Η Φιλομένα Λι ήταν έφηβη ακόμα, όταν έμεινε έγκυος στην Ιρλανδία του 1952. Θεωρήθηκε έκπτωτη και κατέληξε έγκλειστη σε μοναστήρι, όπου της στέρησαν το παιδί της, όταν ήταν ακόμα νήπιο για να το στείλουν σε παρένθετη οικογένεια στην Αμερική. Πενήντα χρόνια μετά, συνεχίζει να αναζητά το γιό της. Συνοδοιπόρος στο συναρπαστικό της ταξίδι θα είναι ένας εκλεπτυσμένος, κυνικός δημοσιογράφος, ο οποίος τη βοηθά να εντοπίσει τον γιο της.

Ακόμη και αν δεν ξέρεις ότι το «Philomena» είναι μια ταινία του Στίβεν Φρίαρς, είναι σχεδόν αδύνατον να την έχει φτιάξει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από έναν δημιουργό που μέσα στα χρόνια έχει ολοκληρώσει μια φιλμογραφία που αποτελείται από μικρές σε μέγεθος ταινίες με μεγάλη ψυχή.

Είτε αυτές είναι το «Ωραίο Μου Πλυντήριο», είτε το «High Fidelity», είτε η «Καντίνα», είτε η «Βασίλισσα» - για να μην αναφερθεί κανείς στις αριστουργηματικές «Επικίνδυνες Σχέσεις» ή το απολαυστικό «Grifters».

Κανείς άλλος δεν μπορεί να πάρει μια ιστορία σαν αυτή μιας γυναίκας που ψάχνει μετά από 50 χρόνια, με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου, το χαμένο γιό της που δόθηκε για υιοθεσία παρά τη θέλησή της όταν ακόμη ήταν νέα σε μοναστήρι της Ιρλανδίας και να φτιάξει ένα τόσο αστείο και ταυτόχρονα συγκινητικό φιλμ που χαίρεσαι να παρακολουθείς, απολαμβάνοντας κάθε του σκηνή, κάθε του διάλογο, κάθε φινετσάτη κριτική του απέναντι στους θεσμούς και τα ανθρώπινα λάθη.

Δεν είναι μόνο το υπέροχα αταίριαστο ζευγάρι μιας λαϊκής γυναίκας και ενός επιφανή άρτι απολυμένου δημοσιογράφου του BBC που πάνω του ο Φρίαρς στήνει μια ολόκληρη κοινωνική τοιχογραφία, δεν είναι μόνο ένα σενάριο που αποφεύγοντας κάθε ίχνος σοβαροφάνειας αστειεύεται ακόμη και με τα πιο σοβαρά πράγματα, δεν είναι μόνο η στάση ολόκληρης της ταινίας και του Φρίαρς απέναντι στην καθολική εκκλησία (με ένα μνημειώδες «fucking catholics» να σε ρίχνει κάτω από γέλια), δεν είναι μόνο το γεγονός πως ό,τι βλέπεις είναι μια αληθινή ιστορία από αυτές τις μικρές που για τον άνθρωπο που τις ζει είναι οι μεγαλύτερες στον κόσμο.

Πιο πολύ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φρίαρς σκηνοθετεί απέριττα και διάφανα κάθε μετάπτωση των ηρώων και του σεναρίου που τη μία στιγμή είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία και την άλλη ένα σπαραξικάρδιο δράμα, πατώντας πάνω στο σενάριο κομψοτέχνημα των Στιβ Κούγκαν και Τζεφ Πόουπ βασισμένο στο «The Lost Child of Philomena Lee» του Μάρτιν Σίξμιθ, χωρίς ποτέ να χαρίζεται σε κάνενα από τα δύο είδη υποστηρίζοντας σθεναρά το ιδιότυπο είδος της δραμεντί στο οποίο ανήκει.

Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Φρίαρς μετατρέπει κάτι απλό (που συχνά μοιάζει απλοϊκό) σε μια αφοπλιστική ιστορία για την συνειδητοποίηση δύο ανθρώπων που οφείλουν να κλείσουν κάθε κύκλο που τους εμποδίζει να συνεχίσουν, κινηματογραφόντας τους στο κέντρο μιας τραγικής αλήθειας που όμως μπορεί να λειτουργήσει και για τους δύο λυτρωτικά, Κάνοντας «πολιτική» ακριβώς πάνω στο σημείο που η απλοϊκότητα της Φιλομένα συναντάει το τέλος της πολιτικής ορθότητας (απέναντι στην καθολική εκκλησία, το συντηρητισμό και τη μεγάλη αποκάλυψη της ταινίας) για να εκραγεί σε ένα ποτάμι αβίαστου ανθρωπισμού.

Και περισσότερο και απ' όλα τα παραπάνω είναι ο Στιβ Κούγκαν στον καλύτερο και πιο ολοκληρωμένο ρόλο της καριέρας του, αστείος, επίμονος και τρυφερός απέναντι στη γυναίκα που έχει αναλάβει να «σώσει» και φυσικά η Τζούντι Ντεντς που με την καθοδήγηση του Φρίαρς χτίζει ένα μοναδικό πορτρέτο μιας μεγαλειώδους γυναίκας, που δεν σταματάει να πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων όταν όλοι της φέρονται εχθρικά, που μπορεί να δεχτεί πιο εύκολα από κάθε επιφανή πτυχιούχο τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, που δεν θα σταματήσει ποτέ να θεωρεί το σεξ μια από τις πιο συναρπαστικές στιγμές της ζωής της (και ας ήταν αυτό που της κόστισε την απομάκρυνση από το παιδί της), σίγουρη πως στη ζωή αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να κοιτάξεις στο παρελθόν και να μην νιώθεις καμία ενοχή.

Κάθε φορά που Φρίαρς σταματάει την αφήγηση για να απομονώσει ένα βλέμμα της, μια σιωπή της, ένα ανεπαισθητο γύρισμα του κεφαλιού της, για εκείνη τη στιγμή και για πολύ μετά είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθοποιός αυτή τη στιγμή στον πλανήτη.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Στίβεν Φρίαρς στο Flix.


Διαβάστε ακόμη: