To «Obscuro Barocco» - ήδη παραδομένο στις αντιθέσεις από τον τίτλο του, ενώνει δύο άκρα που όχι τυχαία συνδέονται άρρηκτα με τη ζωή στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Οπως θα δηλώσει η πρωταγωνίστρια του, η θρυλική τρανσέξουαλ Λουάνα Μουνίζ που πέθανε λίγο πριν την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ και στην οποία το αφιερώνει η Ευαγγελία Κρανιώτη, «το Ρίο ντε Τζανέιρο είναι μια φάμπρικα που κατασκευάζει όνειρα ή εφιάλτες και σε αυτά τα όνειρα κάποιοι χάνονται και άλλοι βρίσκουν τον εαυτό τους».
Σε αυτόν τον κενό χώρο όπου κάποιοι παραμένουν συνεχώς μετέωροι ανάμεσα σε αυτό που θα ήθελαν να είναι και αυτό που είναι, η Ευαγγελία Κρανιώτη απλώνει την ονειρική της περιήγηση σε μια πόλη σκοτεινή (Obscuro) και μπαρόκ (Barocco) την ίδια ακριβώς στιγμή, μπαινοβγαίνοντας στις - και από τις - σκιές με την τόλμη μιας κινηματογραφίστριας που αποκτά εδώ - στη δεύτερη ολοκληρωμένη της δουλειά - το δικό της, σε στιγμές παραπάνω επιτηδευμένο αλλά σε κάθε περίπτωση διακριτό στιλ.
Με τον ίδιο τρόπο που είχε κάνει στο «Erotica, Exotica, Etc.» του 2015, η Κρανιώτη κρατάει στη βάση τη θεματική της: εδώ οι διαφορετικοί τρόποι που μεταμορφώνεται κανείς πριν βγει στη «σκηνή», είτε αυτή είναι η σκηνή ενός drag show, ενός sex club, η παρέλαση στο πιο φρενήρες καρναβάλι του κόσμου ή ένα ξέφωτο στη μέση μιας ζούγκλας. Και ξεκινάει από εκεί ένα υπνωτιστικό ταξίδι που χαρτογραφεί μια αποκαλυπτική διαδρομή πάνω στις ανθρώπινες αισθήσεις.
Αν περιγράψει κανείς το «Obscuro Barocco» ως κάτι τόσο όμορφο που σχεδόν δεν αντέχεις να (ξανα)δείς δεν θα ήταν υπερβολικός, αφού σε ένα μοναδικό παιχνίδι με το φως, το χρώμα και τον ήχο, τα απόλυτα μελετημένα και ρυθμικά 59 λεπτά τα οποία διαρκεί μοιάζουν από μόνα τους με μια εμπειρία μεταμόρφωσης. Σε μια συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, πρόσωπα, σώματα, κινήσεις, φώτα της πόλης και σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής συνθέτουν κομμάτι κομμάτι ένα ντοκιμαντέρ που άλλοτε παίρνει τη μορφή ενός ποιήματος και άλλοτε αυτή ενός μανιφέστου.
Στην πραγματικότητα, η Κρανιώτη προσπαθεί να ανακαλύψει τι μένει τελικά από κάθε ανθρώπινη μεταμόρφωση, όταν το σόου έχει τελειώσει και τα φώτα έχουν σβήσει.
«Στο τέλος του καρναβαλιού, μένει μόνο η τραβεστί μεταμφιεσμένη στη γωνιά του δρόμου», θα πει η Λουάνα Μουνίζ, αναμφισβήτητα η πιο ενδιαφέρουσα μορφή όλου του ντοκιμαντέρ, σε αντίθεση με τον πιο ασθενικό κλόουν που εμφανίζεται συχνά πυκνά σαν ακόμη ένα δείγμα της φρενήρους μελαγχολίας που κρύβει ένας άνθρωπος κάτω από μια γεμάτη σύμβολα αμφίεση.
Από την αναζήτηση της ταυτότητας, την κοσμογονία του φύλου μέσα στους αιώνες, τους ρόλους που υποδύεσαι ή εκείνους που αναγκάζεσαι να υποδυθείς, την αντίσταση ή και την απόλυτη υποδούλωση στα κλισέ, το σινεμά ως μια τέχνη που οφείλει να επανεφευρίσκει και αυτό σαν τον άνθρωπο τη γλώσσα του, σε ένα σύνολο που περισσότερο νιώθεις παρά προσπαθεις να ακολουθήσεις τον ποιητικό ειρμό του, το «Obscuro Barocco» εντυπώνεται τελικά στο θεατή περισσότερο σαν μια φιλμική εμπειρία. Περισσότερο ίσως και από ένα φιλμικό δοκίμιο που δοκιμάζει - πολλές φορές ρισκάροντας την αλήθεια του - νέους τρόπους να αφηγηθεί μια γνωστή μέσα στους αιώνες ιστορία.