H Bασίλισσα Αννα υπήρξε η πρώτη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας (του Ηνωμένου Βασιλείου Αγγλίας, Σκωτίας, Ιρλανδίας) στις αρχές του 18ου αιώνα. Εχοντας πάντα πολύ εύθραυστη σωματική και ψυχική υγεία, μετά από 17 εγκυμοσύνες που κατέληξαν σε αποβολές και τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, η Αννα κατέληξε από τα 30 της χρόνια γερασμένη, κακοφορμισμένη (ακόμα και ιστορικές πηγές την αποκαλούν «χοντρή κι άσχημη»), εξαιρετικά ανασφαλής και μόνη. Η σωματική της φθορά τής προκάλεσε μεγάλη ανασφάλεια και την έκανε ιδιαίτερα ευάλωτη στους κύκλους του παλατιού. Η εξουσία έλκει καλοθελητές και η Βασίλισσα Αννα πάντα επηρεαζόταν από τους αυλοκόλακές της. Τους, κατά περιόδους, «ευνοούμενούς» της. Μία ισχυρή τέτοια φιγούρα ήταν αυτή της Σάρα Τσόρτσιλ, Δούκισσας του Μπάρλμπορο, επιστήθιας φίλης και ανεπίσημης πολιτικής συμβούλου της Βασίλισσας. Γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες, τα μυστικά και τα πάθη της Αννας, η Δούκισσα κρατούσε με μαεστρία και υστεροβουλία τα κλειδιά της κρεβατοκάμαρας και της καρδιάς της. Μέχρι που στο παλάτι καταφθάνει η Αμπιγκεϊλ, μακρινή της ξαδέλφη, μία ξεπεσμένη νεαρή αριστοκράτισσα με δαιμόνιο μυαλό και φιλόδοξα σχέδια. Και τότε ξεκινά ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού: οι δύο γυναίκες βουτούν σε μία παραπολιτική, σκοτεινή κόντρα για την αγάπη και την εύνοια της Αννας, χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια, χωρίς έλεος. Ποια θα κερδίσει τον τίτλο της «Ευνοούμενης» της Βασίλισσας;
Μία ιστορία χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια και χωρίς έλεος είναι σίγουρα μία ιστορία που ανήκει στο κινηματογραφικό σύμπαν του Γιώργου Λάνθιμου. Κι όμως: για πρώτη φορά ο ίδιος δεν συνυπογράφει το σενάριο (τουλάχιστον επισήμως) και, επίσης, δεν συνεργάζεται με τον μέχρι τώρα πιστό του σεναριογράφο, Ευθύμη Φιλίππου.
Με την «Ευνοούμενη», ο Λάνθιμος βασίζεται στο βλέμμα των σεναριογράφων Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα για να σκηνοθετήσει μία «πειραγμένη» ταινία εποχής - μία πανέξυπνη, καυστική και σε στιγμές γκροτέσκ κωμωδία για τις ανασφάλειες της ανθρώπινης φύσης, το ανελέητο κυνήγι της εξουσίας, και το πώς όλα αυτά ερωτοτροπούν σ' έναν αέναο φαύλο κύκλο μηχανορραφίας και χυδαιότητας. Αλλά και γέλιου. Γιατί υπάρχει κάτι σκοτεινά κωμικό στην αμετροέπεια της εξουσίας. Κάτι τραγικά γελοίο στα όρια όπου φτάνει ο άνθρωπος για να νικήσει τον ανταγωνισμό. Κάτι θλιμμένα σαρκαστικό στην ανάγκη όλων μας για αποδοχή, εκτίμηση, αγάπη.
Μετά το «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού», είναι προφανές ότι ο Λάνθιμος ξεφεύγει από τη φόρμα με την οποία μάς πρωτοσυστήθηκε. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι το σινεμά του σταματά να είναι «weird» και μοναδικό, η υπογραφή του σαφής και ξεκάθαρη. Ομως, ο ίδιος τολμά και εξελίσσεται. Ο φακός του ανοίγει (εδώ και κυριολεκτικά με εκτενή χρήση ευρυγώνιων, fish-bowl πλάνων), η κινηματογραφική του γλώσσα χαλαρώνει, ρισκάρει με σλάπστικ χιούμορ, παίζει με τη χρήση του ήχου και της μουσικής. Ναι, οι ιστορίες του παραμένουν σκοτεινές και δυσοίωνες, αλλά ταυτόχρονα μεταμορφώνονται σε κάτι πιο ανοιχτό, περισσότερο οικείο, πολύ πιο φιλόξενο για το ευρύ κοινό. Ακόμα και η ανατομία που κάνει στην ανθρώπινη φύση, τώρα μοιάζει πιο ώριμη, πιο ενήλικη – αν συγκρίναμε την εκκίνηση της καριέρας του με Τρίερ και Χάνεκε, η «Ευνοούμενη» παραπέμπει, σαφέστατα, σε Κιούμπρικ. Προσέξτε, για παράδειγμα, τι κάνει με τη γεωμετρία των χώρων. Τεράστια παλάτια, πελώρια δωμάτια, ελάχιστοι οι ευνοούμενοι που τα κατοικούν - μία σαφής τοποθέτηση της κάμερας απέναντι στον παραλογισμό του 1% της εξουσίας.
Ναι, μπορεί σε άλλες ταινίες να ψάχνουμε την καρδιά, στο σινεμά του Λάνθιμου όμως υπερισχύει πάντα ο εγκέφαλος. Η «Ευνοούμενη» είναι ευφυέστατα σχεδιασμένη - σαν μία παρτίδα σκάκι όπου η Βασίλισσα και οι δύο θηλυκοί αξιωματικοί της θα μας παρασύρουν στο σασπένς του τελικού ματ. Εκείνος είναι ο Βασιλιάς (και το δικό του χέρι μετακινεί τα πιόνια), όμως, σε μια εποχή όπου συνδιαλεγόμαστε για κινηματογραφικό φεμινισμό, ο Λάνθιμος κάνει την πιο φεμινιστική τοποθέτηση από όλους: δεν χαρίζεται στις γυναίκες του, δεν τις καλοπιάνει, αλλά τις τοποθετεί στο κέντρο του φακού του και τις εμπιστεύεται να μας πουν οι ίδιες την ιστορία τους. Αυτόφωτα γοητευτικές - σύνθετες, σαρδόνιες, υπέροχες, απεχθείς, εύθραυστες, απάνθρωπες, ανελέητες, πονεμένες, εφιαλτικές, larger-than-life. Αστείες.
Η Εμα Στόουν είναι υπέροχη σ' έναν ρισκέ ρόλο που τη θέλει πολύ διαφορετική, τσαλακωμένη, τολμηρά «βρώμικη». Η Ρέιτσελ Βάις στέκεται ισοδύναμα δίπλα της και παραδίδει μία κόντρα-ερμηνεία από τον «Αστακό» - βγάζει μία «αρσενική» σχεδόν ενέργεια, μία σατανικά δυναμική περσόνα, έναν πρωτοφανή τσαμπουκά. Η συγκλονιστική ηθοποιός της ταινίας όμως (δίκαια τα περισσότερα μέχρι στιγμής βραβεία και μακάρι και το Οσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου) είναι αναμφίβολα η Ολίβια Κόλμαν. Ερμηνεύει τη Βασίλισσα Αννα με μία αφοπλιστική γκάμα εκφραστικών μέσων: τη γυναικεία ανασφάλεια, την ασχήμια, την αρρώστια με μια αξιολάτρευτη παιδικότητα. Τη ζήλια, την τοξικότητα, την κατάχρηση εξουσίας, με αφοπλιστική κακία. Μία γυναίκα που μπορεί να κλάψει ή να σε αποκεφαλίσει με το ίδιο βλέμμα.
Μία παραμορφωμένη καυστική ματιά στην ιστορία της βρετανικής βασιλείας – στα καπρίτσια των λίγων και την επιρροή τους στο μέλλον των λαών. Μία σαρκαστική διατριβή στη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Μαθήματα βρετανικής ιστορίας με μία «Ολα για την Εύα» διάσταση – αυτή είναι η πρώτη κωμωδία εποχής του Γιώργου Λάνθιμου. Και του πάει πολύ.