[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής αναφέρεται μόνο σε πράγματα τα οποία έχουν αποκαλυφθεί από διάφορα τρέιλερ και φωτογραφίες. Eνδέχεται, ωστόσο, να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

«Who gives a fuck about movies?»

Αυτή είναι η ατάκα που λέει ο Ghostface πριν σκοτώσει το πρώτο θύμα του στην έκτη αυτή σειρά ενός ξέφρενου (όπως αποδείχθηκε) franchise, η οποία όχι μόνο χαρακτηρίζει μια ολόκληρη γενιά θεατών αλλά και την ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία σήμερα. Κάθε ταινία «Scream», πέρα από το να σε κάνει να διασκεδάσεις με τις δολοφονίες, το gore, τα meta στοιχεία αλλά και το παιχνίδι του ποιος είναι ο δολοφόνος, ανάμεσα σε άλλα, ήταν και ένα πραγματικό κινηματογραφικό γεγονός, μια σάτιρα για το ίδιο το είδος του κινηματογραφικού τρόμου και ένα (καυστικό σε σημεία) σχόλιο για την εκάστοτε κατάσταση του σινεμά στο Χόλιγουντ και στον κόσμο.

Ετσι πέρσι το, πραγματικά υπέροχο, «Scream» είχε κάτι να πει και να σατιρίσει για την τεράστια εμμονή του Χόλιγουντ με τα remake/prequels/reboots για να μας δώσει έναν δικό του, αρκετά πετυχημένο ορισμό, για τις ταινίες αυτές: τα requels. Για όσους θέλουν να ξεσκονίσουν λίγο τις γνώσεις για το τι εστί requel πρόκειται για μια reboot ταινία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως σίκουελ ενός παλιού κλασικού franchise, με νέους χαρακτήρες αλλά διαδραματίζεται στη συνέχεια της αρχικής ταινίας έτσι ώστε να επαναφέρει τους παλιούς χαρακτήρες που έχουν αγαπηθεί από όλους.

Οι σκηνοθέτες Ματ Μπετινέλι-Ολπιν και Τάιλερ Γκίλετ, γνωστοί και ως Radio Silence, επιστρέφουν ξανά για να δώσουν στην σειρά το καλύτερό και πιο έξυπνο της μέχρι στιγμής κεφάλαιο, μπήγοντας το μαχαίρι βαθιά και χτυπώντα το Χόλιγουντ εκεί που ακριβώς πονάει περισσότερο: στα ίδια τα franchises και την κληρονομία τους.

Η υπόθεση (που χρειάζεται να γνωρίζετε) είναι λιτή. Μετά το τελευταίο μακελειό στο Γούντσμπορο, οι τέσσερις επιζώντες κάνουν μία καινούρια αρχή στη Νέα Υόρκη, μακριά από τον Ghostface. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να πιστεύουν, καθώς ο serial killer τους ακολουθεί στην μεγαλύτερη μητρόπολη του κόσμου και σκορπίζει τρόμο...

Αυτό και μόνο αρκεί για να μπείτε κατευθείαν στο κλίμα του «νέα πόλη, νέοι κανόνες». Και οι Radio Silence ήδη από την εξαιρετική wtf εισαγωγή του, η οποία μπορεί να μην ξεπερνάει εκείνη της πρώτης ταινίας του 1996, αλλά γίνεται αυτομάτως κλασική, παίζουν με τους κανόνες της σειράς, τους ανατρέπουν και τους επαναπροσδιορίζουν, χωρίς όμως να τους επανεφευρίσκουν – εξάλλου πρόκειται για το σίκουελ ενός ρίκουελ – κάνοντας τους να παραμένουν ταυτόχρονα και επίκαιροι ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Extra bonus το καυστικό σχόλιο πάνω στα ίδια τα franchises, το πως το κοινό και η βιομηχανία διαχωρίζει τις ταινίες ανάλογα με το εάν ανήκουν σε ένα από αυτά ή όχι.

Και όπως κάθε ταινία η οποία οφείλει να σέβεται τον εαυτό της ως προσθήκη ενός κλασικού franchise, το έκτο αυτό φιλμ της σειράς προσθέτει και πάλι τον αριθμό στον τίτλο του («Scream VI» από το σκέτο «Scream» που, αν και ήταν το πέμπτο στην σειρά, ήταν απλά ένα ρίκουελ) δίνοντας έτσι το έναυσμα στους σεναριογράφους να παίξουν με τις meta αναφορές (δείτε απλά και την εξαιρετικά εύστοχη σκηνή μετά τους τίτλους τέλους), τα διάφορα easter eggs (από τα οποία είναι γεμάτα η ταινία) και τον αυτοσαρκασμό της (είναι η πρώτη φορά που ο Ghostface τηλεφωνεί στην Γκέιλ Γουέδερς και δεν το αφήνει να περάσει έτσι απλά).

Με τις απροσδόκητες ανατροπές του και ένα πανέξυπνο και συνεχώς ανατρεπτικό σενάριο το οποίο, ενδίδει όσο αντέχει στα κλισέ αλλά όχι και στην παγίδα της νοσταλγίας, το «Scream VI» κάνει τη Νέα Υόρκη το κατάλληλο σκηνικό για δημιουργήσει την ιδανική ατμόσφαιρα για μια ταινία της μετα-πανδημικής εποχής. Η κοινωνία η οποία πλέον ζει μέσα σε ένα PTSD όπου τα μεγάλα πλήθη ανάγονται στα καλύτερα σημεία για μερικές από τις πιο τολμηρές και ταυτόχρονα τις πιο αποτρόπαιες και φρικιαστικές σκηνές της ταινίας, με δόσεις αρκετού σασπένς, φέρνοντας μαζί τους και τον πιο βίαιο και ανελέητο Ghostface που έχει δει η σειρά μέχρι σήμερα.

Και μπορεί η Νιβ Κάμπελ η οποία, κακά τα ψέματα, αποτελούσε την ψυχή της σειράς, να λείπει από αυτό το κεφάλαιο, οι επιζήσαντες από την προηγούμενη ταινία, μαζί με την Κόρτνεϊ Κοξ, αλλά και τη μεγάλη επιστροφή της Χέιντεν Πανετιέρ, την Κίρμπι από το «Scream 4», καταφέρνουν να συμπληρώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το κενό αυτό. Σε αυτό βοηθάει και η χημεία μεταξύ των Τζίνα Ορτέγκα και Μελίσα Μπαρέρα η οποία είναι αρκετά καλύτερη και πιο μεστή από την προηγούμενη ταινία και σε συνδυασμό με το νέο (έτοιμο πάντα για να πεθάνει) υπόλοιπο καστ.

Το «Scream VI» δεν απογοητεύει. Σατιρίζοντας αλλά και τιμώντας μια ολόκληρη κληρονομία που έχει αφήσει πίσω του ένα από τα καλύτερα franchises τρόμου, χτίζει τον δικό του θρύλο. Μια υπέροχη slasher ταινία, απενοχοποιημένη διασκέδαση και ένα πανέξυπνο σίκουελ, σπάνιο στις μέρες μας, η οποία φορά με άπλετη περηφάνεια τη ταλαιπωρημένη και χιλιοφορεμένη μάσκα της αιματοβαμμένης παράδοσής της.