«Δεν έκανα τίποτε άλλο από το να περιμένω. Σε όλη μου τη ζωή. Τίποτε άλλο από το να περιμένω κάτι να συμβεί.»

Ο Αλάν δεν μπορεί πια να περιμένει άλλο. Εχοντας εγκαταλείψει το Παρίσι των «εγκοσμίων» απολαύσεων, ζει σε μια κλινική στις Βερσαλλίες. Εχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα απεξάρτησης από το αλκοόλ αλλά προτιμά τη ζωή του ασθενούς «γιατί είναι πιο τακτοποιημένη και πιο απλή». Αλλωστε γνωρίζει ότι η θεραπεία του είναι παροδική. Μόλις βγει από την κλινική θα ξεκινήσει να πίνει «αργά ή γρήγορα» και το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιβεβαιώσει τη ματαιότητα μιας ζωής που δεν άφησε κανένα σημάδι, ούτε στη συγγραφική του τέχνη, ούτε όμως στις καρδιές των ανθρώπων που συνάντησε. Ο Αλάν δεν θα περιμένει άλλο. Η απόφαση είναι ειλημμένη. Ή όχι; Ενα εικοσιτετράωρο στο Παρίσι, εκεί όπου ο Αλαν θα συναντήσει ψήγματα της πρότερης ζωής του, θα είναι υπεύθυνο την τελική ετυμηγορία.

Αν όχι αυτοβιογραφικό με τον τρόπο που ήταν το «Φύσημα στην Καρδιά» του 1971 ή το «Αντίο Παιδιά» του 1987, το φιλμ που έφερε τον Λουί Μαλ πιο κοντά στο κατακερματισμένο βλέμμα Αλεν Ρενέ και την υπαρξιακή αγωνία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, παρά στους ομοιδεάτες της nouvelle vague, παραμένει ένα από τα πιο προσωπικά κομμάτια της πολυσυλλεκτικής - και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού - φιλμογραφίας του.

Βρισκόμαστε στο 1963, ο Λουί Μαλ έχει γνωρίσει μόλις μια τεράστια αποτυχία με το «Vie Privée» με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, ενώ προσπαθεί ακόμη να βρει την υπογραφή του ανάμεσα στους νουάρ δρόμους του «Ασανσέρ για Δολοφόνους», την παροξυσμική δραματικότητα των «Εραστών» και την τρέλα του «Η Ζαζί στο Μετρό», τις τρεις πρώτες αταίριαστες μεταξύ τους αν και επιτυχημένες και κλασικές στο μέλλον ταινίες του. Η αυτοκτονία ενός φίλου του τον παιδεύει, ένα σενάριο που προσπαθεί να γράψει τον βυθίζει στη μελαγχολία και τελικά μένει ημιτελές στο χαρτί.

Πριν ωστόσο εγκαταλειφθεί το σχέδιο για μια ταινία πάνω στη ματαιότητα της ύπαρξης και τι είναι αυτό που τελικά αφήνουμε πίσω μας όταν φεύγουμε από αυτή τη ζωή, ο Λουί Μαλ ανακαλύπτει το μυθιστόρημα του Πιερ Ντρε Λα Ροσέλ «Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει» που κυκλοφόρησε το 1931 και είχε για πρωταγωνιστή του έναν καταραμένο σουρεαλιστή τοξικομανή ποιητή που αυτοκτονεί, ενώ και ο ίδιος ο Ντριε Λα Ροσέλ, αυτοκτόνησε το 1945, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη φήμη του υπέρμαχου του φασισμού αλλά και του συνεργάτη των Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον κεντρικό ρόλο - και alter ego του Λουί Μαλ - σήκωσε στους ώμους του ο Μορίς Ρονέ του «Ασανσέρ για Δολοφόνους» στην πιο καθοριστική στιγμή της καριέρας του, μια ταινία που απλώνει τη θλίψη της πάνω στο μοντέρνο κόσμο, με την τόλμη ενός μανιφέστου που φαινομενικά μοιάζει νιχιλιστικό αλλά στην πραγματικότητα είναι βαθιά ανθρώπινο.

Το βλέμμα του Αλέν είναι το βλέμμα του Λουί Μαλ. Στην αρχή τεμαχίζει ένα γυναικείο σώμα σαν να βρισκόμαστε στο «Χιροσίμα, Αγάπη μου» του Αλεν Ρενέ. Στη συνέχεια περιπλανιέται ανάμεσα σε δωμάτια, ανθρώπους και ανούσιες συζητήσεις, σαν να έχουμε μεταφερθεί στη «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Σε στιγμές αγγίζει και τον υπερρεαλισμό (αν και όχι σαν εικονογραφία) του «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι, πάνω στην απουσία της έμπνευσης, το αδιέξοδο της δημιουργίας. Η υπαρξιακή διαδρομή του Αλέν στο παρελθόν που απαρνήθηκε προκειμένου να «καθαρίσει» δεν είναι παρά μια επιστροφή στην κόλαση - αν συνεχίζει, που συνεχίζει αιώνια να ισχύει η ρήση του Σαρτρ για τους άλλους - ένα παιχνίδι χωρίς όρους, χωρίς νικητές και χαμένους, μια υποκριτική ανταλλαγή λέξεων που δεν φτάνουν ποτέ να ορίσουν την επιθυμία, την ουσία, την αλλαγή.

Επικριτικός, αλλά περισσότερο θλιμμένος, ο Λουί Μαλ κοιτάζει ένα κόσμο που αποσυντίθεται, που επενδύει στην αποστασιοποίηση, που εχθρεύεται την οικειότητα και αποτινάσσει από πάνω του κάθε ευαισθησία, προκειμένου να πορευτεί γυάλινος, ψυχρός και «προστατευμένος» προς μια ψευδή ευημερία. «Ηθελα τόσο πολύ να αγαπηθώ, που νιώθω αγάπη», θα ομολογήσει ο Αλέν, διφορούμενος ήρωας μέσα στην αλαζονεία της καλλιτεχνικής του ενδοσκόπησης και την κεκαλυμμένη αδυναμία έκφρασης του, μέσα στον εγωκεντρισμό της αρσενικής του υπεροχής και την εξόφθαλμη εύθραυστη αυτοεκτίμηση που τον κατατρέχει. Κάθε του συνάντηση, με αγνώστους, παλιούς φίλους, πρώην ερωμένες, υπό συνθήκη εραστές (άνδρες και γυναίκες), θα τον οδηγήσει πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, στο δωμάτιο του στην κλινική στις Βερσαλλίες.

Ο Λουί Μαλ δεν κρίνει την αυτοκτονία. Σε κάθε περίπτωση δεν την αντιμετωπίζει ως μια μορφή αδυναμίας. Για τον Αλέν είναι ή τουλάχιστον μοιάζει να είναι η μοναδική έξοδος κινδύνου σε μια κυκλική διαδρομή που δεν οδηγεί ποτέ πουθενά - παρά μόνο στην αυτοκαστροφή. Χωρίς ηθικές (πόσο μάλλον θρησκευτικές) αναγωγές, περισσσότερο σαν μια ακόμη πράξη «δημιουργίας» όταν κάθε έμπνευση έχει χαθεί, σαν μια στιγμή μεγαλείου και φτηνής εκδίκησης απέναντι σε όσους προσπάθησαν (ειλικρινά ή όχι) να σε σώσουν, σαν μια οριστική, αλαζονική, σε στιγμές θαρραλέα και ναι σίγουρα και πράξη δειλή ανθρώπων που δεν κατάφεραν ποτέ να δουν λίγο πιο μακριά από τον εαυτό τους, ο Λουί Μαλ κινηματογραφεί - μοναδικά στην ιστορία του σινεμά, ασπρόμαυρα, σχεδόν βωβά, νεωτεριστικά και μαζί σαν αφηγηματικό σινεμά για «όλη την οικογένεια» - μια πορεία αυτοκτονίας, βάζοντας στο soundtrack τις «Γυμνοπαιδίες» του Ερίκ Σατί να δίνουν το στίγμα ενός πειραγμένου ρομαντικού απόηχου για μια εποχή που έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί.

Το αποχαιρετιστήριο σημείωμα του Αλέν, γραμμένο πριν από την περιπλάνηση του (και αυτό έχει σημασία, αφού το τέλος του είναι προαποφασισμένο), αυτό το «Αυτοκτονώ επειδή δε με αγαπήσατε, αυτοκτονώ επειδή δε σας αγάπησα» δεν είναι παρά μια τέλεια εξίσωση ενός μοντέρνου κόσμου όπου θα επιβιώσουν μόνο όσοι μπορούν να ξεγελάσουν τα αισθήματα τους, όσοι θα μπορούν να μιλήσουν για κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό τους, όσοι δεν θα φοβηθούν να βάλουν το δάχτυλο τους στη φλόγα που τρεμοσβήνει, νικώντας την ίδια την (ανθρώπινη) φύση. Και ας μην έχουν όλα αυτά το παραμικρό νόημα στο τέλος…