Aπό την πρώτη ιστορία, με τις απεγνωσμένες προσπάθειες του συζύγου μιας διάσημης τραγουδίστριας να διατηρήσει τη δημοτικότητα της γυναίκας του - και τη βασική πηγή εσόδων του - μέχρι την αποτυχημένη απόπειρα ενός πλούσιου οδηγού μιας Ρολς Ρόις να βοηθήσει έναν πεζό τραυματία, τη δυσάρεστη έκπληξη που περιμένει έναν πρωταγωνιστή σε μια πορνοταινία όταν ενημερώνεται για την ιδιότητα του ρόλου του, μέχρι την τελευταία ιστορία, με την κηδεία ενός διάσημου κωμικού του θεάτρου, τα «Μοντέρνα Τέρατα» αποτελούν ένα παζλ από κωμικοτραγικές στιγμές στη ζωή μιας ομάδας ανθρώπων, που οι περιστάσεις αλλά και η ίδια η φύση, τους μετατρέπουν σε... «τέρατα».

Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπαίνει στο στόχαστρο των Ρίζι, Μονιτσέλι και Σκόλα στη διάρκεια αυτών των ανισομερών – σε διάρκεια και αξία - επεισοδίων που συνθέτουν τα «Μοντέρνα Τέρατα». Η θρησκεία, η μπουρζουαζία, η ομοφυλοφιλία, το ελεύθερο σεξ, η τρομοκρατία γίνονται οι αφορμές για ένα δοκίμιο πάνω στα διαφορετικά είδη της κωμωδίας. Από τους αδερφούς Μαρξ μέχρι τον Ζακ Τατί και από τον Μπλέικ Εντουαρντς μέχρι τον Φελίνι, οι τρεις βασικοί εκπρόσωποι της «comedia all' Italiana» εξαντλούν το μέσο φιλοδοξώντας να παραδώσουν ένα αιρετικό, ντελιριακό και διασκεδαστικό πορτρέτο μιας Ιταλίας που καταρρέει κάτω από το βάρος της ίδια της της υποκρισίας.

Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και το κίνημα που γέννησε το «Εντιμότατοι Φίλοι Μου», το «Βίαιοι, Βρώμικοι, Κακοί!» και τον «Φανφαρόνο», η «comedia all' Italiana», έφτανε στο τέλος της, δίνοντας τη θέση της στην κρίση που θα αποστείρωνε καταστροφικά σχεδόν το ιταλικό σινεμά των δύο επόμενων δεκαετιών. Ενωμένοι τόσο ώστε να μην υπογράφει ποιος έκανε ποιο από τα 14 επεισόδια των «Μοντέρνων Τεράτων» είναι φανερή η διάθεση των Ρίζι, Μονιτσέλι και Σκόλα να κρατήσουν ζωντανό το πνεύμα που ακόμη και σήμερα θεωρείται η μοναδική χρυσή τομή ανάμεσα στο καλλιτεχνικό και εμπορικό σινεμά που γνώρισε ποτε η Ιταλία.

Και με ένα περίεργο τρόπο το καταφέρνουν. Οχι πάντοτε πετυχημένα, ούτε πάντοτε με την ίδια διεισδυτική κοινωνική ματιά, θυσιάζοντας συχνά την σάτιρα υπέρ μιας γκροτέσκας εκδοχής της καυστικότητας. Διασκεδάζοντας και οι ίδιοι με την πρόκληση της μικρής διάρκειας των επεισοδίων (μέσος όρος γύρω στα 6 με 7 λεπτά) τεμαχίζουν τους πλέον ζωτικούς τομείς της κοινωνίας και της καθημερινότητας σε μικρά ξεπάσματα παραλογισμού, σουρεαλισμού και ενίοτε μαγικού ρεαλισμού.

Οσο δύσκολο, όμως, είναι να ξεχωρίσεις ποιος σκηνοθετήσε ποιο επεισόδιο (η αντιστοίχιση είναι πλέον γνωστή), τόσο εύκολο να διακρίνεις ποια είναι τα επεισόδια που αποτελούν τη βάση του όλου εγχειρήματος και αποτελούν τις ευδιάκριτα πιο σημαντικές στιγμές αυτού του σπονδυλωτού φιλμ.

Προσπερνώντας στα γρήγορα το πιο «nouvelle vague» επεισόδιο του φιλμ, το «Autostop» του Μάριο Μονιτσελι όπου η παρουσία της Ορνέλα Μούτι ανάγκασε την αμερικανική εταιρία διανομής της ταινίας να αναφωνήσει: «Η Ορνέλα Μούτι είναι το πιο γεμάτο πράγμα που έβγαλε ποτέ η Ιταλία μετά τα ραβιόλι», τέσσερα είναι τα επεισόδια που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ειρωνικού «Ζήτω η Ιταλία!», όπως ήταν και ο εύστοχος αμερικάνικος τίτλος της ταινίας στη διαδρομή της μέχρι την υποψηφιότητα για το ξενόγλωσσο Οσκαρ.

Στο «Pronto Soccorso» του Μονιτσέλι, ο αριστοκράτης Αλμπέρτο Σόρντι προσπαθεί να μεταφέρει ανεπιτυχώς έναν ετοιμοθάνατο άστεγο σε κάποιο νοσοκομείο, στο «Tantum Ergo» του Ρίζι ο Βιτόριο Γκάσμαν, στο ρόλο ενός ιερέα, έρχεται αντιμέτωπος με την οργή της εργατικής τάξης, στο «Hostaria» του Ετόρε Σκόλα ο Βιτόριο Γκάσμαν και ο Ούγκο Τονιάτσι υποδύονται ένα ζευγάρι μαγείρων που τσακώνονται καθώς ετοιμάζουν ένα δείπνο για μια παρέα πλουσίων και στο «Elogio Funebre» - το καταληκτικό επεισόδιο του φιλμ – ο Ετόρε Σκόλα κλείνει την αυλαία μιας ολόκληρης εποχής με μια φελινική κηδεία στα όρια του μιούζικαλ.

Στη αναμέτρηση ανάμεσα στους τρεις δημιουργούς και τους τρεις ογκόλιθους της υποκριτικής του ιταλικού σινεμά, η νίκη κρίνεται στις λεπτομέρειες με ελαφρό προβάδισμα στους Γκάσμαν, Τονιάτσι και Σόρντι που αποδεικνύονται σε στιγμές πιο αιρετικοί, πιο θαρραλέοι και πιο αστείοι από τους σκηνοθέτες τους.

Στην τελική αδυσώπητη, όμως, μάχη με το χρόνο, και οι έξι τους δείχνουν ελαφρά κουρασμένοι, σύμβολα μιας εποχής και μιας κινηματογραφικής επανάστασης που μοιάζει πλέον με vintage αναφορά και όχι με ένα διαχρονικό παιχνίδι με τα όρια του σινεμά, της κωμωδίας και της σάτιρας. Το φανερα επιθετικό σχόλιο τους απέναντι στα ήθη και τις συμβάσεις των 70s μοιάζει πλέον ανώδυνο και σε στιγμές ανεκδοτολογικό. Οπως ακριβώς και οι ίδιοι παραμένουν δικαιωματικά «τέρατα», αλλά έχοντας απωλέσει προ πολλού εκείνο το εξτρα άγγιγμα που θα τους χαρακτήριζε ως «μοντέρνα».