Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Γιάν Γιόνσον, ηθοποιός που ανήκε στο δυναμικό του Βασιλικού Θεάτρου της Σουηδίας για μια δεκαετία, έπαιξε τον τελευταίο του ρόλο, τον Μάικλ στον μονόλογο του Αλαν Ντρούρι «The Man Himself», ενός άντρα της διπλανής πόρτας που σταδιακά μεταμορφώνεται σε ένα ακροδεξιό τέρας.
Την τελευταία παράσταση του έργου παρακολούθησε και ο Λέναρτ Γουίλσον, διευθυντής της φυλακής Κούμλας ο οποίος ζήτησε από τον Γιόνσον να κάνει μια παράσταση για τους κρατούμενους. Η παράσταση, σύμφωνα με τον Γιόνσον, ήταν μία από αυτές που σου αλλάζουν τη ζωή, αφού οι κρατούμενοι είδαν στον Μάικλ τον εαυτό τους. Οταν η παράσταση τελείωσε έμειναν όλοι σιωπηλοί, ένας από τους κρατούμενους ζήτησε από τον Γιόνσον να ξανάρθει και να τους διδάξει θέατρο. Ο Γιόνσον τους είπε πως δεν ξέρει να τους διδάξει θέατρο αλλά πως μπορεί να παίξει μαζί τους ένα έργο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ.
Ο Γιόνσον δούλεψε μαζί με 25 κρατούμενους, βρήκε τους τρόπους να διεισδύσει στον ψυχισμό τους και να βρει τις κρυμμένες ευαισθησίες που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν τόσο τον παραλογισμό του έργου του Μπέκετ αλλά κυρίως της σημασίας της τέχνης για την ευρύτερη έννοια του «σωφρονισμού» και της «επανένταξης» στην κοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια των προβών, ο Σάμιουελ Μπέκετ, έχοντας ενημερωθεί για το παράδοξο ανέβασμα του έργου του, έστειλε ένα γράμμα στον Γιόνσον ζητώντας του να τον συναντήσει στο Παρίσι. Όταν βρέθηκαν, ο Μπέκετ ρώτησε τον Γιόνσον για την ανταπόκριση των κρατουμένων στο έργο του: «Τι συνέβη όταν έδωσες το έργο μου σε ανθρώπους που ζουν μέσα στο σκοτάδι. Τι συνέβη σε σχέση με το ρυθμό του, τις σιωπές του έργου;.»
Η ιστορία αυτής της παράστασης βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας του Εμανουέλ Κουρκόλ, ο οποίος, εμπνευσμένος από την ιστορία του Γιόνσον, μετέφερε τη δράση από τη Σουηδία στο Παρίσι, ανέδειξε την κοινωνική διάσταση του ήρωα του φέρνοντας τον αναγκαστικά ως «καθηγητή θεάτρου» σε μια φυλακή λόγω ανεργίας και πείραξε τις λεπτομέρειες τόσο ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει το πλαίσιο για μια κωμωδία, παράδοξη και ανθρώπινη μαζί, σαν μια «απίστευτη κι όμως αληθινή» ιστορία που την ακούς με όλη τη περιέργεια του «τι έγινε μετά;» αλλά και την διαρκή ανυπομονησία να επικρατήσει, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, το καλό.
Σαν ένας πετυχημένος συνδυασμός του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» του Πίτερ Γουίαρ με το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των αδελφών Ταβιάνι, ο «Ενας Θρίαμβος» είναι μια ταινία που κάνει το σωστό, κοινωνικό σινεμά, δηλαδή, με όρους λαϊκής κωμωδίας, ποντάροντας στα δύο δυνατά του στοιχεία που, ακόμη κι αν δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας (ειδικά σε μια κινηματογραφική ιστορία που έχει αφηγηθεί πολλές φορές την ιστορία του δασκάλου που θα αλλάξει τη ζωή των δύσκολων μαθητών του), παραμένουν υποδειγματικά ως προς την ανάπτυξη τους, αλλά και το συναισθηματικό τους αντίκτυπο στον θεατή.
Από τη μία είναι το «παράδοξο» του περιβάλλοντος. Τα λόγια του Σάμιουελ Μπέκετ από το «Περιμένοντας τον Γκοντό» ειπωμένα από τα στόματα νεαρών εγκληματιών που οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν παρακολουθήσει ποτέ θέατρο στη ζωή τους. Το σκηνικό της φυλακής ως ένα αταίριαστο φόντο για μια αναρώτηση πάνω στη ζωή, την ενοχή, την εξιλέωση, την ελπίδα. Ο Κουρκόλ σκηνοθετεί λιτά, με στρογγυλεμένες φυσικά τις γωνίες των ηρώων του, διατηρώντας μια χαλαρή ευθεία γραμμή ενός feelgood σινεμά που στηρίζεται πάνω σε πράγματα που μιλάνε σε όλους: στην ανθρωπιά, την κατανόηση, την ισότητα, την ελευθερία που μπορεί να υπάρχει ακόμη κι αν είσαι κλεισμένος σε ένα σκοτεινό κελί.
Από την άλλη είναι ο Καντ Μεράντ, ιδανικός δάσκαλος για πολλαπλή φορά στην καριέρα του, σε ένα ρόλο που μοιάζει όχι μόνο να γράφτηκε αλλά και να υπήρξε εξ αρχής για το μοναδικό ταλέντο του. Ταυτόχρονα μικρός και μεγάλος, ένα θύμα της ζωής αλλά και ενσάρκωση της ανθρώπινης δυνατότητας, με λεπτές διακυμάνσεις στη διαδρομή του από σε έναν άνθρωπο που εμπνέει, ο σπουδαίος ηθοποιός ανεβάζει το εγχείρημα του Κουρκόλ σε μία εγκάρδια κινηματογραφική πράξη που, ναι, δεν σου αλλάζει τη ζωή αλλά για όση ώρα διαρκεί σε παραμυθιάζει πως υπάρχει τελικά και ένας άλλος δρόμος στη ζωή (και την Τέχνη). Αρκεί, πάντα, να βρεθεί κάποιος να σου το δείξει.