Αν ο Κριστόφ Κισλόφσκι δεν δεσμευόταν από το ίδιο το κόνσεπτ της τριλογίας του που θέλει κάθε μία από τις τρεις ταινίες της να αντιστοιχεί σε ένα χρώμα από τη σημαία της Γαλλίας και κατ’ επέκταση στις αξίες που κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση (Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη), αυτή εδώ η ταινία θα έπρεπε να είναι η «Μαύρη Ταινία».

Η ειρωνία είναι εμφανής καθώς η σχετικώς υποτιμημένη «Λευκή Ταινία» που προβλήθηκε δεύτερη τη σειρά, μετά την «Μπλε Ταινία» και πριν την καταληκτική «Κόκκινη Ταινία» δεν είναι παρά μια μαύρη κωμωδία που μέσα στους κόλπους της κρύβει με διαφορά την πιο πικρή, βαθιά πολιτική και πεσιμιστική σελίδα στην φιλμογραφία του Κριστόφ Κισλόφσκι, τουλάχιστον από την εποχή της «Μικρής Ιστορίας για Ενα Φόνο» από τον «Δεκάλογο».

Η «Λευκή Ταινία» είναι και η «πολωνική» ταινία της τριλογίας, γεγονός που δίνει στον δημιουργό της την ευκαιρία να επιστρέψει για τελευταία φορά στην πατρίδα του (ο Κισλόφσκι σταμάτησε το σινεμά μετά την «Κόκκινη Ταινία»), να κοιτάξει κατάματα το αμαρτωλό παρελθόν της, να κρίνει από θέση ισχύος την «ευρωπαϊκή ευημερία» και να απλώσει πάνω στο λευκό του χιονιού όλο το σκοτάδι μιας ηπείρου που τελικά μοιάζει να χτίστηκε πάνω σε αξίες όπως η απάτη, το έγκλημα, η εκδίκηση και το μίσος.

Ο Καρόλ Καρόλ είναι ένας Πολωνός κομμωτής. Τον συναντάμε τη μέρα που εκδικάζεται το διαζύγιο που έχει ζητήσει η Γαλλίδα σύζυγος του, με την κατηγορία ότι «ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε». Την ίδια μέρα θα ανακαλύψει πως οι τραπεζικοί του λογαριασμοί έχουν κλείσει και με μοναδική του αποσκευή μια βαλίτσα με όλα του τα υπάρχοντα θα περιπλανηθεί στο Παρίσι, θα προσπαθήσει μάταια να μεταπείσει τη σύζυγό του, θα ζητιανέψει στο μετρό και ξένος σε μια ξένη χώρα θα συναντήσει έναν παράξενο συμπατριώτη του, ο οποίος θα του κάνει μια πρόταση που θα του εξασφαλίσει την επιστροφή στη Βαρσοβία και την ευκαιρία να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή.

Σε αυτές τις πρώτες σκηνές της «Λευκής Ταινίας», είναι περισσότερο από σαφής η διάθεση του Κριστόφ Κισλόφσκι να μιλήσει με κυνισμό και έντονα συμβολική διάσταση για τις έννοιες του «ξένου» και του «μετανάστη», αντιστρέφοντας ταυτόχρονα τους όρους που θα ήθελαν έναν άντρα τον ισχυρό σε ένα γάμο και την Γαλλία μια άλλη Γη της Επαγγελίας για όσους διάλεξαν να ζήσουν εκεί το «ευρωπαϊκό όνειρο».

Στο μοναδικό γύρισμα της τύχης που κρύβει μέσα της η «Λευκή Ταινία», η δυστυχία του Κάρολ θα γίνει το όπλο του για να εκδικηθεί τη γυναίκα του (και τη χώρα που του απαγορεύει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, επειδή δεν μιλάει τη γλώσσα της) και κάπου εκεί η «ισότητα» στην οποία αντιστοιχεί το λευκό χρώμα της γαλλικής σημαίας γίνεται νομοτελειακά ένα «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» που υπενθυμίζει ως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ακόμη και σε . Ηρωας σε ευθεία γραμμή με την Ζιλί της «Μπλε Ταινίας» και την Βαλεντίν της «Κόκκινης Ταινίας», ο Κάρολ Κάρολ παραμένει ένας άνθρωπος που αναζητά τη δικαίωση μέσα από τον «άλλον», παγιδευμένος ωστόσο σε ένα αέναο παιχνίδι (κυριολεκτικών και μεταφορικών) συνόρων και παραβίασης τους.

Πιο βαθιά από το φαινομενικά απλό της σεναριακό σχήμα που προσομοιάζει σε μια μικρή γκανγκστερική ιστορία και με μια μελαγχολία που ξεκινάει από τα υγρά μάτια του συγκλονιστικού Ζμπίγνκιου Ζαμακόφσκι και απειλεί να πλημμυρίσει κάθε πλάνο της, η «Λευκή Ταινία» είναι ένα πεσιμιστικό μανιφέστο για όσα χωρίζουν τους ανθρώπους (στο κρεβάτι ή στην κοινωνία - τι υπέροχη μεταφορά) και για τα άλλα που τους φέρνουν κοντά, ακόμη κι αν ανάμεσά τους βρίσκεται ένα πιστόλι έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει.

Γι’ αυτό και θυμίζει περισσότερο από κάθε άλλη ταινία της τριλογίας τον «Δεκάλογο» και τον τρόπο με τον οποίο μια φαινομενικά άσχετη ιστορία έκλεινε μέσα της μια ολόκληρη παραβολή για τον κόσμο σήμερα. Σκοτεινή, σε στιγμές περισσότερο πικρά αστεία απ’ όσο αντέχει το σώμα της και με ένα φινάλε που γελιέσαι αν πιστεύεις ότι είναι είτε κατάμαυρο είτε μια αχτίδα φωτός, η «Λευκή Ταινία» θα παραμένει ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στη διάσημη «Μπλε Ταινία» και την αριστουργηματική «Κόκκινη Ταινία», κερδίζοντας ωστόσο πόντους διαχρονικότητας και, γιατί όχι, προφητικού βλέμματος σε μια Ευρώπη που δοκιμάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ από την έλλειψη ισότητας και ανοχής στον «ξένο».