Βασισμένη στο μυθιστόρημα Sisters της Ντέιζι Τζόνσον και με πρεμιέρα στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών, η Αριάν Λαμπέντ, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, εντοπίζει με ευαισθησία την τραγωδία της ενηλικίωσης και των ανθρώπινων τραυμάτων - κι αυτό το εύρημα μετά το πνίγει σε μια επιτήδευση και δομική πολυπλοκότητα που καθόλου δεν χρειάζεται.

Η Τζουλάι, κοινωνικά αδέξια, είναι αυτοκόλλητη με την αδελφή της, Σεπτέμπερ. Αυτό που λέει η Σεπτέμπερ είναι για την Τζουλάι εντολή, καθοδήγηση, τρόπος ζωής, υποταγή ή επανάσταση. Ιδιαίτερα εφόσον οι δυο αδελφές ζουν με τη μαμά τους που, παρότι τις αγαπά και τις αντιμετωπίζει σαν μούσες για τις φωτογραφίες της, αδυνατεί να τις φροντίσει παραπάνω. Οταν, εξαιτίας μιας βίαιης απάντησης στο αδιάκοπο bullying που εισπράττουν, οι δυο αδελφές αποβληθούν για λίγες μέρες, θα μετακομίσουν με τη μαμά τους στην ιρλανδική εξοχή. Εκεί, όμως, η Τζουλάι θ' αρχίσει να απολαμβάνει την αυτονομία της, με τρόπο που θα φέρει την ίδια, τη Σεπτέμπερ της και τη μαμά της σ' ένα αξεπέραστο αδιέξοδο.

Η σκηνοθεσία της Λαμπέντ είναι, με μια λέξη, γόνιμη: θαρραλέα, πληθωρική, ετοιμοπόλεμη με τα σκοτάδια τα δικά της και των ηρωίδων της, παιχνιδιάρα με τους κώδικές τους που κρατούν σαν πολύτιμο μυστικό, εξαιρετική στο να αντλήσει από τις νεότατες Μία Θάρια και Πασκάλ Καν, αλλά και από τη («Doctor Who», «Sex Education», για να μην πούμε και «EastEnders») Ράκι Θάκραρ, πειστικές και παθιασμένες ερμηνείες.

Ομως, από τη μια πλευρά η υπερβολική χρήση ρετρό αναφορών (ειδικά σε μια «φασαίικη» και αναίτια ενδυματολογία), από την άλλη διάλογοι που παραπέμπουν στην επιτήδευση του ελληνικού σινεμά της περασμένης δεκαετίας, από την άλλη πάλι ένα δαιδαλώδες σενάριο που χτίζει τη μια οφθαλμαπάτη πάνω στην άλλη ώσπου όταν έρθει η πράγματι συγκινητική αποκάλυψη να έχεις απηυδήσει από τις επαναλήψεις και τα κενά, φορτώνουν με τεχνάσματα μια ταινία που στην απλότητά της θα μπορούσε να είναι συγκλονιστική. για το γυναικείο τραύμα, την απώλεια, το εύθραυστο της ανθρώπινης φύσης