Πλανήτης Γη, μακρινό μέλλον. Ο κόσμος που ξέραμε έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει στην νέα τους πραγματικότητα. Περνούν περισσότερες ώρες σε εσωτερικούς χώρους, συναναστρέφονται με χιλιάδες άλλους μέσα από οθόνες, χρησιμοποιούν αυτοκίνητα που δεν χρειάζεται να τα οδηγούν για να πάνε στον προορισμό τους. Ο Τζέικ και η Κίρα, ένα διαφυλετικό παντρεμένο ζευγάρι, έχουν υιοθετήσει την Μίκα, ένα κοριτσάκι από την Κίνα, και για να τη συνδέσουν με τις ρίζες, την κουλτούρα και τη γλώσσα της, αγόρασαν τον Γιανγκ - έναν «τεχνοσάπιεν μεγάλο αδελφό». Ενα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης, τόσο προηγμένο που μπορεί να διδάξει τα πάντα στην Μίκα, τόσο ανθρωπόμορφο που καμιά φορά ξεχνάς ότι πρόκειται για μηχανή. Μία βλάβη όμως στο λειτουργικό του Γιανγκ τούς το θυμίζει. Ο Τζέικ, που έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο (έτσι κι αλλιώς το μαγαζί / οίκος τσαγιού που πεισματικά διατηρεί, στην δυστοπική εποχή τους μοιάζει με ρομαντική οικονομική αυτοκτονία), αναλαμβάνει να βρει τεχνικό που θα επισκευάσει τον Γιανγκ. Ομως αυτό σημαίνει να εξεταστεί το «μαύρο κουτί» του ρομπότ - κάτι περίπλοκο και απαγορευμένο (σε τέτοιες περιπτώσεις η εταιρία τα ανακυκλώνει). Ανοίγοντας το μαύρο κουτί, ο Τζέικ δεν ανακαλύπτει μόνο τι έχει πάει λάθος με το ρομπότ του. Αλλά και τι έχει πάει λάθος και με τον ίδιο. Οσο παρακολουθεί τις οικογενειακές μνήμες που ο Γιανγκ καταχώρησε στο εσωτερικό του, τόσο θυμάται τον παλιό εαυτό του - πριν γίνει ένας απογοητευμένος άντρας, ένας απών σύζυγος και πατέρας. Τώρα που ο Γιανγκ δεν υπάρχει, τώρα που η μικρή Μίκα δεν έχει κάποιον να την προσέχει, πώς θα επιβιώσει αυτή η οικογένεια; Τι θα συμβεί... μετά τον Γιανγκ;

Στη δεύτερη μόλις ταινία του (μετά το υπέροχο «Columbus»), ο κορεατικής καταγωγής Kogonada αποδεικνύει για ακόμα μία φορά ότι είναι ένας φιλμικός φιλόσοφος και ποιητής. Ενας σκηνοθέτης που καταλαβαίνει σε βάθος την ανθρώπινη φύση, την κριτικάρει καυστικά, αλλά την παίρνει και μία ζεστή αγκαλιά - την κατανοεί. Μεταφέροντας στην οθόνη το διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν «Saying Goodbye to Yang» (μία μικρή ιστορία σε μία συλλογή διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας), ο Kogonada δεν μάς παρουσιάζει ένα τυπικό sci-fi. Δεν αναλώνεται σε gadgets, lasers ή μία αλά «Blade Runner» σκηνογραφία.

Κι όμως έχει κατασκευάσει κάτι πολύ σύνθετο, πολυεπίπεδο και εμβριθές. Το θεώρημά του μπορεί να συνοψιστεί στην ερώτηση: τι μάς κάνει τελικά ανθρώπους; Σε έναν φουτουριστικό κόσμο που πρέπει να πλάσουμε τις ζωές μας από την αρχή, τι διατηρούμε; Οσο κανείς ξεφλουδίζει τις επιδερμίδες της ιστορίας, ο Kogonada έχει κι άλλα ερωτήματα. Τι είναι μνήμη - όσα καταχωρούν αντικειμενικά τα ρομπότ, ή όσα θυμάται μέσα από το δικό του φίλτρο ο άνθρωπος (ή τα ξεχνά, αν πονάνε;); Τι καθιστά μια οικογένεια - το ίδιο χρώμα δέρματος, το κοινό DNA, ή τελικά ακόμα κι ένας κλώνος ή ένα ρομπότ έχουν χώρο στο σπίτι και στις καρδιές μας;

Σε αυτό το σημείο, ο Kogonada υποψιάζει ότι ο φιλοσοφικός διαλογισμός του δεν αφορά στο μέλλον, αλλά κριτικάρει το παρόν. Γιατί στην απάντηση του τι μάς κάνει τελικά ανθρώπους κρύβεται και σκοτάδι. Η απογοήτευση, η προσωπική αποτυχία, ο φόβος κάνουν τον άνθρωπο ρατσιστή. Ετσι ήταν κι έτσι θα είναι. Ο «άλλος» τώρα μπορεί να μην είναι ο μαύρος, ο μετανάστης, ο αλλόθρησκος - είναι τα ρομπότ και οι κλώνοι. Κι όμως, υπάρχει τόση ομορφιά όταν επιτρέπεις τη διαφορετικότητα. Οπως και το τσάι που παράγει και πουλάει ο ρομαντικός Τζέικ είναι μείγμα διαφορετικών αποξηραμένων βοτάνων για να φτιαχτεί κάτι νέο και μοναδικό, έτσι και η ίδια η οικογένειά του είναι μία μίξη εθνικοτήτων, χρωμάτων, πολιτισμών και πλασμάτων. Μοναδικό συνθετικό τους: η αγάπη. Που παραμένει ακόμα και μετά την απώλεια.

Οπως και στο «Columbus», που οι ανθρώπινες σχέσεις και τα ανάλογα ερωτήματα παρουσιάζονται ψυθιριστά, μέσα από αρχιτεκτονικές μεταφορές και κινηματογραφικές αναφορές, έτσι κι εδώ ο Kogonada, όχι απλώς δεν προσφέρει απαντήσεις, αλλά ούτε καν κατευθύνει τη σκέψη και το συναίσθημα μέσα από ξεκάθαρες ερωτήσεις. Μέσα από την απαράμιλλη αισθητική του και τη γλώσσα του σινεμά, αφήνει το χώρο και το χρόνο στον θεατή να ανακαλύψει τα πάντα μόνος του - αν το θελήσει. Κι ίσως τελικά αυτό να είναι και το μόνο μείον της ταινίας: η αφαιρετικότητά της δεν δίνει ορατά πατήματα για να ακολουθήσεις τη διαδρομή της. Κι αυτό μπορεί να την κάνει να μοιάζει εστέτ.

Καμία τέτοια διάθεση δεν έχει ο Kogonada. Δεν έχει κατασκευάσει κάτι «εχθρικό». Το μέλλον, η εξέλιξη, η τεχνολογική πρόοδος δεν δαιμονοποιούνται. Ο σκηνογραφικός σχεδιασμός και τα κοστούμια της Αλεξάντρα Σέλερ εμπνέουν γαλήνη, ηρεμία. Πυκνή βλάστηση έχει φυτρώσει εκεί που υπήρχαν ουρανοξύστες, το σπίτι της οικογένειας είναι ανοιχτό, με τζαμαρίες που κοιτούν το αιωνόβιο δέντρο του κήπου. Η μουσική του Ασκα Ματσουμίγια είναι μειλίχια, γλυκιά. Ο τόνος της ταινίας δεν έχει τίποτα το οξύ, το επικίνδυνο. Μοιάζει με ένα μελαγχολικό νανούρισμα που θέλει να σε αποκοιμίσει για να ξαναονειρευτείς τη ζωή σου, πριν τη χάσεις. Ο Γιανγκ κοιμήθηκε για πάντα, αλλά μήπως έζησε περισσότερες ζωές από όλους τους υπόλοιπους ήρωες μαζί; Μήπως κάτι ήξερε; Do androids dream of eternal sleep?

Απώλεια, μοναξιά, θλίψη. Ενας θρήνος για κάτι που έχει χαθεί ξεπηδά σε κάθε πλάνο του Kogonada. Γιατί μπορεί η αισθητική του νέου αυτού κόσμου να είναι πανέμορφη, είναι όμως ψυχρή. Το σπίτι δεν είναι φιλόξενο, όπως και οι άνθρωποι έχουν απόσταση. Με βαθιά επιρροή από τον «δάσκαλό του» Γιασουτζίρο Οζου, ο Kogonada κινηματογραφεί τα μέλη της οικογένειας με μακρινά ή μεσαία πλάνα. Ο διευθυντής φωτογραφίας του, Μπέντζαμιν Λομπ, συλλαμβάνει την ακινησία, τη βαλτωμένη ζωή, με ελάχιστα πειραγμένο φως, ελάχιστα σβησμένη χρωματική παλέτα.

Καταλαβαίνεις την αντίθεση όταν ξαφνικά ζωντανεύουν οι χαρούμενες μνήμες του Γιανγκ: ο φακός ανοίγει σε full frame, το κάδρο φιλοξενεί, το φως ζεσταίνεται, το χρώμα βαθαίνει, η κάμερα φεύγει από το τριπόδι της. Η οθόνη γεμίζει ζωή. Ο Τζέικ παρακολουθεί το παρελθόν του σαν ένα αιθέριο ντοκιμαντέρ του εαυτού που άφησε πίσψω. Οταν θύμωσε που η καριερίστα γυναίκα του κατέληξε να τους συντηρεί κι ένα ρομπότ τα καταφέρνει καλύτερα ως ανδρικό πρότυπο για την κόρη του. Ο Κόλιν Φάρελ τον ερμηνεύει με εκφραστική μελαγχολία και συγκινητική απόγνωση, αλλά διακριτικά, όχι μεγαλόφωνα. Σαν μουσικό όργανο που παίζει τις σιωπηλές νότες σε μία τζαζ σύνθεση.

Μία από τις ελάχιστες φορές που ο Kogonada θα επιτρέψει στην οθόνη να πάρει μία «minority report» διάσταση είναι όταν ο Τζέικ μπαίνει στο σκληρό δίσκο του Γιανγκ κι επιλέγει σε ποια μνήμη θέλει να πατήσει το play. Εκατομμύρια φωτισμένες κουκίδες δείχνουν τα αρχεία σ' ένα σκοτεινό φόντο. Κουκίδες που απογειώνονται σε φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα, ή λάμπουν σαν αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.

Μετά τον Γιανγκ, μετά από κάθε απώλεια, που πάει η μνήμη; Που πάει η αγάπη; Που πάει αυτός που χάσαμε; Η απάντηση ίσως κρύβεται στο σκληρό δίσκο του κάθε θεατή. Ή στα αστέρια που χαζεύουμε με δέος κι ανεξήγητη συγκίνηση - όταν θυμόμαστε να κοιτάξουμε ψηλά.