«Των αγαθών αγαθότερο η αγάπη.»
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής είναι σαν να μην έφυγε ποτέ από την Ελευσίνα.
Δεν είναι σχήμα λόγου. Υποθέτει κανείς πως όταν συνδεθείς τόσο νομοτελειακά με έναν τόπο, αυτός γίνεται μια επίκτητη πατρίδα, μια εστία από την οποία δεν μπορείς να απομακρυνθείς παρά μόνο ίσως με τη βία του χρόνου ή του θανάτου, ενός κάποιου αποχωρισμού δηλαδή που εκ των πραγμάτων οφείλει να είναι βίαιος.
Η επιστροφή του στα μυστήρια της πόλης που ο ίδιος έβαλε στον (κινηματογραφικό) χάρτη με τον πιο ανεξίτηλο τρόπο που το έκανε δημιουργός στο ελληνικό σινεμά, δεν είναι μια απλή επιστροφή. Είναι ένα Μυστήριο από μόνη της.
Τότε, εν έτει 2000, ο Φίλιππος Κουτσαφτής είχε βρεθεί στην Ελευσίνα, όπως ανέφερε ο ίδιος σαν «προσκυνητής».
Το ίδιο κάνει και τώρα, 23 χρόνια μετά (και ακόμη περισσότερα αν μετρήσουμε πως η πρώτη εικόνα που τράβηξε ποτέ στην πόλη χρονολογείται από το 1988), σε μια ταινία που μετράει μερικά χρόνια πίσω και που ξεκίνησε ως ένα άτυπο σίκουελ της «Αγέλαστου Πέτρας», τώρα που η Ελευσίνα είναι ένα μέρος που επισκέπτεσαι συχνά, λόγω Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ή επειδή, νομοτελειακά κι αυτό, κανένας τόπος δεν μένει για πάντα στην αφάνεια, καταδικασμένος (για καλό ή για κακό) κάποια στιγμή να ανακαλυφθεί.
Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή έχει σημασία. Οι «Ελευσίνιοι» θέλουν να θυμίζουν τον τίτλο μιας τραγωδίας. Οπως π.χ. οι «Πέρσες» που θα επανέλθουν πολλές φορές μέσα στο ντοκιμαντέρ όχι μόνο ως δείγμα της ιδιοφυΐας του Αισχύλου, αλλά και ως μια επιβεβαίωση της δύναμης που έχει η συντριβή είτε αφορά εσένα τον ίδιο ή τον εχθρό, το σημείο μηδέν που οι άνθρωποι είναι τελικά πραγματικά ίσοι.
Ο Κουτσαφτής μιλάει για το τέλος, μιας πόλης, ενός τόπου, μιας εθνικότητας, ενός κόσμου. Και το κάνει σε όλες του τις ταινίες, πάντα με τον ίδιο βαθιά συγκινητικό, πριν από άρτιο, τρόπο. Με τον ίδιο ανασκαφικό, πριν από αποκαλυπτικό, τρόπο.
Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν διαφέρει. Αξαφνα εκεί που προσπαθεί να κρατήσει την αφηγηματική του γραμμή ευθεία και να μιλήσει για την Ελευσίνα σήμερα, μια πόλη που δεν μοιάζει με την Ελευσίνα της «Αγέλαστου Πέτρας», αλλά και με την Ελευσίνα που λίγοι γνωρίζουν για να επιβεβαιώσουν πως άλλαξε μέσα στις δεκαετίες, η κάμερά του θα μείνει καρφωμένη σε ένα βλέμμα, λίγα τετραγωνικά χώματος, μια ακόμη ανασκαφή αυτή τη φορά στην αναπάντεχη εκδοχή ενός αναχώματος της λήθης.
Τίποτα δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Τίποτα δεν μπορεί να ξεχαστεί, όταν στα σύνορα αυτής της πόλης (μόνο οι ψαράδες ξεκίνησαν δειλά να βγαίνουν στη μολυσμένη θάλασσα… αυτή που τόσο ευθαρσώς δεν αντέχει να βλέπει μια από τις νεαρές Ελευσίνιες του ντοκιμαντέρ στην πιο σοκαριστικά ειλικρινή εξομολόγηση της ταινίας) κρύβεται μια χώρα πιο φιλόξενη και από την ίδια την έννοια της φιλοξενίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φίλιππος Κουτσαφτής, πριν ακόμη και από την μυθολογική διάσταση ενός τόπου άρρηκτα δεμένου με την Ιστορία του, αφηγείται εδώ μικρές και μεγάλες ιστορίες αγάπης, ζευγαριών που ενώθηκαν ή χωρίστηκαν μέσα σε χρόνια ξεριζωμού, πολέμου, φτώχειας για να επιζήσουν με τη δύναμη αυτού που ενώνει τους ανθρώπους που μοιράζονται ένα σπίτι. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτού του ντοκιμαντέρ μετρούν χρόνια πολλά μαζί με τους συντρόφους της ζωής τους, όσο και στα στενά αυτού του τόπου που αλλάζει ονομασίες, σημασίες και σημαινόμενα για να μείνει ακριβώς το ίδιο, σπουδαίο, χώμα μιας πατρίδας σε διαρκή ανασκαφή. Ξένοι που θάφτηκαν εδώ, ξένοι που βρήκαν σπίτι εδώ, ξένοι που έπαψαν να ορίζονται ως ξένοι επειδή βρέθηκαν εδώ.
Για πολλή ώρα οι «Ελευσίνιοι» κρατούν τη συγκινησιακή φόρτιση σε γήινο επίπεδο, με τις εξιστορήσεις ανθρώπων που βρήκαν πατρίδα ερχόμενοι από τη Σμύρνη ή από ξενιτιές αναπάντεχες (και πιο προσωπικές). Είναι όμως όταν αρχίζει η σύνδεση με το (αχανές) σύμπαν, ενός χωροχρόνου άχρονου και άχωρου, που το μεγαλείο του Φίλιππου Κουτσαφτή ξεπερνά τεχνικές μοντάζ, talking heads ή σχεδόν nouvelle vague συνειρμών και γίνεται μια κατάθεση που όχι μόνο γεμίζει όλο τον κενό χώρο ανάμεσα στην «Αγέλαστο Πέτρα» και το «γελασμένο» σήμερα μιας χώρας, αλλά και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου πάνω στον άνθρωπο.
Ανθρωποι από την «Αγέλαστο Πέτρα» πρωταγωνιστούν εδώ με την γνώση ότι τα πρόσωπά τους διασχίζουν δεκαετίες. Κι αναπάντεχα το βάρος όσων κουβαλούν γίνεται η ανάλαφρη σημερινή ιστορία μιας πόλης που είναι και εφηβικά σημαδεμένη και ιστορικά χαραγμένη, ένας τελικά τόπος που δεν ορίζεται από όσα πίστευε ότι ήταν τα παράσημά της, αλλά από μια διαρκή συνδιαλλαγή με το μύθο. Είναι πάλι οι αμφορείς, τα μικρά κορίτσια ζωγραφισμένα σε μια απρόσμενη ανάγνωση, φαντάσματα από το εγγύς παρελθόν, το χώμα και οι θησαυροί του που έρχονται να συναντήσουν τη ρουτίνα μιας πόλης που συνεχίζει να μένει άγνωστη, λες κι αυτό είναι που τη διατηρεί πάντα σε κατάσταση παιδική. Κάθε ιστορική «ακρίβεια» εκστομίζεται από το στόμα απλών ανθρώπων, επιστημόνων, γηραιών μαρτύρων όλη της ιστορίας της, νέων ανθρώπων σε διαδρομή αναζήτησης ενός μέλλοντος εκεί κι όχι μακριά από την Ελευσίνα, αγγίζει χορδές που ξεπερνούν μια τοπική γιορτή και γίνονται το τάμα της ανθρώπινης κατάστασης εν γένει.
Αποποιούμενος το φορτίο της σύγκρισης με την «Αγέλαστο Πέτρα», ο Φίλιππος Κουτσαφτής γράφει με τους «Ελευσίνιους» την τελευταία λέξη σε μια αφιέρωση που δεν φιλοδοξεί να τελειώσει ποτέ… Ενώνοντας τις λειχήνες (και τη διαστροφική σχέση τους με την πέτρα) με ένα πάρκο που για τους θαμώνες του θα έχει πάντα άλλο όνομα από το κανονικό και τους σπίνους με τη Δήμητρα που επιστρέφει από τον Αδη - και άρα είναι αυταπόδεικτο πως η πρώτη παπαρούνα όλου του κόσμου θα φυτρώσει στην Ελευσίνα, το νέο αυτό προσκύνημα του Φίλιππου Κουτσαφτή (διατηρώντας το ίδιο ηχητικό φορτίο του Κωνσταντίνου Βήτα) δεν είναι λιγότερο ποιητικό ή μελαγχολικό από την «Αγέλαστο Πέτρα».
Είναι το ίδιο «λυπημένο παραμύθι», η «τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας», μια ανεκτίμητη διάσωση μιας Ιστορίας που κάποιοι πίστευαν ότι τελειώνει επειδή πέφτουν credits. Σε εκείνη την τελευταία σπαρακτική σκηνή με τα «συγγνώμη» της «Αγέλαστου Πέτρας», οι «Ελευσίνιοι» έρχονται σαν μια απάντηση. Κάθαρση, θα την έλεγαν αρχαίοι και σύγχρονοι. Δίκαια.