Με προορισμό έναν απομακρυσμένο πλανήτη σε ένα μακρινό σημείο του γαλαξία και φορτίο περίπου δύο χιλιάδες εποίκους, το πλήρωμα του διαστημικού πλοίου Covenant νομίζει ότι ανακαλύπτει έναν αχαρτογράφητο παράδεισο, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν σκοτεινό, επικίνδυνο κόσμο – ο μόνος κάτοικος του οποίου είναι ο «συνθετικός» Ντέιβιντ, επιζών της καταδικασμένης αποστολής Προμηθέας.

Πώς μπορείς να συντηρήσεις μια υπερεπιτυχημένη και πολυαγαπημένη σειρά ταινιών χωρίς να προδώσεις το πνεύμα που τις έκανε εξαρχής αποτελεσματικές; Επιστρέφοντας στο τρομακτικό σύμπαν επιστημονικής φαντασίας που ο ίδιος γέννησε με το κλασικό «Alien» του 1979, ο Ρίντλεϊ Σκοτ βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί επιχειρώντας να γεφυρώσει τον φιλόδοξο αλλά άνισο «Προμηθέα» του με τις αγωνιώδεις περιπέτειες της Ελεν Ρίπλεϊ, δημιουργώντας με τον «Προμηθέα» και το «Alien: Covenant» μια νέα σειρά που λειτουργεί ως πρίκουελ στις παλαιότερες ταινίες και εξερευνά περαιτέρω την προέλευση του θανάσιμου επισκέπτη του διαστήματος και του εξωγήινου πολιτισμού που συνδέεται μοιραία μαζί του.

Το «Alien: Covenant», όμως, δεν γεφυρώνει μονάχα χρονικά τον «Προμηθέα» με την προϋπάρχουσα σάγκα των «Alien», αλλά πασχίζει –όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα– να συνταιριάξει και το ύφος τους: τις φιλοσοφικές προεκτάσεις του πρώτου με τον καθαρόαιμο τρόμο και τις ανατριχίλες της δεύτερης. Μόνο που στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει τόσο τους θεατές που περιμένουν από αυτόν καινούργια στοιχεία όσο κι εκείνους που θέλουν απλά να βιώσουν αγνή καθαρή φρίκη, το «Alien: Covenant» παραμένει αμήχανα μετέωρο ανάμεσα στα δύο, μια διχασμένη οντότητα με αποδυναμωμένες και τις δύο προσωπικότητές της.

Η αίσθηση déjà vu είναι πιο επίμονη από ποτέ, από την εισαγωγή-συστάσεις του πληρώματος στο πρώτο μέρος, μέχρι τις χαρακτηριστικές αιματηρές εκρήξεις των δύσμορφων παράσιτων από τα σώματα των μελών του και τις θανάσιμες καταδιώξεις στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του σκάφους στο δεύτερο, όμως παρά την αδιαμφισβήτητη τεχνική δεξιοτεχνία του Σκοτ και των συνεργατών του μοιάζουν με χλιαρές αντανακλάσεις του παλιού καλού καιρού: οι αναλώσιμοι πρωταγωνιστές δεν διαθέτουν χαρακτήρα, εξαφανισμένοι καθώς είναι μέσα σε στερεοτυπικά διλήμματα και σχηματικές υποπλοκές, και η αίσθηση ανείπωτου αρχέγονου τρόμου του πρωτότυπου έχει αντικατασταθεί από εύκολο σπλάτερ.

Ακόμα χειρότερα (δεν) λειτουργούν μερικές από τις υποτιθέμενες καινοτομίες: η απόπειρα απεικόνισης (και διαφοροποίησης) της γενετικής εξέλιξης των alien που όλοι αγαπήσαμε οδηγεί σε μια αχρείαστη ποικιλομορφία των τεράτων στο «Alien: Covenant», που και βιολογικά δεν έχει καμία λογική και απομακρύνεται εγκληματικά από τον εμβληματικό εφιαλτικό σχεδιασμό του Χ. Ρ. Γκίγκερ, ενώ την ίδια στιγμή η υπερέκθεση στο φακό των ως επί το πλείστον ψηφιακών και όχι και τόσο επιτυχημένων μεταλλαγμένων πλασμάτων αποδεικνύεται μπούμερανγκ, καθώς αφαιρεί δραματικά από το στοιχείο του τρόμου.

Η πιο ενδιαφέρουσα και ουσιώδης προσθήκη που προσφέρει το «Alien: Covenant» στη μυθολογία της σειράς πηγάζει από την επανεμφάνιση του ανδροειδούς Ντέιβιντ από τον «Προμηθέα» και την αντιπαράθεσή του με το πιο εξελιγμένο μοντέλο του Γουόλτερ, που επανδρώνει το Covenant. Η σχέση τους και η σύγκρουσή τους τροφοδοτεί εκ νέου μερικά από τα –όχι και τόσο πρωτότυπα αλλά πάντοτε γόνιμα– αιώνια ερωτήματα της επιστημονικής φαντασίας γύρω από την αλαζονεία της επιστήμης, τη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος, τα όρια της τεχνητής νοημοσύνης και το διαχωρισμό μεταξύ καθήκοντος και συναισθήματος. Ερωτήματα που φιλτράρονται επιτυχημένα μέσα από τη διπλή, ανησυχητική ερμηνεία του Μάικλ Φασμπέντερ, έστω κι αν η ισχυρή παρουσία του προδίδει κατά κάποιον τρόπο την παράδοση των ταινιών «Alien» στην υπεροχή των δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων, που εδώ εκπροσωπούνται αναιμικά από την Ντάνιελς της Κάθριν Γουότερστον.

Ακόμα κι αυτό, όμως, δεν είναι ικανό να αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι ο Σκοτ και οι σεναριογράφοι του, στην προσπάθειά τους να συντηρήσουν ένα franchise, δημιούργησαν ένα πρίκουελ που εν τέλει, υπό το πρίσμα των νέων αποκαλύψεων, αφαιρεί κάτι από την ωμή, μινιμαλιστική δύναμη της πρωτότυπης ταινίας του, με περιττές λεπτομέρειες και αχρείαστα περίπλοκα origin stories που σε μεγάλο βαθμό απομυθοποιούν το ίδιο το αρχικό του όραμα. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι το αποτέλεσμα του «Alien: Covenant» είναι αντιστρόφως ανάλογο του hype που το συνοδεύει, μια πολυαναμενόμενη επιστροφή που παρά τις όποιες επιμέρους αρετές της φαντάζει ολοένα και πιο κατασκευασμένη και λιγότερο οργανική για τη μυθολογία της σειράς.