Μια «μεγάλη, όμορφη, τολμηρή» ταινία θέλει να κάνει, στην τρίτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Κογκονάντα κι είναι κρίμα γιατί, όπως απέδειξε ήδη από το «Columbus» του 2017, είχε, εκεί, κατακτήσει το μεγαλείο της απλότητας.
Ο Ντέιβιντ και η Σάρα γνωρίζονται σ' ένα γάμο - έχουν πάει εκεί, και οι δύο, με αυτοκίνητα που νοίκιασαν από μια αμφιβόλου... λογικής εταιρεία. Λίγο φλερτάρουν, λίγο ακκίζονται, την άλλη μέρα φεύγουν και συναντιούνται, τυχαία, σ' ένα ντάινερ. Το ιδιόμορφο gps των αυτοκινήτων τους έχει προκαλέσει και τους δυο: θέλεις να φτάσεις στον προορισμό σου γρήγορα, ή θέλεις να κάνεις ένα... μεγάλο, όμορφο, τολμηρό ταξίδι; Η απάντηση καταφατική, εξ ου και η ταινία.
Το ταξίδι αυτό θα οδηγήσει τον Ντέιβιντ και τη Σάρα σε μια σειρά από πόρτες. Μέσα από την καθεμιά, μια ανάμνηση, ένα πρόσωπο, μια στιγμή από την παρελθούσα ζωή τους που διαμορφώνει το παρόν τους. Θα τις (ξανα)βιώσουν μαζί, ή και χωριστά, αλλά η κάθε μια θα τους φέρει πιο κοντά στον αληθινό τους εαυτό.
Φυσικά αυτά τα «σκετς» δεν είναι συμβατικής αφήγησης, αντίθετα δανείζονται από τον μαγικό ρεαλισμό, από το μεταφυσικό, από ρομαντικά και πλουμισμένα με χρώμα μουσικοχορευτικά που φαίνεται πως θαυμάζουν τον Ζακ Ντεμί (όπως, θρασύτατα, και η αφίσα της ταινίας), από υπερβάσεις και συμβολισμούς, το ένα μετά το άλλο, σε μια αλυσίδα που ξεκινά με χιούμορ και πρωτοτυπία αλλά εξελίσσεται σε πλέξιμο καλή-ανάποδη, καλή-ανάποδη. Ολα τα (πανέμορφα, ομολογουμένως), κινηματογραφικά τεχνάσματα έχουν επιστρατευτεί και προστίθενται σ' ένα μαξιμαλιστικό κολάζ με γλυκανάλατα τσιτάτα.
Για να ειπωθεί κάτι πολύ απλό και πολύ όμορφο. Κάτι για το φευγαλέο του έρωτα ή και της ίδιας της ζωής, κάτι για την τόλμη που χρειάζεται για να ολοκληρώσεις μια στιγμή όπως της πρέπει, κάτι για τη σπουδαιότητα του ασήμαντου, όπως υποδειγματικά την έδειξε στο σινεμά ο Οζου, ή ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, δυο από τους αγαπημένους σκηνοθέτες του Κογκονάντα.
Μόνο που οι επαναλαμβανόμενες ασκήσεις εντυπωσιασμού (όχι μακριά από το ύφος του πρόσφατου «Η Ζωή του Τσακ»), αφαιρούν από την ουσία, αντί να προσθέτουν, ακριβώς όπως συνέβη και με την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη, το «Μετά τον Γιανγκ». Κι έτσι, παρά την παρουσία δυο υπέροχων ηθοποιών, του Κόλιν Φάρελ σε μεγάλη φόρμα σέξι αδεξιότητας και τη Μάργκο Ρόμπι λαμπερή σαν ηλιαχτίδα και δυο φιλότιμες ερμηνείες σε υπερφορτωμένους ρόλους, η ταινία είναι στα καλύτερά της όταν ξεκινά κι όχι όταν τελειώνει.