Χωρίς την Εμιλι Μπλαντ, αλλά με τους μάτσο χαρακτήρες του Τζος Μπρόλιν και του Μπενίσιο Ντελ Τόρο να μοιράζονται σχεδόν ισάξια τον κινηματογραφικό χρόνο, το «Sicario 2: Η Μάχη των Εκτελεστών» έρχεται τρία χρόνια μετά το «Sicario» ως μια ολότελα απρόσμενη περίπτωση σίκουελ. Απρόσμενη, δεδομένου ότι το ζοφερό πρωτότυπο φιλμ του Ντενί Βιλνέβ, παρά τη συγκρατημένα επιτυχημένη εισπρακτική του πορεία, κάθε άλλο παρά αποτελούσε ένα παραδοσιακό μπλοκμπάστερ ανάλαφρης θερινής κατανάλωσης από αυτά στα οποία το Χόλιγουντ βιάζεται να χαρίσει συνέχειες.
Συνεχίζοντας την εξερεύνηση της ηθικής ζούγκλας που επικρατεί στα ελεγχόμενα από τα καρτέλ σύνορα Μεξικού και ΗΠΑ, το φιλμ του Στέφανο Σόλιμα ξεκινά με τη σοκαριστική αυτοκτονία ενός ισλαμιστή τρομοκράτη κατά τη διάρκεια ενός συνοριακού ελέγχου. Λίγο αργότερα, η ακόμα πιο φρικιαστική επιδρομή καμικάζι σε ένα πολυκατάστημα στο Κάνσας Σίτι οδηγεί στην ανατριχιαστική υποψία ότι πλέον τα καρτέλ δεν εισάγουν παράνομα μόνο ναρκωτικά αλλά και τρομοκράτες. Αποφασισμένο να περάσει στην αντεπίθεση, το Υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ αναθέτει στον ομοσπονδιακό πράκτορα Ματ Γκρέιβερ (Τζος Μπρόλιν) τη βρώμικη δουλειά να τερματίσει τον υπόγειο αυτό πόλεμο, «χωρίς κανόνες» αυτή τη φορά, κι εκείνος επιλέγει να καταφύγει στην πάντα δημοφιλή λύση του γνωστού «διαίρει και βασίλευε», αναθέτοντας με τη σειρά του στον αδίστακτο Αλεχάντρο (Μπενίσιο Ντελ Τόρο) την αποστολή να απαγάγει την κόρη ενός από τους αρχηγούς των καρτέλ προκειμένου να πυροδοτήσει συμπλοκές ανάμεσα στις κυρίαρχες συμμορίες των εμπόρων ναρκωτικών.
Η πένα του σεναριογράφου Τέιλορ Σέρινταν («Πάση Θυσία», «Στα Ιχνη του Ανέμου») συνεχίζει να καταγράφει το θολό αυτό τοπίο των θανάσιμων συναλλαγών και των ριψοκίνδυνων διαπραγματεύσεων κάπου ανάμεσα σε μια πολεμική ταινία και ένα σύγχρονο γουέστερν, χωρίς ξεκάθαρους καλούς και κακούς παρά μόνο πιόνια σε έναν αδιάκοπο κύκλο βίας. Κι ομολογουμένως, το «Sicario 2» βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο σινεμά είδους, έστω και υβριδικό, σε σχέση με το επιτηδευμένο φιλμ του Βιλνέβ. Από την άλλη, παίρνοντας τη σκυτάλη της σκηνοθεσίας από τον Βιλνέβ (ο οποίος κίνησε για τα πιο φιλόδοξα μονοπάτια επιστημονικής φαντασίας της «Αφιξης» και του «Blade Runner 2049»), ο Ιταλός Στέφανο Σόλιμα αποδεικνύεται ικανός αντικαταστάτης του, έχοντας ήδη αρκετή προϋπηρεσία στα σκιώδη παιχνίδια του οργανωμένου εγκλήματος μέσα από το «Suburra» και το τηλεοπτικό «Gomorrah».
Ομως όσο ικανοί κι αν αποδεικνύονται οι Σέρινταν και Σόλιμα στο χτίσιμο της ατμόσφαιρας, του αποπνικτικού σασπένς και των άψογα ενορχηστρωμένων σκηνών δράσης, το «Sicario 2» δεν έχει τίποτα να προσθέσει στον ήδη αρκούντως αφηρημένο υπαρξιακό καμβά του μάλλον υπερεκτιμημένου προκατόχου του. Τίποτα, εκτός ίσως από τη στερεοτυπική πορεία του χαρακτήρα του Ντελ Τόρο που από στυγνός εκτελεστής που αναζητά εκδίκηση ανακαλύπτει μια ευκαιρία εξιλέωσης στη σχέση του με την απαχθείσα κόρη του υπεύθυνου για τον χαμό της οικογένειάς του.
Ακόμα πιο ύποπτες μοιάζουν οι σκηνές βίας – ακόμα κι αν δεν μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει ακριβώς στυλιζαρισμένες ή γραφικές, εικόνες όπως αυτές των αρχικών σκηνών των τρομοκρατικών επιθέσεων μοιάζουν να μην εξυπηρετούν τίποτα περισσότερο από το σοκ μιας τάχα μου ρεαλιστικής καταγραφής, φλερτάροντας έντονα με τον συναισθηματικό εκβιασμό, χωρίς εν τέλει να συνδέονται περαιτέρω με τα όσα ακολουθούν.
Για μια ακόμα φορά, οι χαρακτήρες θα περάσουν δια πυρός και σιδήρου προκειμένου να φέρουν εις πέρας μια αποστολή που ανατρέπεται διαρκώς, καταδικασμένοι να μην εμπιστεύονται κανένα, και για ακόμα μια φορά θα διαπιστώσουν τη ματαιότητα των επιλογών τους και των πράξεών τους, δέσμιοι πολιτικών συμφερόντων, διαφθοράς και μιας ανελέητης δίνης βίας. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την ύπαρξη μια τέτοιας θλιβερής πραγματικότητας στον κόσμο όπου κινείται το «Sicario 2», όμως η επαφή της ταινίας με τον ρεαλισμό είναι προβληματικά επιλεκτική. Παίρνοντας, θαρρείς, ένα «μάθημα» από τα ρεσιτάλ μαυρίλας και κατασκευασμένου μηδενισμού του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, οι δημιουργοί αυτού του αλλόκοτου εκκολαπτόμενου franchise (ναι, το φινάλε είναι ανοιχτό για μία ή περισσότερες συνέχειες) μοιάζουν να ηδονίζονται με την ίδια τους τη δεξιοτεχνία να κατασκευάζουν έναν κατασκοτεινό κόσμο χωρίς διαφυγή.