Φεστιβάλ / Βραβεία

Πέδρο Αλμοδόβαρ: «Ο Φράνκεσταϊν θα ήταν καλοδεχούμενος στο τραπέζι μου»

of 10

O Πέδρο Αλμοδόβαρ, πλαισιωμένος από τους πρωταγωνιστές του (Αντόνιο Μπαντέρας, Ελενα Ανάγια, Μαρίζα Περέδες, Γιαν Κορνέτ) και τον αδελφό και παραγωγό του Αγκουστίν, μίλησε στους δημοσιογράφους του φεστιβάλ Καννών, αμέσως μετά τη δημοσιογραφική προβολή του «La Piel Que Habito».

Πέδρο Αλμοδόβαρ: «Ο Φράνκεσταϊν θα ήταν καλοδεχούμενος στο τραπέζι μου»
«Επιστρέφοντας στον Αλμοδόβαρ, επέστρεψα στις ρίζες, στην πατρίδα, στο σπίτι μου.» Αντόνιο Μπαντέρας

Οπως πάντα: γλυκός, χειμαρρώδης, επικοινωνιακός. Ο Αλμοδόβαρ μιλούσε ασταμάτητα με το πάθος του ανθρώπου που αγαπά το σινεμά, κι όχι μόνο το δικό του, που αγαπά τους ανθρώπους, κι όχι μόνο τους ήρωές του.

Ασχολείται πρώτη φορά με καθαρόαιμη ταινία τρόμου

Δεν έκανα ποτέ κάτι «καθαρόαιμα». Δεν αντιμετωπίζω τα είδη στο σινεμά ως κάτι ξεκάθαρο, τα ανακατεύω, τα προσαρμόζω στο δικό μου στιλ. Δεν είμαστε και στο 50 όπου οι κινηματογραφιστές δήλωναν το είδος τους. Ομως, ναι, εδώ καταπιάνομαι με το θρίλερ. Ισως γιατί αυτό είναι η ζωή μου αυτή την εποχή. Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου έκανα ταινίες που το κεντρικό τους ύφος αντιπροσώπευε τι ζούσα στην πραγματικότητα: κωμωδίες, μελοδράματα. Τώρα βρίσκομαι στη θρίλερ φάση μου. Ομως το θρίλερ είναι επίσης ένα είδος που σου δίνει τη δυνατότητα να εισάγεις πάρα πολλές άλλες θεματικές και φόρμες. Οταν βρισκόμουν στην αρχή της προπαραγωγής του «La Piel Que Habito», γοητευμένος από τα βουβά ασπρόμαυρα θρίλερ του Φριτς Λανγκ, σκεφτόμουν μήπως γυρίσω την ταινία έτσι. Δεν το είχα πει σε κανέναν, αλλά το σκεφτόμουν σοβαρά. Μετά αποφάσισα να προσαρμόσω τα πάντα στο δικό μου στυλ. Σχεδίασα όμως το σετ μου με τρόπο που να θυμίζει ταινίες του Φριτς Λανγκ. Και οι ταινίες του Λανγκ όμως ήταν κάτι παραπάνω από «θρίλερ.» Η ταινία μου, πάνω και πέρα από όλα, είναι μία ταινία επιβίωσης. Δεν είναι απλά θρίλερ – ήθελα το σασπένς και την αγωνία, αλλά όχι το gore, το αίμα. Δεν μου αρέσει η βιαιότητα στο σινεμά.

••«Tarantula» του Τιερί Ζονκέ, το βιβλίο στο οποίο στηρίχτηκε..**.

Διάδασα το μυθιστόρημα πριν από 10 χρόνια και το διάβασα πολύ γρήγορα – είναι από αυτά τα βιβλία που τα τελειώνει κανείς σε μια πτήση. Οταν αποφάσισα να κάνω την ταινία, κράτησα μόνο ένα πράγμα (γιατί το φιλμ απέχει πολύ από το βιβλίο): την εκδικητικότητα του πατέρα. Το κίνητρο του πατέρα είναι να εκδικηθεί το βιασμό της κόρης του. Τίποτα άλλο δεν είναι ίδιο. Ακόμα και το γεγονός: στην ταινία, δεν είναι βιασμός.

Μια διαφορετική οικογένεια, μιας άλλης ηθικής

Η ηρωίδα της Μαρίζα Περέδες λέει σε μια σκηνή, ότι έχει κάνει δύο παιδιά, και τα δύο διαταραγμένα, γιατί προέρχονται από τα δικά της «παρανοϊκά σωθικά». Ηθελα οι ήρωες να συνδέονται με δεσμούς που μπορεί και να μη γνωρίζουν, τους ήθελα να έχουν την ίδια ψυχωτική μητέρα. Και ήθελα να είναι άγριοι, μια άγρια οικογένεια, που δεν έχει γαλουχηθεί από τον ψευδο-Χριστιανισμό με τον οποίο έχω εγώ μεγαλώσει. Αυτή την παράδοση της αμαρτίας και της τιμωρίας. Είναι Βραζιλιάνοι μετανάστες, κουβαλούν μία τρέλα και μία αφιλτράριστη βιαιότητα. Βραζιλιάνοι, γιατί αυτή η χώρα έχει μία μακριά ιστορία στο χώρο της πλαστικής χειρουργικής.

Ταυτίστηκε με τον κεντρικό χαρακτήρα του... «δημιουργού»;

Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης μιας ταινίας είναι κάπως και ο Θεός της. Κάνει το Θεό γιατί δημιουργεί ένα σύμπαν, τοποθετεί ανθρώπους σε καταστάσεις αποφασίζει για αυτούς. Ο χαρακτήρας του Αντόνιο είναι επίσης δημιουργός. Πλάθει ζωή – μέσα από την μετάλλαξη δημιουργεί ένα όργανο, το δέρμα. Ενα όργανο που μας προστατεύει, μας δίνει ταυτότητα, εκφραστικά μέσα. Ομως εκεί τελειώνουν οι ομοιότητες με τον ήρωά μου. Εκείνος είναι σχιζοφρενής, αδίστακτος. Εγώ δεν είμαι κάτι τέτοιο.

Υπάρχει σαφής αναφορά στο «Μάτια δίχως πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί;

Φυσικά. Ηταν η μόνη κινηματογραφική αναφορά που είχα στο μυαλό μου, γιατί το αγαπώ πολύ και το ξέρω απ' έξω. Ομως υπάρχει μία σαφής διαφορά: όταν κυκλοφόρησε η ταινία του Φρανζί ήταν σινεμά του «φανταστικού», ταινία επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα όμως η κλωνοποίηση βλαστοκυττάρων είναι πραγματικότητα. Είχα την γνώση, τους βιοϊατρικούς νόμους, όλα τα στοιχεία. Ο αδελφός μου έκανε μία πλήρη έρευνα στο θέμα και με βοήθησε να εντάξω την πληροφορία στην ταινία. Βρήκαμε μάλιστα ότι υπάρχει ένα εργαστήριο στη Γρανάδα της Ισπανίας που κάνουν αυτό που συμβαίνει στην ταινία: (ανα)πλάθουν ανθρώπινο δέρμα. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, η δική μου ταινία δεν μπορεί να μείνει στα όρια του φανταστικού, έχει άλλες διαστάσεις.

Ηθελημένα έπλασε έναν Φράνκεσταϊν;

Τις ομοιότητες με τον Δρ. Φράνκεσταϊν τις συνειδητοποίησα, μετά το τέλος των γυρισμάτων, όταν είδα το πρώτο cut. Για μένα υπήρξαν πολλές αναφορές σε μυθικά πλάσματα – όπως οι Τιτάνες ή ο Προμηθέας. Η εικόνα του δεμένου στα βράχια Προμηθέα, ως τιμωρία από τους θεούς, είναι η εικόνα του αλυσοδεμένου θύματος στον τοίχο. Ο Θεός-επιστήμονας ήρωάς μου θα τον τιμωρήσει επειδή νιώθει ότι του έκλεψε κάτι. Ξαναγυρίζοντας όμως στον Φράνκεσταϊν: ναι, τη βλέπω την ομοιότητα. Γιατί όχι; Ο Φράνκεσταϊν είναι ένα πλάσμα που θα καλοδεχόμουν στην οικογένειά μου. Θα καθόταν άνετα ανάμεσά μας σήμερα σ' αυτό το τραπέζι.

Σε ποιον θα ανέθετε να προστατέψει όσα αγαπάει, στην επιστήμη ή στην τέχνη;

Είναι και τα δύο απαραίτητα. Αλλά όπως βλέπετε και στην ταινία, οι άνθρωποι είμαστε πολύπλοκα πλάσματα. Η ηρωίδα για να μπορέσει να επιβιώσει στράφηκε στην τέχνη. Γαντζώθηκε από τις εικόνες της Λουίζ Μπουζουά, άρχισε να τις αντιγράφει για να νιώσει ασφάλεια. Η επιστήμη μπορεί να μας βοηθήσει, μπορεί να μας μεταλλάξει, κι αυτή τη στιγμή έχει όρια για τα πράγματα που μπορεί να κάνει στην ανθρωπότητα. Αλλά για πόσο ακόμα; Κατευθυνόμαστε στο άγνωστο. Σε μια άβυσσο. Ισως στο μέλλον να μπορούμε να σχεδιάζουμε τα χαρακτηριστικά και τον σωματότυπο των παιδιών μας με τη βοήθεια της γεννετικής. Η τέχνη όμως θα είναι πάντα εκεί για να μας βοηθήσει.

Τι λέει ο Αντόνιο Μπαντέρας για την επιστροφή του στο αλμοδοβαρικό σινεμά;

Είκοσι χρόνια μετά, είναι σαν να ξαναγυρνάω στη πατρίδα μου, στις ρίζες μου. Στο σπίτι μου. Ο Πέδρο είναι ο πιο σημαντικός σκηνοθέτης της καριέρας μου. Είναι η φιλμική μου παιδεία, η αρχή της πορείας μου. Η επιστροφή μου στο σινεμά του είναι για μένα η μεγαλύτερη αναγνώριση και την δέχτηκα με ευγνωμοσύνη. Αυτή η επιστροφή όμως μου πρόσφερε πολλά πράγματα ακόμα: την ευκαιρία να ξαναδουλέψω με ηθοποιούς όπως η Μαρίζα Περέδες (έχουμε γυρίσει πολλές ταινίες μαζί, ταινίες που τότε ήταν ριζοσπαστικές, ενώ τώρα θεωρούνται κλασικές), αλλά και τη δυνατότητα να γνωρίσω από κοντά μία νέα γενιά όπως η Ελενα κι ο Γιαν, οι οποίοι είναι το μέλλον του ισπανικού σινεμά.

Ο Πέδρο μου έκανε ένα μεγάλο δώρο με αυτό το ρόλο. Ενα μεγάλο μάθημα. Αυτό της δημιουργίας. Το πώς δημιουργεί ένας ηθοποιός μία ερμηνεία είναι μεγάλη συζήτηση. Δεν έχει πάντως να κάνει με κόλπα και υποκριτικές μανιέρες. Με τον Πέδρο δημιουργείς γιατί σε φέρνει σ' αυτή την κατάσταση – νιώθεις τον εαυτό σου τρωτό, ευάλωττο, εκτεθειμένο, και τότε ανακαλύπτεις την αλήθεια του χαρακτήρα. Ο ήρωάς μου έχει ένα μακρύ τραυματικό παρελθόν. Του έχουν συμβεί τραγωδίες. Δεν το δείχνει στην κάμερα, ο Πέδρο δεν μου επέτρεψε να τον παίξω με τον τρόπο που θα μου το ζητούσε το Χόλιγουντ. Ηθελε να βγάζω σιωπηλά την εσωτερική του καταιγίδα, όσο τον ερμηνεύω παγερά. Να μη χαμογελάσω ποτέ, για να κοινωνήσω ότι ήταν ψυχωτικός, σκοτεινός, μουδιασμένος από κάθε συναίσθημα. Με στρίμωξε, δεν με άφησε να το κάνω εύκολο και για αυτό θέλω σήμερα να τον ευχαριστήσω δημόσια.