Ενα κορίτσι τρέχει ημίγυμνο και ξυπόλητο στη χιονισμένη απεραντοσύνη του ορεινού Γουαϊόμινγκ. Είναι μία έφηβη Ινδιάνα - φανερά τρομοκρατημένη, σαν λαβωμένο αγρίμι. Μέρες μετά, ο Κόρι Λάμπερτ, ο ειδικός κυνηγός της περιοχής που οι κάτοικοι προσλαμβάνουν για να σκοτώνει τις τίγρεις που αποδεκατίζουν τα κοπάδια τους, ανακαλύπτει το παγωμένο πτώμα της. Το σοκ του είναι διπλό: το βιασμένο κορίτσι που έτρεχε να ξεφύγει ήταν φίλη με την κόρη του κι αυτό ξυπνά ακόμα πιο δύσκολες αναμνήσεις. Οταν μία πράκτορας του FBI έρχεται από την πρωτεύουσα για να ηγηθεί των ερευνών, ο Κόρι θα γίνει ο οδηγός της, ιχνηλατώντας τα στοιχεία του εγκλήματος στο χιόνι και προσπαθώντας να σβήσει τα δικά του τραύματα.
To «Στα Ιχνη του Ανέμου» δεν είναι στ' αλήθεια ντεμπούτο (το 2011 είχε σκηνοθετήσει μία ταινία τρόμου, το «Vile»), αλλά σίγουρα αποτελεί άφιξη. Ηταν φυσικό ακόλουθο για τον Τέιλορ Σέρινταν να σκηνοθετήσει. Τα βραβευμένα του σενάρια («Sicario», «Πάση Θυσία») έχουν ήδη έτοιμη εικόνα, ρυθμό, διαστάσεις, βάθος. Και πάνω από όλα, είναι ένας από τους ελάχιστους (και για αυτό το «Πάση Θυσία» επικοινώνησε τόσο πολύ με τον κοινό) έτοιμους auteurs: δεν έχει απλώς κάτι να πει. Νιώθει την αναγκαιότητα να το πει. Ο Σέρινταν είναι ένας νουάρ ποιητής που υιοθετεί το ρόλο του λαογραφικού παρατηρητή για να αφουγκραστεί και να αποκαλύψει την σκοτεινή αμερικανική καρδιά, να ιχνηλατήσει σαν τον Κόρι Λάμπερτ τις πληγές αυτής της χώρας, να επιστρέψει στο σημείο που όλα πήγαν στραβά. Πώς ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών είναι μάταιος, το έγκλημα έχει φωλιάσει και στις δύο πλευρές του νόμου. Πώς η οικονομική κρίση είναι αδιέξοδος μονόδρομος, ο καπιταλισμός έστειλε το λογαριασμό στη χώρα που τον γέννησε. Και τώρα: πώς ο ρατσισμός δεν εξαρθρώθηκε ποτέ. Είναι γηγενής.
Οπως ο ήρωάς του, ο Σέρινταν επιχειρεί (με τις καλύτερες προθέσεις) να ακολουθήσει τον μίτο που θα τον οδηγήσει κάπου που δε θέλουμε στ' αλήθεια να κοιτάξουμε, αλλά το κάνουμε. Σαν να προσπερνάμε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Πόσο έχουμε τακτοποιημένη τη λευκή μας ανωτερότητα, πόσο αναλώσιμες είναι οι ζωές των κατοίκων σε καταυλισμούς, πόσο η βία απέναντι στις γυναίκες συναντά το κουκούλωμα και την απέραντη σιωπή του χιονισμένου τοπίου;
Ο Σέρινταν (με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του Μπεν Ρίτσαρντσον) θα χρησιμοποιήσει αυτό ακριβώς το τοπίο για το μοντέρνο γουέστερν του. Το χιόνι προκαλεί το ίδιο δέος και την ίδια απελπισία όπως αντικρίζει κανείς το αδιέξοδό του (γεωγραφικό και προσωπικό) στην άμμο, στην έρημο. Αγονο, απέραντο, ανίκητο μοιάζει να συμβολίζει την συστημική κυριαρχία. Μοιάζει να καλύπτει το πραγματικό πρόσωπο μιας ξεχασμένης ενδοχώρας με αφημένους στη μοίρα τους κατοίκους (θυμηθείτε πώς είχε λειτουργήσει και στο «Winter's Bone» της Ντέμπρα Γκράνικ).
Το «Στα Ιχνη του Ανέμου» είχε τη ραχοκοκκαλιά και τη δυναμική για να είναι αριστούργημα. Δεν είναι. Αρχικά, γιατί (παρόλο το βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών) ο Σέρινταν είναι ακόμα άπειρος σκηνοθέτης, ανέτοιμος να συλλάβει με τον τρόπο του Βιλνέβ ή του ΜακΚένζι την μεγάλη εικόνα της ταινίας του – αν και υπάρχουν στιγμές που το ταλέντο του για να αποτυπώσει και να διατηρήσει ένταση σε εκπλήσσει, όπως η σεκάνς που 10 άντρες σηκώνουν τα όπλα ο ένας στον άλλον, ή μία πράκτορας, μόνη, χτυπά την πόρτα του βασικού ενόχου.
Το βασικότερο και το βαθύτερο τραύμα της ταινίας όμως είναι ο μελοδραματισμός και ο διδακτισμός της. Οσο στο «Πάση Θυσία» οι ήρωες μιλούσαν όσο έπρεπε για τα κακώς κείμενα της ένοχης Αμερικής, εδώ φλυαρούν, απαγγέλουν, κυρήττουν. Ετσι οι ισορροπίες χάνονται, ο λευκός ήρωας ανάμεσα στους γηγενείς μοιάζει με αντιήρωα που σώζει τη μέρα, ο «κακός» είναι εξίσου σχηματικός, η κάθαρση εξωφρενική. Και είναι κρίμα γιατί, ως ηθοποιός κι ο ίδιος, ο Σέρινταν πετυχαίνει να εκμαιεύσει υπέροχες ερμηνείες. Ο Τζέρεμι Ρένερ δίνει μία άλλη διάσταση στον μοναχικό και μόνο καουμπόι, βουβά λαβωμένος, ηττημένος αλλά και αποφασισμένος για εξιλέωση. Η πραγματική αποκάλυψη όμως είναι η Ελίζαμπεθ Ολσεν. Κάνει κάτι περισσότερο από το να κουβαλά το αθώο, εκφραστικό πρόσωπό της ως δόλωμα στη βιαιότητα του περιβάλλοντος. Αποδεικνύει ότι υπάρχει μία ατσάλινη πλευρά στην εύθραυστη γυναικεία φύση, την οποία κουβαλά και την αποκαλύπτει με δεξιοτεχνία και δυναμισμό.
Είναι βέβαιο ότι ο Σέρινταν θα συνεχίσει να κάνει ταινίες από αναγκαιότητα. Θα γράφει σενάρια που νιώθει στα σωθικά του και θα πιάνει κι εμάς από τα δικά μας. Κι αυτά είναι τα σωστά ίχνη να ακολουθήσει κανείς για να γίνει κάποια στιγμή και μεγάλος σκηνοθέτης. Το πιστεύουμε.