Οτιδήποτε γνωρίζει κανείς ως σινεμά του Κριστόφ Κισλόφσκι βρίσκεται εδώ, σε αυτή την πρώτη πραγματικά μεγάλη ταινία του Πολωνού δημιουργού, τη μία από τις δύο ιστορίες που αποκολλήθηκαν από τον τηλεοπτικό «Δεκάλογο» για να γίνουν αυθύπαρκτες κινηματογραφικές ταινίες.

Από την σαν λεπίδα που κόβει και ράβει πάνω σε λογοτεχνικές αναφορές και μαύρο χιούμορ γραφή του Κριστόφ Πίσεβιτς που συνυπογράφει το σενάριο και το ασφυκτικό κάδρο του τεράστιου Σλαβομίρ Ιντζιακ που «πνίγει» την σχεδόν μονόχρωμη Βαρσοβία σε μια αβάσταχτη μελαγχολία, μέχρι την εμμονική μουσική του Ζμπιγκνιου Πράισνερ που «μπαίνει» ακριβώς στο σημείο που οφείλει να ακουστεί η αντήχηση της ανθρώπινης σιωπής και τη μοίρα που περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, σαν να επρόκειτο για μια ανώτερη έως και θεία δύναμη, η «Μικρή Ιστορία για ένα Φόνο» είναι η αφετηρία μιας αντίστροφης μέτρησης για τον Κριστόφ Κισλόφσκι που διασχίζοντας τα πέντε κομμάτια της φιλμογραφίας του που θα ακολουθούσαν («Μικρή Ιστορία για Έναν Έρωτα», «Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα», «Τρια Χρώματα: Η Μπλε Ταινία», «Τρια Χρώματα: Η Λευκή Ταινία», «Τρια Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία») θα τον έβρισκαν να πιστεύει αμαχητί στον άνθρωπο.

Οχι όμως εδώ. Οχι σε αυτήν την ταινία που διαπραγματεύεται - με σχεδόν την ακρίβεια φυσιοδίφη της άτεγκτης ανθρώπινης «φύσης» - τις έννοιες της αποκτήνωσης, της εγκληματικής παρόρμησης, της κοινωνικής σήψης, τοποθετώντας τις ιστορίες τριών άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων που θα συναντηθούν για να γίνουν τα πρόσωπα μιας παραβολής που θα μπορούσε αυτούσια να μεταφέρεται μέσα στους αιώνες, βιβλική κι αυτή, λιτή επίσης, όσο η εντολή «Ου Φονεύσεις» που υπήρξε η έμπνευση της.

Ο 20χρονος Γιάτσεκ περιφέρεται στη Βαρσοβία αναζητώντας ένα νόημα ή τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο για να πάει βόλτα ένα όμορφο κορίτσι. Στις δημόσιες τουαλέτες, σε σινεμά που παίζουν βαρετές ταινίες «για τον έρωτα», σε ένα καφέ που δεν σερβίρει τσάι, το φόντο της καθημερινότητας του είναι άχρωμο όσο η πόλη του, οργισμένο όσο η ακατανόητη επιθυμία του να μην εξηγεί τίποτα σε κανέναν, κενό όπως το βλέμμα του όταν θα κάνει φόνο. Το θύμα του είναι ένας ταξιτζής που η ρουτίνα της δικής του ημέρας δεν προκαταβάλλει πως θα λήξει τόσο αποτρόπαια, χωρίς ίχνος οίκτου, σαν αυτός ο άντρας να έπρεπε να πεθάνει επειδή μισεί τις γάτες αλλά αγαπάει τα σκυλιά ή επειδή το ταξί του παραμένει βρώμικo ακόμη και μετά από δυο κουβάδες νερό. Τις τελείες ανάμεσα στους δύο ενώνει ο νεαρός δικηγόρος που μόλις θα πάρει την άδεια του, «πολύ ευαίσθητος για να δουλεύει με το νόμο», και πολέμιος της θανατικής ποινής. Θα βρεθεί στο ίδιο καφέ με τον Γιάτσεκ, κι όταν αργότερα θα «χάσει» την πρώτη του δίκη στέλνοντας τον Γιάτσεκ στην κρεμάλα θα αναρωτηθεί αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να είχε κάνει για να το αποτρέψει.

Εδώ αρχίζει και τελειώνει ολόκληρη η μικρή αυτή ιστορία που μοιάζει με όλον τον Δεκάλογο μαζί και τουλάχιστον έναν ακόμη, καθώς ο Κριστόφ Κισλόφσκι - περισσότερο από οποιαδήποτε ταινία του (ίσως στο «Κόκκινο» κύκνειο άσμα του)- στρέφει εδώ το βλέμμα του στον θεατή. Η ερώτηση είναι ίδια: «Θα μπορούσε κάτι από όλα αυτά να γίνει διαφορετικά;». Η απάντηση δεν είναι προφανής, ακόμη και όταν η διαδρομή των τριών αυτών ανθρώπων μοιάζει περισσότερο με ένα απλό νομοτελειακό παιχνίδι με απώτερο σκοπό το… μήνυμα.

Ο Κισλόφσκι είναι κατά της θανατικής ποινής και ιστορικά η ταινία υπήρξε ένας από τους μοχλούς πίεσης για να καταργηθεί στην Πολωνία. Η ταινία όμως πίσω από το ακτιβιστικό της περιτύλιγμα κρύβει κάτι πολύ πιο «πολιτικό». Η μπαναλιτέ του κακού - που τόσο συχνά πλέον χρησιμοποιούμε - γίνεται εδώ μια ματιά πάνω σε μια ολόκληρη γενιά (βλ. χώρα) που όπου και να στρέψει το κεφάλι της βλέπει πράξεις βγαλμένες από την κρύπτη του τέλους αυτού που μπορεί να ονομαστεί ανθρωπιά. Ο Γιάτσεκ θέλει να σκοτώσει - και κανονικά δεν θα μαθαίναμε ποτέ γιατί. Πράγμα που δεν δικαιολογεί ένα σύστημα που θα τον σκοτώσει με τη σειρά του σε έναν αέναο κύκλο φρίκης. Για λίγα όμως λεπτά, εκεί λίγο πριν την κρεμάλα, ο Κισλόφσκι θα σκηνοθετήσει μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές της φιλμογραφίας του.

Σε μια εξομολόγηση στον δικηγόρο, λίγο πριν την εκτέλεση του, ο Γιάτσεκ θα μιλήσει για την οικογένεια του, για την αδερφή του που τον άφησε μόνο του όταν χάθηκε, για έναν οικογενειακό τάφο και για μια φωτογραφία που ξέχασε να πάρει από ένα φωτογραφείο. Για πρώτη φορά, ένα «παιδί» έχει την ευκαιρία να μιλήσει για όλα αυτά που μια ολόκληρη κοινωνία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει. Και ο Κριστόφ Κισλόφσκι είναι εκεί για να τα ακούσει. Ετοιμος να κατηγορηθεί και ο ίδιος πως υπερασπίζεται ένα δολοφόνο, όταν το μόνο που κάνει είναι να ξύνει κάτω από το στρώμα μιας χωρίς οίκτο κοινωνίας, βρίσκοντας τις ρωγμές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο τέλος αυτού του κύκλου. Και σε ένα μεγάλο ζητούμενο: να είναι μια (έστω και θεία) εντολή πρωτίστως οδηγός για την πρόληψη και όχι για την τιμωρία.