Πόση σημασία έχει ότι ο Κριστόφ Κισλόφσκι ολοκλήρωσε την τριλογία των χρωμάτων του με την ταινία που γνώριζε ότι θα ήταν το κύκνειο άσμα του, έχοντας προαποφασίσει τότε, εν έτει 199=4 στα 53 του χρόνια να μην σκηνοθετήσει καμία άλλη ταινία;
Να ακόμη ένα ερώτημα το οποίο, όπως τα περισσότερα που τίθενται κατά τη διάρκεια της «Κόκκινης Ταινίας», βρίσκει ιδανική απάντηση στα τελευταία δευτερόλεπτα της, σε ένα από τα πιο ακαριαία αριστουργηματικά κινηματογραφικά φινάλε που γυρίστηκαν ποτέ.
Περίπου 90 λεπτά πριν, στην αρχή της ταινίας, που σε άλλο μήκος κύματος από τον συν-αισθηματισμό της «Μπλε Ταινίας» και το κατά-μαύρο χιούμορ της «Λευκής Ταινίας», θυμίζει περισσότερο την αυστηρή γραφή του «Δεκάλογου» και την εγκεφαλική δομή της «Διπλής Ζωής της Βερόνικα», ο Κριστόφ Κισλόφσκι ακολουθεί με την κάμερα του τα καλώδια των τηλεφώνων καθώς αυτά διασχίζουν χώρες και τόπους μεταφέροντας λες με ιλιγγιώδη ταχύτητα και χωρίς σίγουρο παραλήπτη όλη τη θορυβώδη, χαώδη, ακατάληπτη ιστορία της ανθρωπότητας.
Σε μια παράδοξη αλληλουχία συμβολισμών που θέλει το πένθος να οδηγεί στην «Ελευθερία» (στην «Μπλε Ταινία») και την εκδίκηση στην «Ισότητα» (στην «Λευκή Ταινία»), η αδελφοσύνη της «Κόκκινης Ταινίας» - που ολοκληρώνει τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης, έτσι όπως αυτές έχουν «γραφτεί» πάνω στα χρώματα της γαλλικής σημαίας - μοιάζει να προέρχεται, πιο συμβατικά άλλα απείρως βαρυσήμαντα, από την επικοινωνία ή μάλλον από την έλλειψη αυτής.
Και οι δύο κεντρικοί ήρωες της πασχίζουν να ακούσουν και να ακουστούν, πρωταγωνιστές ενός παιχνιδιού της μοίρας που θα τους φέρει κοντά, τον έναν στον άλλον και τον καθένα στη δική του λύτρωση.
Αυτή είναι η Βαλεντίν, νεαρή φοιτήτρια στη Γενεύη που δουλεύει περιστασιακά ως μοντέλο και ανέχεται τις σκηνές ζηλοτυπίας από τον διαρκώς απόντα σύντροφο της, μέσω τηλεφώνου. Ενα βράδυ θα χτυπήσει με το αυτοκίνητο της ένα σκυλί και θα το πάει στη διεύθυνση που γράφει στο κολάρο του.
Αυτός είναι ένας δικαστής εν αποστρατεία, ιδιοκτήτης του σκύλου που όμως δεν δίνει δεκάρα για την υγεία του και την τύχη του μετά το ατύχημα. Οπως δεν νοιάζεται για τίποτα και για κανέναν, εκτός από τον αυτοσχέδιο μηχανισμό παρακολούθησης των τηλεφώνων των γειτόνων του.
Η συνάντηση τους θα ήταν καθοριστική, ακόμη κι αν ο Κισλόφσκι δεν την κινηματογραφούσε με τους όρους ενός θρίλερ σε μια από τις πιο συνταρακτικές σεκάνς όλου του έργου του: αυτή στην οποία η Βαλεντίν στέκεται βουβή μπροστά σε μια πινακοθήκη μισανθρωπισμού, ανθρώπινης αποτυχίας, κυνισμού και σκληρότητας, καθώς ο δικαστής την κάνει μάρτυρα των παρακολουθήσεων του και της αναιρεί με δεινότητα «επιστήμονα» όλα όσα γνώριζε μέχρι πρότινος για τις έννοιες της μεταμέλειας, της συγχώρεσης, της ανθρώπινης αδυναμίας.
«Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Είναι απλά μερικές φορές αδύναμοι…», θα πει η Βαλεντίν προσπαθώντας να κρατήσει όρθιο ότι έχει απομείνει από την κοσμοθεωρία της για τον κόσμο. Μόνο που πλέον ούτε η ίδια δεν το πιστεύει. Η επαφή της με τον δικαστή θα γεννήσει δεκάδες ερωτήματα (Τι είναι δίκαιο; Τι είναι σωστό; Τι είναι ηθικό; Τι είναι νόμιμο;) και κάπως έτσι ο Κριστόφ Κισλόφσκι θα απλώσει πάνω στο φιλμικό του χώρο και χρόνο το μεγαλύτερο ερώτημα όλων, που δεν είναι άλλο από τον «άλλο».
Πιστός σε μια δυαδικότητα που επανέρχεται στο έργο του με κύματα μεταφυσικής ποίησης, ο Κριστόφ Κισλόφσκι στήνει την «Κόκκινη Ταινία» σαν ένα συνεχή διάλογο με το παρελθόν (κομμάτια απ’ όσα βλέπουμε θα μπορούσαν να είναι μια ιστορία που έχει ήδη συμβεί), το πεπρωμένο (η τύχη που κινεί τα νήματα της ανθρώπινης ιστορίας), το ασυνείδητο (ο Κισλόφσκι ως μοναδικός εκφραστής όλων όσων συμβαίνουν στην καθημερινότητα των ανθρώπων χωρίς να υπακούουν σε συγκεκριμένη λογική) προκειμένου να εκμαιεύσει τη βαθύτερη αλήθεια της ανθρώπινης επαφής, την αέναα παραγωγική ανταλλαγή που συμβαίνει ερήμην όταν δύο άνθρωποι βρίσκονται στον ίδιο χώρο, τελικά, την Κόλαση (όχι τυχαία, ο τίτλος του σεναρίου του Κισλόφσκι που γύρισε τελικά ο Ντάνις Τάνοβιτς το 2005) αλλά κυρίως τον Παράδεισο που είναι οι άλλοι.
Μέλη μιας κοινωνίας που κινείται πάνω σε ατελείς ανθρώπινους κανόνες και όχι και τόσο αδιάβλητες αξίες (για να επισημάνει κανείς και την πολιτική διάσταση της κοφτερής ματιάς ενός Πολωνού πάνω στο γαλλικό τρίπτυχο του «Ελευθερία, «Ισότητα», «Αδελφοσύνη»), οι ήρωες του Κριστόφ Κισλόφσκι τρέχουν σαν υπνωτισμένοι προς τον «άλλον», πάντοτε απροετοίμαστοι μπροστά στην ανθρώπινη επαφή, πάντοτε κλειδωμένοι μέσα στις αποτυχίες και τα λάθη τους, πάντοτε αν-έτοιμοι να χτίσουν μια καινούρια ζωή πάνω στα ερείπια της προηγούμενης, έρμαια και ταυτόχρονα ηθικοί αυτουργοί της παντοδύναμης μοίρας.
Στην πιο κλασικότροπη ταινία της σπουδαίας καριέρας του, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς ή επικές κορώνες (με εξαίρεση το αριστουργηματικό μπολερό του Ζμπίγκνιου Πράισνερ ακριβώς στα σημεία που πρέπει), χωρίς περίτεχνα πλάνα αλλά με την πιο ανεπαίσθητα βαρυσήμαντη χρήση του κόκκινου χρώματος σε κινηματογραφική παλέτα του σύγχρονου σινεμά και μια - δυο στιγμές που η κίνηση της κάμερας μιμείται τη μνήμη (όπως αυτή με το βιβλίο που πέφτει από τον εξώστη ή το ξαφνικό πέρασμα στο άδειο γραφείο του δικαστή), ο Κριστόφ Κισλόφσκι κλείνει ακόμη περισσότερο το κάδρο μέσα στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών των ηρώων του για να ανοίξει την εικόνα στο μεγαλείο ενός σινεμά που παραμένει την ίδια ακριβώς στιγμή ποιητικό και ρεαλιστικό, καθησυχαστικό και βαθιά ανησυχητικό, ανθρώπινο αλλά με έναν τόσο παράδοξο τρόπο… θεϊκό.
Η τροομακτική αυτή μείξη δεν σου δίνει καμία άλλη δυνατότητα από το να ανοίξεις τα μάτια σου και να πιστέψεις αμαχητί στις λεπτές ίνες που χωρίζουν τις ζωές των ανθρώπων, στην ανθρωπιά που αργά ή γρήγορα κερδίζει τη μάχη σε έναν κυνικό κόσμο. Να πιστέψεις και στην αγάπη, όχι με την ερωτική έννοια, αλλά την άλλη την πιο σπουδαία (της «Αδελφοσύνης»;) που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να βρουν το χαμένο νόημα όταν είναι σίγουροι ότι έχουν χάσει τα πάντα, μοναδικοί επιζώντες ενός ναυαγίου κοσμικού και ατομικού μαζί, σε αυτό το αριστουργηματικό φινάλε μιας ταινίας και μιας φιλμογραφίας που βάζοντας τελεία σε μια πανέμορφη ακίνητη εικόνα ελπίδας, συνεχίζει έκτοτε να ανατέμνει αδιάκοπα και μεγαλειωδώς τη μικρή ιστορία αυτού του μεγάλου κόσμου.