Μοντάνα, 1925. Ενα πλούσιο ράντσο στέκεται επιβλητικά στην μέση του πουθενά - σ’ ένα ξηρό οροπέδιο μακριά από τον πολιτισμό, κάτω από τη σκιά των άγριων βουνοκορφών. Το διοικούν δύο 40χρονα αδέλφια, πλούσιοι κληρονόμοι ηλικιωμένων γονιών, που προτίμησαν να αποσυρθούν στους κοσμικούς κύκλους της πόλης. Ο Τζορτζ είναι ένας χλωμός, εσωστρεφής, ευγενής κύριος - φορά τα κουστούμια του ατσαλάκωτα και προτιμά να οδηγεί το αμάξι του από το να καβαλάει άλογα. Κάθε του λέξη βγαίνει διστακτικά, κάθε του κίνηση είναι αμήχανη. Τίποτα από την όψη ή τη συμπεριφορά του δεν κολλάει σε μια μικροκοινωνία βουνίσιων γελαδάρηδων. Ο αδελφός του τον αποκαλεί «χοντρούλη». Γιατί ο Φιλ είναι bully. Ενας σκληρός, κακότροπος, άξεστος καουμπόη που γδέρνει τα ζώα με γυμνά χέρια και φοράει το αίμα και τη λάσπη στα νύχια του ως παράσημο ανδρείας. Μυρίζει ο ίδιος, αλλά μυρίζει και την αδυναμία στους άλλους. Κι επιτίθεται - σαν αγριόσκυλο. Αυτό θα συμβεί όταν ο Τζορτζ τολμήσει να παντρευτεί τη Ρόουζ, την όμορφη χήρα που διατηρεί το γειτονικό πανδοχείο. Ειδικά όταν εκείνη φέρει στο ράντσο τον γιο της Πίτερ. Η «Μις Νάνσι» (όπως εξευτελιστικά τον αποκαλεί), τo λεπτεπίλεπτο, θηλυπρεπές, συνεσταλμένο αγόρι που σπουδάζει ιατρική και μοιάζει με ψιλόλιγνο, τρυφερό μίσχο, σαν τα λουλούδια που φιλοτεχνεί από χαρτί, δεν έχει καμία δουλειά σ’ ένα ράντσο με άντρες που οργώνουν με τα άγρια χέρια τους τη γη και δαμάζουν με το δυνατό καβάλο τους τα ζώα. Η Ρόουζ παγιδεύεται - σε αυτό το σπίτι μαυσωλείο, σε αυτό τον macho μικρόκοσμο, στην απειλητική σκιά του Φιλ. Πνίγει την αδυναμία της στο πιοτό που κρύβει κάτω από το μαξιλάρι της και τρέμει για το τι μπορεί να πάθει ο γιος της.
Η Τζέιν Κάμπιον («Μαθήματα Πιάνου», «Top of the Lake», «Ενας Αγγελος στο Τραπέζι μου») επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη μετά από 12 χρόνια (και το υποτιμημένο, βελούδινο «Βright Star»). Αργησε, ή έπαιρνε το χρόνο της, ακονίζοντας καρτερικά τα κινηματογραφικά της εργαλεία; Την κοφτερή λεπίδα την οποία καρφώνει με χειρουργική ακρίβεια στην καρδιά του σκύλου - την πατριαρχία.
Αυτό είναι το απειλητικό σκυλί και του ομότιτλου βιβλίου του Τόμας Σάβατζ (1967), πάνω στο οποίο πατάει η ταινία. Ενα σκυλί-φύλακας του συστήματος, που δείχνει δόντια έτοιμο να ξεσκίσει όποιον τολμήσει να το αμφισβητήσει με τη διαφορετικότητα του. Ειδικά στην ησυχία της επαρχιακής απομόνωσης, που δεν έχεις που να κρυφτείς, σού υπενθυμίζει την παρουσία του, γρυλίζοντας από τα βουνά. Σε παρακολουθεί παραμονεύοντας στην αγριότητα των κορυφογραμμών με το στόμα ορθάνοιχτο, ρίχνει στη ζωή σου τη βαριά σκιά του. Κάπως έτσι, ένα αγόρι που αρίστευσε στις κλασικές σπουδές και του ξεφεύγουν στο χαρτί ολοστρόγγυλα, καλλιγραφικά γράμματα, πρέπει να μεταμορφωθεί για να επιβιώσει.
Αυτή η ησυχία θέτει τον τόνο στην ταινία της Κάμπιον. Δεν χρειάζεται να πει πολλά, δεν την ενδιαφέρει ένα μεγαλόστομο μανιφέστο, είναι πολύ πιο έξυπνη από αυτό. Η Νεοζηλανδή σκηνοθέτης θα σου δώσει γενναιόδωρα τα κλειδιά, το γλωσσάρι της κινηματογραφικής γλώσσας, για να πλέξεις εσύ το λάσο που τυλίγεται αργά αργά στο λαιμό των ηρώων. Εκείνη, δεν βιάζεται να ανοίξει τα χαρτιά της. Η αφήγηση αναπτύσσεται με το βασανιστήριο της σταγόνας - κάθε πλάνο, κάθε ήχος, κάθε έκφραση κουβαλά έναν απειλητικό υπαινιγμό. Σ’ ένα τέτοιο γουέστερν, σε αυτό το νουάρ κάτω από τον καυτό ήλιο, η βία καραδοκεί σαν τον κροταλία στα ξηρά χόρτα. Και στο γεμάτο μίσος βλέμμα ενός άντρα που μισεί τον εαυτό του.
Με βοηθό της την εξαιρετική διευθύντρια φωτογραφίας Aρι Bέγκνερ, η Κάμπιον επενδύει σε αυτή την ησυχία. Αυτή θα σε στοιχειώσει και πολύ μετά τους τίτλους τέλους. Η μοναχικότητα των άδειων κάδρων, η αβάσταχτη μοναξιά των μεγάλων μυστικών. Εξω στη φύση, οι φακοί της Βέγκνερ καταγράφουν επικά, αλλά και με πυκνή μελαγχολία, το μεγαλείο των οροπεδίων, την απεραντοσύνη του ουρανού, την υπόσχεση του ανοιχτού ορίζοντα. Μέσα στην έπαυλη των αδελφών, ο αέρας τελειώνει. Οι φιγούρες των ανθρώπων φωτοσκιάζονται έτσι ώστε να εξαφανίζονται, σαν να τους καταπίνει το σκοτάδι μέσα στα τεράστια δωμάτια με τα μαονένια έπιπλα και τα παχιά περσικά χαλιά.
Διαβάστε ακόμη: «Θέλω να μην εξαφανίζομαι μέσα στους ρόλους μου»: Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς μιλάει στο Flix
Η Κάμπιον όμως κρατά το χαλινάρι των πλάνων, με δύναμη, με οικονομία. Mπορεί να ανοίγει και να κλείνει την ταινία με σαφή αναφορά στον βετεράνο των γουέστερν Τζον Φορντ (το κάδρο ενός παράθυρου: «μην ξεχνάτε: ό,τι βλέπετε είναι σινεμά»), όμως η ψυχολογική ματιά της θυμίζει περισσότερο Πολ Τόμας Aντερσον, ενώ ο τρόπος που χειρίζεται τη φύση υποκλίνεται στον Tέρενς Μάλικ - τα κοντινά στο τριχωτό των αλόγων, στο θρόισμα των σίτων, στο πώς πέφτει το φως σ’ ένα λευκό μαντήλι, λένε την ιστορία τους. Για την Ιστορία κοινωνιών, όπου, ειρωνικά, οι άντρες που δαμάζουν τη φύση, πρέπει να πνίξουν τη δική τους.
Ετσι μας μένει ο ήχος. Τα σπιρούνια που κροταλίζουν, το βάρος της μπότας στα ξύλινα σανίδια (αρχικά φαντάζουν ως απειλή, μέχρι να τα νιώσεις ως αντίλαλους αυτή της πρωταγωνίστριας μοναξιάς), ο άνεμος που συνεχώς ψιθυρίζει κουτσομπόλικα. Και το ανατριχιαστικό μουσικό σκορ του Tζόνι Γκρίνγουντ («The Master», «Phantom Thread») που παίζει σαδιστικά με τις χορδές των φόβων μας.
Ολες οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές. Για ακόμα μία φορά, ο Τζέσι Πλέμονς εκφράζει αριστοτεχνικά την καταπίεση με ένα σιωπηλό, σωματοποιημένο κλείδωμα. Η Kίρστεν Ντανστ (παρόλο που έχει τον λιγότερο καλογραμμένο ρόλο) καταρρέει γενναία σε κάθε σκηνή της. Κι ο αριστουργηματικός Kόντι Σμιτ-Μακφί κρατά κλειστά τα σαρκώδη του χείλη, αλλά χρησιμοποιεί το διάφανο δέρμα του και τα μπλε βλέμματά για να πει πολλά. Είναι το μοιραίο αρσενικό σε αυτό το méta-noir, σε αυτή την κινηματογραφική μελέτη για το τι τελικά «σε κάνει άντρα».
Διαβάστε ακόμη: «Είμαστε μακριά από μια κοινωνία απαλλαγμένη από το μίσος»: Η Κίρστεν Ντανστ μιλάει στο Flix
Το στοίχημα της Κάμπιον όμως είναι ο πρωταγωνιστής της. Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς σ’ έναν φαινομενικά κόντρα-ρόλο. Γιατί τι δουλειά έχει ο χλωμός, βρετανός δανδής στη φορεσιά του κάφρου καουμπόη; Πώς μεταμόρφωσε το σώμα του ώστε να μοιάζει απειλητικό ακόμα και με τον τρόπο που κάθεται σε μια καρέκλα πανδοχείου; Πώς δεν έπιασε μόνο την ντοπιολαλιά, αλλά δούλεψε τα σύμφωνα του («prrrrreetty») ώστε να συρίζουν ατόφιο μίσος; Πώς κατάφερε να ουρλιάζει φοβέρες, ενώ απλώς χαμογελά; Kι εκεί που νομίζουμε πώς τον έχουμε καταλάβει, πώς επέτρεψε σε μια χαραμάδα να ρίξει φως στα σκοτεινά υπόγεια του ρόλου του; Στον Φιλ που παίζει κι αυτός ένα ρόλο;
Κοιτώντας την μεγάλη εικόνα που συνθέτει η Κάμπιον, τον μεγάλο διάλογο που ανοίγει, υποκλινόμαστε. Οχι, κοιτάξτε προσεχτικά. Το τοπίο δεν είναι μόνο βουνά.
«Ελευθέρωσε την ψυχή μου από τη ρομφαία, τη μοναδική μου ψυχή από την εξουσία του σκύλου.» Ψαλμός 22:20.