Για όποιον νομίζει και πιστεύει ότι γνωρίζει την ιστορία του Εντουαρντ Σνόουντεν, του χαρισματικού υπαλλήλου του NSA που πρόδωσε τον όρκο σιωπής του για να αφυπνίσει την ανθρωπότητα, ο Ολιβερ Στόουν έχει μια έκπληξη: η ταινία του δεν είναι μια (ηρωική) βιογραφία, ούτε μια ακόμα αφορμή για τον σκηνοθέτη να στραφεί ενάντια στη μεγάλη παγκόσμια συνομωσία. Είναι ένα γρήγορο, έξυπνο θρίλερ που, όπως τα ωραιότερα του είδους, αφήνει τον θεατή με την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να πιστέψει τίποτα.

Το «Snowden» έχει μια συναρπαστική ιστορία, σεναριακά δομημένη και σκηνοθετημένη με έμπνευση, μπρίο και – παραδόξως – αυτοσυγκράτηση. Ενας έξυπνος νέος λαχταρά να υπηρετήσει την πατρίδα του. Όταν αδυνατεί να το κάνει ως στρατιώτης στα χαρακώματα, το κάνει ως μάχιμος tech executive στις μυστικές υπηρεσίες, στη CIA και στο NSA: η τεχνολογία είναι το νέο πεδίο της μάχης. Η δουλειά του θα τον ταξιδέψει σ’ όλων των ειδών τα κοσμοπολίτικα ντεκόρ – μαζί του κι ο έρωτάς του, η Λίντσεϊ που είναι όμορφη, ανθρωπίστρια, αντισυστημική και δυναμική. Όταν ο νέος συνειδητοποιήσει ότι εκείνοι για τους οποίους δουλεύει, η υψηλότερη κορυφή της αμερικανικής κυβέρνησης, προδίδουν τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου και τις αρχές της παγκόσμιας συνύπαρξης, θα τα βροντήξει όλα, θα καταδώσει το έγκλημα και θα καταδικάσει τον εαυτό του σε μια ζωή ως καταζητούμενος. Ακούγεται εκπληκτικό για κάθε κινηματογραφική ιστορία, πόσω μάλλον όταν πρόκειται και για την πραγματική ιστορία του Εντουαρντ Σνόουντεν, όπως ο ίδιος την παρέδωσε στα media κι όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του δημοσιογράφου της Guardian, Λουκ Χάρντινγκ.

Ακούγοντας ότι ο Ολιβερ Στόουν (του σήμερα, όχι του ’80), κάνει ταινία την ιστορία του Σνόουντεν, αυθόρμητα έρχεται στο μυαλό ένα πολιτικό κατηγορώ, ένα αντικυβερνητικό παραλήρημα, αλλά η πραγματικότητα, δηλαδή η ίδια η ταινία, διαψεύδει τη θεώρηση με τον καλύτερο τρόπο. Το καινούριο φιλμ του Στόουν δεν είναι ούτε μια πολιτική ευκολία (όπως το «W.»), ούτε ένας χωρίς νόημα αισθησιασμός (όπως το «Savages»), κι αν δεν είναι και «Wall Street», είναι οπωσδήποτε η καλύτερη ταινία του της τελευταίας 20ετίας.

Η ιδεολογία του Στόουν είναι ξεκάθαρη στην ταινία – ο άνθρωπος έχει να παλέψει ενάντια στο πανταχού παρόν και τα πάντα ορόν Σύστημα, την Εξουσία που εκμεταλλεύεται την τεχνολογία για να διεισδύει παντού χωρίς άδεια. Διατυπώνεται, ωστόσο, όχι μόνο με πειθαρχία, αλλά και με τα στοιχεία και τη διαδοχικότητα που κάνουν τη γνώμη του – και του Σνόουντεν, άρα – απόλυτα πειστική. Ο ήρωάς του είναι γραμμένος με βάθος και σχέσεις αιτιότητας, είναι σύνθετος, γεμάτος εσωτερικές και ηθικές συγκρούσεις, αλλά ταυτόχρονα ένας «καθημερινός άνθρωπος» αντιμέτωπος με συνθήκες που τον υπερβαίνουν.

Οι διαδρομές του Σνόουντεν προσφέρονται για μια ταινία με θεαματικό οδοιπορικό, από τις παραλίες της Χαβάης στους ουρανοξύστες του Χονγκ Κονγκ – το ίδιο κι η σχέση του με τη Λίντσεϊ Μιλς που δίνει άφθονες κινηματογραφικές αφορμές για love story και steamy sex. Οι δεύτεροι ρόλοι της ταινίας είναι έξυπνα επιλεγμένοι, παρότι κανείς από τους θαυμάσιους ηθοποιούς δεν έχει αρκετό υλικό για να ξεχωρίσει. Αντίθετα, ο Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, χτίζει μια προσωπικότητα που επιβάλλεται αργά, χωρίς τεχνάσματα, χωρίς κάτι το ελκυστικό, που εξελίσσει τη δύναμή της, ως ερμηνεία, παράλληλα με την εξέλιξη του ίδιου του ήρωα, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και απαιτητικό.

Πέρα από το αν επικυρώνει ή όχι τις πράξεις του Σνόουντεν (ναι, είναι η απάντηση), η ταινία καταφέρνει, με το στρατηγικό μοντάζ της και τη συγκέντρωσή της, να κάνει τον θεατή, όχι να γνωρίσει καλύτερα τον πληροφοριοδότη, ούτε να τον κρίνει, αλλά να συνειδητοποιήσει ότι η παρακολούθηση, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει αληθινά ξεφύγει σε μια σφαίρα απύθμενης δυνατότητας κι επικινδυνότητας, με οπλίτες… όλους τους ανθρώπους που έχουν στα χέρια τους μια οθόνη. Με τον τρόπο του, δηλαδή, ο Ολιβερ Στόουν βάζει τα πάθη του στην άκρη και μιλά δυνατά κι επίκαιρα, πιάνοντας (ξανά, μετά από χρόνια), τον παλμό των πιο δυσδιάκριτων γεγονότων.

Κι αν δεν επιδεικνύει το ατού του παρελθόντος του, την κατακερματισμένη κι επανενωμένη αφήγηση με καταιγιστικό σασπένς, όμως το παιχνίδι με το χρόνο λειτουργεί, προσθέτοντας σταδιακά στοιχεία στο σκελετό της ιστορίας, που προκαλούν στον θεατή τόση έκπληξη, όση και στον ίδιο τον ήρωα. Μαζί και η συνειδητοποίηση ότι όσο βλέπεις κάτι (τη ζωή, τους ανθρώπους), μέσα από μια οθόνη, τόσο αυτό παύει να μοιάζει αληθινό. Κι αν γυρίζοντας σπίτι κοιτάξει κανείς και μια δεύτερη φορά την κάμερα στην οθόνη του υπολογιστή του, ο Ολιβερ Στόουν έχει πετύχει το στόχο του. Κι ο Εντουαρντ Σνόουντεν επίσης, άλλωστε.