Η Τζεν κι ο Ρομπ ζουν μια παράλληλη ημέρα: δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, βρίσκονται κι οι δυο, παραμονές Χριστουγέννων, σε μια γραφική, ολόλευκη πόλη των Χάιλαντς, για να περάσουν ρομαντικές γιορτές με τους αγαπημένους τους. Αλλά όχι. Η Τζεν θ' ανακαλύψει με τρόμο ότι ο σύντροφός της έχει... δική του γυναίκα και παιδιά. Ο Ρομπ θα φάει χυλόπιτα από τη φιλενάδα του, πάνω που της κάνει πρόταση γάμου. Δυο άνθρωποι μόνοι, με την απόρριψη για κουραμπιέ, θα συναντηθούν τυχαία στο σταθμό του τρένου που δεν φεύγει, θα παγιδευτούν σε χιονοθύελλα και θα συνασπιστούν (και φυσικά... γνωριστούν καλύτερα), για να βρουν τρόπο να επιστρέψουν στη Γλασκώβη.

Είναι δύσκολο μια χριστουγεννιάτικη ρομαντική κομεντί να γίνει άχαρη, έσως κι εκνευριστική, αλλά αυτή εδώ τα καταφέρνει. Δυο πρωταγωνιστές, προφανώς γνωστοί στο βρετανικό κοινό από τη σκωτσέζικη τηλεόραση, μοιάζουν να μην έχουν ίχνος ελκυστικότητας, ενδιαφέροντος ή μαγνητισμού. Η Τζεν κι ο Ρομπ ζουν μια περιπέτεια προβλέψιμη κι ανταλλάσσουν μπανάλ διαλόγους, τόσο αναμενόμενους που έχεις χρόνο να παρατηρήσεις ότι στον Ρομπ το μακιγιάζ στα μάγουλα είναι υπερβολικά κόκκινο, μάλλον γιατί κάνει κρύο. Οποια πρωτοτυπία συμπυκνώνεται στο φινάλε το οποίο, όμως, όχι απλώς έρχεται... αργά, αλλά εκτελείται και με μια θεατρικότητα που ισοπεδώνει το συναίσθημα που, τα 100 προηγούμενα λεπτά, προσπαθεί να βρει έδαφος να εκδηλωθεί. Αν κάτι αξίζει να κρατήσουμε από το φιλμ είναι η ζηλευτή περιήγηση στα Χάιλαντς, για ένα επόμενο, μετά-πανδημίας, ταξίδι.