Το σημαντικότερο επίτευγμα του Ντενί Βιλνέβ σε αυτό το δεύτερο «Blade Runner» είναι ότι η ταινία του συνεχίζει την ιστορία της ταινίας του 1982 σαν πραγματικά αυτό να ήταν κάτι που έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και χρόνια. Ούτε (ευτυχώς) ριμέικ, ούτε (διπλά ευτυχώς) reboot, το «Βlade Runner 2049» είναι ένα καθαρόαιμο σίκουελ που ενισχύει τη μυθολογία της εμβληματικής πρώτης ταινίας και διατηρεί – ανεβάζοντας και επίπεδα - την έτσι κι αλλιώς υποδειγματική αισθητική της.

Περισσότερο από οτιδήποτε, το νιώθεις πως ο Βιλνέβ φιλοδοξεί να πει μια ιστορία που να μοιάζει βγαλμένη από τα σπλάχνα του πρώτου «Blade Runner» αλλά να μπορεί να σταθεί και από μόνη της στο σήμερα ενός κινηματογραφικού κόσμου που κανείς δεν ξέρει αν θα δεχόταν με καλύτερους οιωνούς το τότε αρχικά αποτυχημένο και μετέπειτα απλά πιο κλασικό πεθαίνεις φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Φυσικά και ο Ντενί Βιλνέβ το κανει με τους όρους του. Τους όρους ενός δημιουργού που δεν παίζει έτσι κι αλλιώς εκ του ασφαλούς, που παραμένει συναρπαστικός ακόμη και στις όχι πραγματικά σπουδαίες στιγμές του (οι υπέρμαχοι του «Sicario» ας διαμαρτύρονται ήσυχα κάπου που παίζει διαρκώς σε λούπα την «Αφιξη») και που η εμμονή του να κοιτάζει τον άνθρωπο ακόμη και όταν όλα γύρω του προσπαθούν με αξιώσεις να κλέψουν την παράσταση, αρχίζει ταινία με την ταινία να σχηματίζει μια πραγματικά ιδιοσυγκρασιακή (από το κλασικό στο μοντέρνο και πάλι πίσω) φιλμογραφία.

Περισσότερο νουάρ παρά επιστημονική φαντασία, το «Blade Runner 2049» μπαίνει ήδη από τα πρώτα του λεπτά στο μυστήριο και μένει εκεί μέχρι το τέλος. Ολα ξεκινούν όταν ο νεαρός Blade Runner (όπως ονομάζονται οι αστυνομικοί που έχουν αναλάβει την «απόσυρση» μιας ολόκληρης γενιάς από ρέπλικες) με τον κωδικό όνομα Κ ανακαλύπτει ένα μυστικό που απειλεί να ανατρέψει την ισορροπία της νέας τάξης πραγμάτων. Βρισκόμαστε τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας, ένα black out έχει σβήσει όλα τα γνωστά αρχεία, η εταιρία που καασκευάζει τις εξελιγμένες πλέον ρέπλικες διευθυνεται πλέον από έναν νέο ηγέτη και ο Κ θα αναζητήσει μόνος του τη λύση φτάνοντας μέχρι τον Ρικ Ντέκαρτ, τον Blade Runner της πρώτης ταινίας που είχε εξαφανιστεί τα τελευταία 30 χρόνια.

Ο,τι ξεκινάει σαν μια αστυνομική περιπέτεια που πατάει πάνω στο μοτίβο του ανυπάκουου οργάνου που παθαίνει εμμονή με μια υπόθεση την οποία θα έπρεπε κανονικά να έχει τερματίσει, γίνεται γρήγορα ένα υπαρξιακό ταξίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αντιγραφή της, ένα μελόδραμα που όχι τυχαία φέρνει vintage μνήμες από παλίο Χόλιγουντ (εδώ και μια σκηνή ανθολογίας με τα ολογράμματα του Φρανκ Σινάτρα και του Ελβις Πρίσλεϊ) και ολοκληρώνεται σαν ένα παραμύθι που δεν μοιάζει απίθανο να είναι από αυτά που θα διηγούνται οι επόμενες γενιές σαν να είχαν πραγματικά συμβεί.

Αν και με απόλυτο σέβασμο στο πρωτότυπο φιλμ, δεν είναι τελικά οι ομοιότητες, αλλά οι μικρές διαφορές από το πρώτο «Blade Runner» που ορίζουν την ουσία αυτής της ταινίας αλλά ανάβουν ταυτόχρονα και ένα τεράστιο απαγορευτικό σήμα ότι εδώ δεν χωρούν συγκρίσεις. Ο Βιλνέβ δεν ανταγωνίζεται τον Σκοτ. Το δικό του «Blade Runner» είναι επικό, σε στιγμές μεγαλύτερο σε διαστάσεις απ’ ότι έχεις δει τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν έρχεται ούτε για να ακυρώσει την ανάμνηση της ταινίας του Σκοτ (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), ούτε για να συστήσει με το ζόρι σε ένα νέο κοινό μια μυθολογία που επηρέασε σχεδόν όσο καμιά άλλη το σινεμά της επιστημονικής φαντασίας.

Στο ταλέντο του Ντενί Βιλνέβ συναντιούνται ιδανικά το fanboy με τον μεγάλο δημιουργό (ό,τι συνέβη στην περίπτωση του Τζέι Τζέι Εϊμπραμς στο «Star Wars»), γι’ αυτό ήδη από την πρώτη του σκηνή το «Blade Runner 2049» αναδύει το μελαγχολικό αίσθημα της νοσταλγίας. Οχι, η νοσταλγία δεν αναφέρεται σε όσους θυμούνται όταν είδαν πρώτη φορά το «Blade Runner» (τι στιγμή!), αλλά σε κάτι πιο εγγενές, κάτι που έχει να κάνει με την ίδια την ιστορία (και τη διαδρομή του ήρωα) της καινούριας ταινίας. Μια νοσταλγία για ένα παρελθόν που διακόπηκε απότομα, που χάθηκε μέσα στις ατραπούς μιας δυστοπίας γραμμένης με πολύχρωμο νέον πάνω στις ρεκλάμες των υγρών δρόμων μιας άγνωστης πλέον μητρόπολης. Μια νοσταλγία για ό,τι θα ενώνει (ή θα χωρίζει) πάντα τον άνθρωπο πριν από οποιονδήποτε άλλο με τον εαυτό του.

Εκεί όπου ο Ρίντλεϊ Σκοτ αποθέωνε το δυστοπικό υλικό του Φίλιπ Κ. Ντικ (όλα ξεκίνησαν από το «Do Androids Dream of Electric Sheep?» που κυκλοφόρησε το 1968) σε μια ποιητική αλληγορία για το μέλλον, ο Ντενί Βιλνέβ προτιμά η δική του στροφή από την περιπέτεια να είναι το μελόδραμα. Εκεί όπου η εικόνα της πρώτης ταινίας τρυπούσε το δέρμα σαν τις στάλες της βροχής που τρέχουν αδιάκοπα σχεδόν σε όλη τη διάρκειά της, εδώ η αριστουργηματική φωτογραφία του Ρότζερτ Ντίκινς δεν αφήνει διάτρητο το σύμπαν της ταινίας, παίζοντας με το υγρό στοιχείο και τη σκόνη με όρους απόκοσμους. Εκεί που ο Vangelis έγραφε το ανυπέρβλητο ηλεκτρονικό score της πρώτης ταινίας σαν ένα ψίθυρο που δυναμώνει μέσα στο σύγχρονο χάος, ο Χανς Τσίμερ μεγαλουργεί με μια επική electronica που φτάνει μέχρι την απαρχή του κόσμου.

Το μάτι που στο Blade Runner βλέπει το Λος Αντζελες του 2019 δεν είναι το ίδιο που βλέπει σήμερα την ίδια πόλη στο 2049. Οχι μόνο γιατί η Αμερική και ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος όπως το 1982 (οι ελεύθερες αναγωγές στην δυστοπική εποχή μας ταιριάζουν όλες, ηθελημένα και μη) αλλά γιατί εν έτει 2017, ο μύθος του «Blade Runner» ορίζεται σωστά από τον Ντενί Βιλνέβ ως απόλυτα (μη φοβάστε, δεν είναι spoiler) ανθρωποκεντρικός. Και παραμένει τέτοιος μέχρι το μελαγχολικό φινάλε, αφού πρώτα έχει αποκτήσει ως φιλμ υπόσταση από μόνο του σαν ένα κομμάτι επιστημονικής φαντασίας φτιαγμένο από τα υλικά του σήμερα.

Είναι αλήθεια πως για το πρώτο (και λιγο παραπάνω) μέρος του, το «Blade Runner 2049» είναι μια καθόλα άρτια ταινία, ένα υπόδειγμα σινεμά του δημιουργού στη συσκευασία ενός blockbuster που τώρα γίνεται με άνεση (ενώ στα χρόνια του πρώτου «Blade Runner» γίνοταν με ρίσκο) και που δικαιώνει τελεσίδικα την επιλογή του Ντενί Βιλνέβ ως συνεχιστή του οράματος του Σκοτ (ευτυχώς, αν κάποιος αναλογιστεί τι έκανε ο ίδιος ο Σκοτ στο «Alien» με τον «Προμηθέα» και το «Alien Covenant»), αυτή του Ράιαν Γκόσλινγκ για το ρόλο του πρωταγωνιστή (όσοι διαφωνούν ας συνηθίσουν στην ιδέα πως παραμένει ο πιο χαρισματικά εύπλαστος ηθοποιός της γενιάς του), φυσικά την επιστροφή του Χάρισον Φορντ (σε μια επανεμφάνιση ίδιας συγκινησιακής φόρτισης με αυτή του Χαν Σόλο στο «Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει») και την ίδια την αυτόφωτη ύπαρξη αυτού του σίκουελ.

Από τη μέση και μετά όμως, και ενώ ο υπνωτιστικός ρυθμός δεν χάνεται ποτέ, δεν μπορεί, θα αναρωτηθείς κι εσύ γιατί ο Βιλνέβ μοιάζει να χάνει σταδιακά τη ψυχή (ειρωνικά, η ψυχή είναι ζητούμενο και στις δύο ταινίες «Blade Runner») των ηρώων του δίνοντας μόνο ψήγματα της συγκίνησης που τους οφείλει. Θα προβληματιστείς με την υποψία ενός σίκουελ που (δυστυχώς) αρχίζει να αχνοφαίνεται από νωρίς με σειρά υποπλοκών που μένουν ανεκμετάλλευτες. Θα απορήσεις με την αχρείαστη (και φλύαρη) ύπαρξη του επιβλητικού ωστόσο σαν φιγούρα και μεταμόρφωση Τζάρεντ Λέτο. Και, ενώ το φως που απαγορεύει τις συγκρίσεις παραμένει αναμμένο όπως οφείλει μέχρι και το τέλος, δεν θα μπορέσεις να αντισταθείς και θα συγκρίνεις την τελική σκηνή δράσης με το σπαρακτικό εκείνο φινάλε της πρώτης ταινίας.

Εκεί μια θυσία έριχνε τόνους βροχής πάνω στον ίδιο τον αφανισμό της ανθρωπότητας, εδώ μια άλλη θυσία καλύπτεται από το χιόνι πάνω στην ελπίδα της αναγέννησής της. Μια, σε κάθε περιπτωση, μεγαλειώδης επιλογή για μια μυθολογία που αποτελείται πλέον από σήμερα από δύο ταινίες και που στο κέντρο της βρίσκεται συνεχώς το ερώτημα του ποια είναι τελικά η αλήθεια που πρέπει να πιστέψει κανείς για να μπορέσει να επιβιώσει.