Ο Μπεν και η Λουίζ είναι ένα ζευγάρι Αμερικάνων που ζουν μαζί με την μικρή τους κόρη στο Λονδίνο, προσπαθώντας να διατηρήσουν το ευ ζην τους παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και ταυτόχρονα να επιβιώσουν μιας απιστίας που τους διαλύει αργά αλλά σταδιακά. Το ταξίδι τους στην Ιταλία ίσως λειτουργήσει ως μια διέξοδος καθώς η γνωριμία τους με ένα ζευγάρι Αγγλων και του συνομήλικου με της κόρη τους γιου τους θα τους οδηγήσει να δεχτούν μια πρόσκληση για ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχική κατοικία του ζευγαριού έξω από το Λονδίνο.
Εκεί οι συντηρητικοί Μπεν και Λουίζ θα έρθουν αντιμέτωποι με μια οικογένεια που μοιάζει διαρκώς παράξενη αλλά και με τον δικό της τρόπο φυσιολογική. Ο άντρας, ο Πάντι, είναι ένας άξεστος και διαρκώς σε δράση τύπος. Η γυναίκα του Κιάρα μοιάζει να ακολουθεί πειθήνια κάθε του, ακόμη και πιο ριψοκίνδυνη επιθυμία ενώ ο γιος τους, Αντ, δεν μιλάει, επειδή έχει μια εκ γενετής δυσμορφία στη γλώσσα. Οσο οι μεν γοητεύονται από τους διαφορετικούς δε και όσο οι δε κάνουν τα πάντα για να προκαλέσουν τους μεν, τόσο η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι γίνεται ολοένα και πιο παράξενη, απειλητική, εφιαλτική.
Ριμέικ της ομότιτλης ταινίας των Κρίστιαν και Μαντς Τάφντραπ από το πρόσφατο 2022, το «Κραυγή Σιωπής» προσφέρει όλα όσα υπόσχεται μια ταινία που ενδιαφέρεται πρωτίστως να παγιδέψει τον θεατή στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού μαζί με τους ανυποψίαστους πρωταγωνιστές, παίζοντας διαρκώς με τις πεποιθήσεις του, τις προκαταλήψεις του, τη φιλοσοφία του πάνω στο σωστό και το λάθος, την αντοχή του εν γένει στο «διαφορετικό», καθώς η οικογένεια των Αγγλων - στην πρωτότυπη ταινία η γεωγραφική σύγκρουση αφορούσε Δανούς και Ολλανδούς - μοιάζει να παρεκκλίνει διαρκώς από το φυσιολογικό και το καθώς πρέπει, δίνοντας ωστόσο την ίδια ακριβώς στιγμή μια γερή ένεση αναζωογόνησης σε αποστειρωμένα και τελικά υποκριτικά μοντέλα οικογενειακής θαλπωρής.
Το «παιχνίδι» είναι ανελέητο, καθώς από σκηνή σε σκηνή, ο κλοιός στενεύει, η οικογένεια των Αμερικάνων παγιδεύεται μέσα σε έναν παραλογισμό που βαίνει πάντοτε υπέρ των Αγγλων, ενώ με επίκεντρο το βωβό αγόρι της οικογένειας αρχίζει να διαφαίνεται η αρχή της λύσης του μυστηρίου. Ο Τζέιμς Γουάτκινς (της «Γυναίκας με τα Μαύρα») χωροθετεί τη δράση μέσα στο δαιδαλώδες εξοχικό, εμπιστεύεται (και καλά κάνει) τους ηθοποιούς του (σε ένα ensemble που βρίσκει σε μεγάλη - μεγαλύτερη από όση θα έπρεπε - φόρμα τους επικεφαλής Τζέιμς ΜακΑβόι και Μακένζι Ντέιβις) και, χωρίς να ενδιαφέρει απαραίτητα τον θεατή του 2024, αλλάζει το ανατριχιαστικό φινάλε της πρωτότυπης ταινίας με μια πιο «βολική» εκδοχή που προσομοιάζει σε μια κάποια κάθαρση, αν και, ομολογουμένως με μια από τις πιο αναίτια και απαράδεκτα βίαιες σκηνές που είδαμε τελευταία στο παγκόσμιο σινεμά.
Σε αυτή τη δοσολογία της βίας, του τρόμου και της ανατριχίλας βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα αυτής της «κραυγής». Αφάνταστα διασκεδαστική στα ψυχολογικά παιχνίδια, εξαντλεί με πολλές επαναλήψεις την άκαρπη προσπάθεια των «θυμάτων» να αποδράσουν και όταν αποφασίζει να γίνει σκοτεινή προδίδεται από τη βίαιη εναλλαγή ύφους. Οταν δε προσπαθεί να φέρει στο τραπέζι τη συζήτηση περί του καπιταλισμού - μήτρας του κακού, χάνοντας το focus πάνω στην ενδιαφέρουσα ανθρωπολογική ανάλυση που είχε επιχειρήσει επί πολλή ώρα, αυτό που μένει είναι μια ανώδυνα διασκεδαστική ταινία στα όρια του all family b-movie που αξίζει τα λεφτά της, τα επιφωνήματα που θα προκαλέσει στους θεατές και τη δημοτικότητα που, μεταξύ μας, θα άξιζε να προκαλέσει στην πρωτότυπη δανέζικη ταινία.