Αθήνα 2015. Πέντε δολοφονίες. Κοινό χαρακτηριστικό, αρχαία ρητά του Πυθαγόρα στους τόπους των εγκλημάτων. Ο Δημήτρης Λαΐνης, καθηγητής εγκληματολογίας, αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο που κρύβεται πίσω από τους πέντε φόνους, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους. Αναπάντεχοι σύμμαχοι του Λαΐνη στο να ξεμπλέξει το πολύπλοκο και επικίνδυνο αυτό κουβάρι, οι φίλιοι αριθμοί του Πυθαγόρα, κι ένας καθηγητής μαθηματικών. Θα καταφέρει να λύσει το μυστήριο και να αποκαλύψει την αλήθεια;
To «Ετερος Εγώ» είναι μια από εκείνες τις ταινίες που θα ήθελες να πετύχουν απόλυτα τους φιλόδοξους είναι η αλήθεια, στόχους τους. Ο Σωτήρης Τσαφούλιας δοκιμάζει να στήσει ένα φιλμ είδους που θέλει να παίξει στο ίδιο γήπεδο με αντίστοιχες -αμερικάνικες κυρίως- ταινίες και παραδίδει ένα ευπρεπές θρίλερ που σέβεται τον θεατή και τις αναφορές του, αλλά δεν κάνει δυστυχώς την διαφορά.
Το πρόβλημα δεν είναι το μπάτζετ –κανείς δεν περιμένει από ένα ελληνικό φιλμ να μοιάζει με τον «Κώδικα Ντα Βίντσι» ακόμη και η χρήση των φίλιων αριθμών του Πυθαγόρα ως κλειδί του γρίφου, τον φέρνει στο μυαλό- αλλά των αδυναμιών του σεναρίου, των διαλόγων, των ερμηνειών, της προβλέψιμης εξέλιξης της πλοκής και των σχηματικών χαρακτήρων.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης δεν πείθει στον ρόλο του ιδιαίτερου, μα ιδιοφυή, εσωστρεφή ήρωα, κάνοντας την εσωτερικότητα του χαρακτήρα του να μοιάζει με... μούτρα, ο Μάνος Βακούσης κι ο Δημήτρης Καταλειφός καλούνται να δώσουν σάρκα κι οστά σε εξίσου ισχνές σκιαγραφήσεις χαρακτήρων, ενώ ο Φρανσουά Κλουζέ περνά απλά ως διάττων αστέρας που δεν αφήνει ίχνη.
Βλέποντάς το σε σχέση με άλλα δείγματα ενός σινεμά είδους, τα οποία τα τελευταία χρόνια δοκιμάζουν να μπολιάσουν το DNA των εμπορικών θρίλερ, ή των καθαρόαιμων ιστοριών δράσης στην ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα, το «Ετερος Εγώ» είναι σαφώς πολύ πιο στιβαρά δομημένο, αλλά την ίδια στιγμή και λιγότερο τολμηρό.
Θα προτιμούσαμε ένα φιλμ που να έπαιζε λιγότερο στα σίγουρα, ρισκάροντας μια ίσως την αποτυχία μα αποφεύγοντας την λογική μιας ρουτινιάρικης τηλεοπτικής γραφής που καταλήγει να θυμίζει το «Ετερος Εγώ». Αξιοπρεπές μα άνευρο, μοιάζει να στοχεύει στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή ενός όσο το δυνατόν πιο διευρυμένου κοινού, μεγεθύνοντας την μάζα των υποψήφιων θεατών μα βρίσκοντας λίγους που αληθινά θα ενθουσιάσει.