόσμων της κάθε πόλης όπου ταξιδεύει η Μπέλα - ποιες ήταν οι αναφορές σας, τι σας οδήγησε σ' αυτές τις εικόνες;

Στο βιβλίο του Αλασντερ Γκρέι υπάρχει μία διαφορά, που έγκειται στο ότι η ιστορία τής Μπέλα Μπάξτερ δεν περιγράφεται με τα δικά της λόγια αλλά μέσα από την οπτική διαφόρων άλλων χαρακτήρων. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα εγώ το βιβλίο και σκέφτηκα να το κάνω ταινία, ήθελα να βάλω την Μπέλα Μπάξτερ στο κέντρο και να δημιουργήσουμε την ταινία ως τη δική της ιστορία. Ενώ το βιβλίο είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση της βικτωριανής εποχής, μ’ έκανε να σκεφτώ άμεσα ότι θα ήταν πιο ενδιαφέρον να φτιαχτεί ένας κόσμος που υποστηρίζει αυτή την επιλογή και αντικατοπτρίζει το πώς η Μπέλα Μπάξτερ έρχεται σ’ επαφή με όλο αυτό τον καινούριο κόσμο μέσα στον οποίο ταξιδεύει. Κι ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να φτιαχτούν οι πόλεις, το σπίτι της, το πλοίο όπου ταξιδεύει, στο στούντιο, με παραδοσιακές, παλιές κινηματογραφικές τεχνικές, να χτιστούν τα σκηνικά κι όχι ν' αποδοθούν με ψηφιακά εφέ. Χρησιμοποιήσαμε φυσικά και εφέ για να συμπληρώσουμε αυτό που είχαμε φτιάξει, για παράδειγμα επειδή στην ταινία γυρίσαμε με πολύ ευρυγώνιους φακούς, προκύπτει μια τεράστια οπτική, μεγαλύτερη από το κάθε σκηνικό, οπότε χρειάστηκε στις άκρες να προσθέσουμε στα σκηνικά που είχαν κατασκευαστεί, αλλά να προσθέσουμε πράγματα που εμείς είχαμε φτιάξει, κινηματογραφήσει, ζωγραφήσει. Τίποτα δεν έχει φτιαχτεί από το μηδέν ως ψηφιακό εφέ.

Για το πώς η ενδυματολογία τής Χόλι Γουάντινγκτον ενίσχυσε τη δραματουργία της ταινίας.

Το αστείο είναι πως σ’ αυτή εδώ την αίθουσα όπου βρισκόμαστε, στη Μεγάλη Βρετάνια, έγινε το πρώτο φίτινγκ που κάναμε με την Εμα και τη Χόλι, ήταν η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε και δοκιμάσαμε κάποια ρούχα. Τα ρούχα της ταινίας ήταν μια μεγάλη διαδικασία, όπως και η κατασκευή και ο σχεδιασμός των σκηνικών, ξεκίνησε την ίδια περίοδο, αρκετά πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, όπως πάντα με συζητήσεις του πώς θα μπορούσαν να είναι, να υπάρξει μία συνέχεια και συνέπεια με τον κόσμο που δημιουργούμε. Στην αρχή είχα κάποιες ιδέες, ότι όπως και ο κόσμος στην ταινία έχει αυτή την αίσθης ενός κατασκευασμένου σκηνικού, και τα ρούχα θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο γλυπτικά, όμως δεν άφηναν ελευθερία στους ηθοποιούς, οπότε μετά αρχίσαμε να επικεντρωνόμαστε σε υφές και σχήματα που είχαν τη βάση τους στην περίοδο που αναπαριστούσαμε (αλλά και στοιχεία τελείως αυθαίρετα σε σχέση με την εποχή) και σιγά-σιγά τα συνδέαμε με θέματα και στοιχεία της ταινίας. Από εκεί και πέρα η Χόλι ήταν εξαιρετικά δημιουργική και δοκιμάζοντας πολλά πράγματα, έδωσε στα κοστούμια και νοηματική συνάφεια με την ιστορία της ταινίας. Για παράδειγμα η Μπέλα φορά το αδιάβροχο από λάτεξ, που είναι πολύ ωραίο και μοιάζει όντως με προφυλακτικό, όταν ξεκινά να δουλεύει στον οίκο ανοχής στο Παρίσι. Υπήρχε η «vagina blouse» που φορούσε στην αρχή στο σπίτι. Διάφορα τέτοια στοιχεία τα οποία αντικατόπτριζαν τι περνάει εκείνη τη στιγμή της ταινίας ο χαρακτήρας. Και μετά το άλλο όντως μεγάλο και σημαντικό κομμάτι ήταν πώς τα στοιχεία των κοστουμιών - κι έπαιξε πολύ ρόλο κι η Εμα σ’ αυτό - συνδυάζονται με την εξέλιξη του χαρακτήρα τής Μπέλα. Δηλαδή όταν η Μπέλα πάει ταξίδι, βάζει μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα, αλλά δεν την ντύνει πλέον η κυρία Πριμ, γι’ αυτό και βγαίνει έξω με ένα σακάκι και το βρακί της. Μέχρι που αρχίζει να γίνεται πιο συγκροτημένη, αλλά ακόμα και στο Παρίσι, όταν παρακολουθεί διαλέξεις ιατρικής στο Πανεπιστήμιο, φαίνεται σαν να είναι κανονικά ντυμένη αλλά ουσιαστικά φοράει ένα παλτό χωρίς φούστα. Ωσπου γυρνάει στο σπίτι της στο Λονδίνο, πιο συμβατικά ντυμένη αλλά και πάλι για την εποχή όχι. Οπότε ο σκοπός ήταν μία θεωρητική προσέγγιση και για τους χαρακτήρες και την εξέλιξή τους, αλλά και να δοκιμάζεις και να βλέπεις πώς λειτουργούν, είτε αντιθετικά, είτε ενισχύοντας όσα συμβαίνουν.

poor things

Για τη μουσική, που πρώτη φορά σε ταινία του είναι πρωτότυπη

Η μουσική είναι ένα άλλο ενδιαφέρον κομμάτι. Οντως χρησιμοποίησα για πρώτη φορά πρωτότυπη μουσική. Πάντα προσπαθούσα να το κάνω αλλά ψάχνω πάρα πολύ τη μουσική στη διάρκεια του μοντάζ: βρίσκω κομμάτια και μοντάρω με αυτά και ήταν πάρα πολύ συγκεκριμένη η ισορροπία του τόνου με την οποία δημιουργούσα στη διάρκεια του μοντάζ και σχεδόν αδύνατο να έρθει ένας συνθέτης να κάνει κάτι άλλο και να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο. Ακουσα το πρώτο άλμπουν του Τζέρσκιν Φέντριξ κι ενστικτωδώς σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει το πώς κάνει μουσική με το πώς κάνω ταινίες, χωρίς αυτό να έχει βάση. Αποφασίσαμε να ξεκινήσει να γράφει μουσική πριν καν αρχίσουμε το γύρισμα, ώστε στο μοντάζ να έχω ήδη έτοιμη μουσική να χρησιμοποιήσω, όπως έκανα και παλιά. Εγινε επίσης μ' έναν ενστικτώδη τρόπο, συζητήσαμε πολύ λίγο, άρχισε να μου στέλνει κομμμάτια κι εγώ αντιδρούσα τελείως θεωρητικά. Είχαμε μιλήσει, του είχα δείξει την εικαστική έρευνα και με βάση αυτά έγραφε. Κι έλεγα, «αυτού του είδους οι ήχοι μου φαίνεται ότι ταιριάζουν περισσότερο». Μετά, «νιώθω ότι χρειαζόμαστε κάτι πολύ πιο ρομαντικό». «Τώρα νομίζω αυτό που δεν έχουμε είναι κάτι πιο γρήγορο», ΟΚ, έγραφε κάτι τέτοιο. Και φτάσαμε αρκετά πριν το γύρισμα να έχω μια βιβλιοθήκη από εξαιρετική δική του μουσική, πρωτότυπη, ήδη σ’ ένα επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό: το 95% της μουσικής που ακούγεται στην ταινία είναι αυτή που έγραψε τότε. Μετά τη μόνταρα εγώ κάπως άκομψα για να ταιριάξει στις σκηνές κι αυτός την έφτιαχνε σωστά. Συνεργαζόμαστε και στην επόμενη ταινία και το κάνουμε με τον ίδιο τρόπο.

Για τη δουλειά με τους ηθοποιούς

Θ’ ακουστεί πάλι παράξενο αλλά δεν τους λέω τίποτα. Δεν αναλύουμε χαρακτήρες, είδος ερμηνειών, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε με τους ηθοποιούς είναι πολύ πρακτικός και σωματικός. Κατ’ αρχάς υπάρχει ένα σενάριο το οποίο, όπως το αντιλαμβάνομαι, έχει ένα πολύ έντονο χαρακτήρα και συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και δουλεύουμε με τους ηθοποιούς που θεωρώ ότι το αντιλαμβάνονται. Μετά μπαίνουμε σε μία διαδικασία να δουλέψουμε σωματικά και ενστικτωδώς πάλι, κατά την οποία κάνουμε διάφορες ασκήσεις, θεατρικές, σωματικές, όπου αν οι ηθοποιοί δεν γνωρίζονται ήδη, έρχονται κοντά κι αισθάνονται πολύ άνετα ο ένας με τον άλλον και κάνουμε πρόβες χωρίς να προσπαθούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το πώς θα είναι η ερμηνεία τους τη στιγμή που θα κινηματογραφήσουμε. Χρησιμοποιούμε το κείμενο στη διάρκεια των παιχνιδιών και γίνεται δεύτερη φύση τους αλλά όχι με ορθολογικό τρόπο. Οπότε υπάρχει μία μνήμη που δημιουργείται σε σχέση με το κείμενο και τα σώματα του ενός με του άλλου. Και μετά έχει να κάνει με τους ηθοποιούς, που είναι εξαιρετικοί και αντιλαμβάνονται τις διάφορες υφές που έχει κάθε σκηνή και την εξέλιξη του χαρκατηήρα τους. Συνειδητά προσπαθώ να μην τα συζητάμε πολυ γιατί με το να μην ξέρω ακριβώς τι σκέφτονται για το χαρακτήρα τους ή για μια σκηνή οι ίδιοι, αποκτώ μια απόσταση απ’ αυτό που βλέπω μπροστά μου και κρίνω λίγο καλύτερα αν αυτό που βλέπω μ’ αρέσει ή όχι. Αν το είχαμε συζητήσει, συμφωνήσει, θα διέκρινα πιο δύσκολα.

Στο ταξίδι της Μπέλα αναφέρεται η Αθήνα, αλλά δεν υπάρχει στην ταινία

Η Αθήνα δεν ήταν ποτέ τεράστιο κομμάτι, εμφανιζόταν άλλη μία στιγμή σε μία κάρτα που έστελνε η Μπέλα στον Γκόντουγουιν και τον Μαξ, που έλεγε God, the Parthenon is still broken. Ηταν ένα μικρό κομμάτι το οποίο κόπηκε.

Για το εάν το «Poor Things» θα μπορούσε να έχει γυριστεί στην Ελλάδα - και το εάν πήρε σωστή απόφαση να φύγει.

Το «Poor Things» δεν θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, όχι. Είναι δυο διαφορετικά κομμάτια, το ένα είναι η χρηματοδότηση, το άλλο είναι πρακτικά πού θα γυριζόταν. Οταν ψάχναμε μέρος για να κάνουμε το γύρισμα και καταλήξαμε στη Βουδαπέστη, όλες οι επιλογές ήταν ανοιχτές, ακόμα και η Ελλάδα, αλλά άμεσα αποκλείστηκε γιατί εδώ δεν υπάρχουν στούντιο. Ούτε η τεχνική γνώση και η εμπειρία της κατασκευής τέτοιου επιπέδου σκηνικών υπάρχει. Μετά ήταν θέμα το πού θα βρεθούν τα μεγαλύτερα στούντιο, η Ουγγαρία έχει και τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και μία παράδοση στην κατασκευή σκηνικών. Ο λόγος που η ταινία ήταν δύσκολο να γίνει παλιότερα, έχει να κάνει με τις εποχές. Πριν από δέκα χρόνια δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον για τον κόσμο του σινεμά ή γενικότερα, δεν θα το μάθουμε ποτέ, μία τέτοια ιστορία. Φαινόταν και παράξενη και όχι τόσο ενδιαφέρουσα. Νομίζω άλλαξαν οι εποχές και καταφέραμε σιγά σιγά κι από τη στιγμή που κι εγώ έκανα κάποιες ταινίες μεγαλύτερου μεγέθους στα αγγλικά (γιατί όταν διάβασα το βιβλίο μόλις είχα τελειώσει τις «Αλπεις»), οπότε δεν είχα κάνει καν μία ταινία στα αγγλικά. Οπότε πρότεινα το σχέδια και συνήθως μου έλεγα, όχι αυτό, μήπως κάτι άλλο; Αλλά αυτή ήταν η αντίδραση για ό,τι έκανα όλ’ αυτά τα χρόνια, όπως και για τον «Αστακό». Οτι έφυγα από την Ελλάδα ήταν πολύ σημαντικό γιατί έγιναν τα πρώτα βήματα για να γίνουν αυτές οι πρώτες ταινίες, αλλά με δυσκολία, ήμασταν αρκετά αφελείς. Εκείνη την εποχή μου έλεγαν, «καταπληκτικός ο "Κυνόδοντας"...» αλλά αυτό που ζητούσαν ήταν «κάτι λίγο πιο mainstream που επειδή είσαι Ευρωπαίος θα είναι λίγο πιο ενδιαφέρον». Ηταν δύσκολο αλλά τα καταφέραμε μ’ ένα τρόπο – από τη στιγμή που ξεκίνησε αυτό το πράγμα δεν έχει τόση σημασία το πού βρίσκεσαι, στην αρχή ναι, ήταν πάρα πολύ σημαντικό, αυτή τη στιγμή νομίζω δεν παίζει τόσο ρόλο το πού βρίσκομαι.

Το γεγονός ότι, πλέον, μπορεί να κάνει τις ταινίες που θέλει και με τον τρόπου που θέλει, φέρνει επιπλέον άγχος ή μεγαλύτερη ελευθερία;

Το άγχος πάντα υπάρχει, νομίζω στην αρχή υπήρχε μεγαλύτερη αφέλεια. Από την άλλη πάντα έκανα τις ταινίες που ήθελα να κάνω, απλώς στην αρχή δεν είχαμε χρηματική υποστήριξη. Κάναμε αυτό που θέλαμε, απλώς δεν είχαμε τα μέσα να το κάνουμε ακριβώς έτσι όπως θέλαμε. Το περίεργο είναι ότι παρόλο που τα μπάτζετ μεγαλώνουν, πάντα σχεδιάζεις την ταινία μ' έναν τρόπο, γίνεται μία κοστολόγηση κι όταν φτάνεις να κάνεις την ταινία ποτέ δεν είναι τα χρήματα αρκετά και πάντα υπάρχει ένας αγώνας για να την κάνεις. Το final cut και η δημιουργική ελευθερία για μένα είναι απαραίτητο και κλειδί σε όλ' αυτά. Δηλαδή δεν νομίζω ότι θα έκανα ταινίες αν μου έλεγε κάποιος, «ναι, μπορείς να την κάνεις αλλά δεν μπορείς να έχεις το final cut, θα το συζητήσουμε μετά.» Και ήδη έχω αρνηθεί πολλές φορές να κάνω τέτοιου είδους ταινίες ή τις δικές μου με χρηματοδότηση η οποία δεν μου εξασφαλίζει το final cut. Προτιμώ να περιμένω, προτιμώ να κάνω κάτι άλλο. Ή κάποιο άλλο επάγγελμα.

Το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου βγαίνει στους κινηματογράφους την 1η Ιανουαρίου 2024 από τη Feelgood Entertainment

Διαβάστε και δείτε ακόμη: