Σε ένα θέατρο της Βαρσοβίας, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Ναζί εισβάλλουν και καταστρέψουν την πόλη, ένας νεαρός πιλότος σηκώνεται και φεύγει από την πλατεία κάθε βράδυ που ο διάσημος Πολωνός ηθοποιός Τζον Τούρα ως Αμλετ είναι έτοιμος να διαπρέψει στον πιο διάσημο μονόλογο της ιστορίας του θεάτρου: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;».
Είναι μια πράξη ασέβειας, κάποιος θα τολμούσε να πει και αναίδειας, μια πράξη θράσους, περιφρόνησης και τελικά επανάστασης απέναντι στους άγραφους νόμους του θεάτρου, στο «καθεστώς» της αυθεντίας (και οτιδήποτε άλλο συμβολίζει) ενός διακεκριμένου ηθοποιού, σε μια συνθήκη που πραγματικά μοιάζει πολύ σοβαρή για να επιτρέψει οποιαδήποτε «ελαφρότητα» κρύβεται πίσω από μια τέτοια «απονενοημένη» πράξη.
Αυτό ακριβώς θα κάνουν λίγο αργότερα (αν είστε από τους ευτυχισμένους ανθρώπους που δεν έχετε δει ποτέ την ταινία, μην αφήσετε κανέναν να σας αποκαλύψει την παραμικρή λεπτομέρεια της υπόθεσης) οι ίδιοι οι ηθοποιοί του θεάτρου, αντιμετωπίζοντας με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζουν - «παίζοντας» - την βίαιη εγκατάσταση των Ναζί στην βομβαρδισμένη τους πια πόλη, έτοιμοι να εμποδίσουν ένα σχέδιο κατασκοπείας και, γιατί όχι, να γελοιοποιήσουν μέχρι… θανάτου τους υψηλόβαθμους της Γκεστάπο, ακόμη και τον ίδιο τον Φίρερ.
Αυτό ακριβώς είναι και το «Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει;».
Μια τολμηρή, αναιδής κινηματογραφική πράξη που περιφρονεί κάθε γνωστό (γραπτό ή άγραφο) κανόνα πολιτικής ορθότητας (με όρους που σήμερα θα κοβόταν ήδη από τη σύνοψη του αριστουργηματικού σεναρίου της - σε ιστορία του Μέλκιορ Λένγκιελ και τον ίδιο τον Λιούμπιτς συνσεναριογράφο μαζί με τον Εντουιν Τζούστους Μάγιερ), προκειμένου να βγάλει γλώσσα (και σταδιακά και νύχια και δόντια και μουστάκια…) απέναντι σε ένα ολόκληρο καθεστώς, αντιμετωπίζοντας με «επαναστατική» ελαφρότητα κάτι τόσο σοβαρό όσο τον ίδιο το τέρας του Ναζισμού.
Οσο φυσικό κι αν το κάνει να μοιάζει το διάσημο «άγγιγμα του Λιούμπιτς» (όπως έμεινε γνωστή η μοναδική ικανότητα του Γερμανού - πολιτογραφημένου στο Χόλιγουντ - σκηνοθέτη να χειρίζεται τους κώδικες της κωμωδίας με ένα σχεδόν άχρονο, αδιάψευστα κουρδισμένο, κομψό όσο δεν ξανάγινε ποτέ timing), δεν μπορείς παρά να σταθείς με δέος απέναντι στον τρόπο με τον οποίο η διαδοχή των καταστάσεων στο «Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει;» είναι χρονισμένη πάνω στη λογική μιας μεγάλης θεατρικής παράστασης.
Το έργο είναι η ναζιστική κατοχή, το σκηνικό η βομβαρδισμένη Βαρσοβία και οι ηθοποιοί είναι οι άνθρωποι - από τη μία πλευρά οι ταλαντούχοι, όσοι θα παραμερίσουν (για λίγο) την ασημαντότητα των ματαιόδοξων προσωπικών τους φιλοδοξιών και ερωτικών περιπετειών και θα γίνουν ήρωες και από την άλλη οι ατάλαντοι, αυτοί που θα συνεχίσουν, δυστυχώς, να πρωταγωνιστούν σε κάθε εποχή ερήμην την «Ιστορίας» τους, προκαλώντας πικρό γέλιο με τη φρίκη που υπηρετούν.
Οσο η δράση κορυφώνεται (και σε καθαρόαιμη αγωνία που συμπορεύεται με την κωμωδία), ο Λιούμπιτς αφήνει την πλοκή να αρθρώσει το ηχηρό (και από τα γέλια φυσικά) αντιφασιστικό της μήνυμα και ανεπαίσθητα, σχεδόν χωρίς να χρειαστεί να υπογραμμίσει κάτι περισσότερο από την αυταπόδεικτη αλληγορική δύναμη της εικόνας (όταν αυτή πέφτει στα χέρια των σπουδαίων δημιουργών), πλέκει το δικό του εγκώμιο στους ανθρώπους της Τέχνης, κυρίως σε όσους η πραγματική ζωή έδωσε την ευκαιρία να παίξουν το ρόλο που κανένας σκηνοθέτης δεν τόλμησε να τους δώσει ποτέ.
Και μαζί, ένα εγκώμιο στη μεγάλη δύναμη της ίδιας της Τέχνης να θέτει τα πιο υπαρξιακά ερωτήματα και - όταν καταφέρνει να γίνει σπουδαία, διαχρονική, απαραίτητη για τη σωτηρία της ψυχής και ίσως και του κόσμου όλου, όπως συμβαίνει με αυτήν εδώ την ταινία - να τα απαντάει.