Η μεταφορά της λατρεμένης animated τριλογίας της DreamWorks, «Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας», σε live action μορφή ήταν εξαρχής μια δύσκολη πρόκληση. Πώς παίρνεις μια ιστορία που χρωστάει τόσα στην ελαφρότητα, τη φαντασία και το στυλιζάρισμα της animation αισθητικής και τη μεταφέρεις στον ρεαλισμό της σάρκας και των pixels χωρίς να προδώσεις την ψυχή της; Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ντιν ΝτεΜπλουά, που επιστρέφει από τις animated ταινίες, επιχειρεί ακριβώς αυτό. Και παρότι δεν πετυχαίνει απόλυτα, προσφέρει ένα αξιοπρεπέστατο φιλμ με καρδιά, θέαμα και ένα διακριτικά επίκαιρο μήνυμα.
Στο δύσβατο νησί του Μπερκ, όπου οι Βίκινγκ και οι δράκοι ήταν άσπονδοι εχθροί για γενιές, ο Ψάρης ξεχωρίζει. Ο ευρηματικός αλλά παραμελημένος γιος του αρχηγού Στωικού του Μεγάλου, αψηφά αιώνες παράδοσης όταν γίνεται φίλος με τον Φαφούτη, έναν φοβερό δράκο του είδους Οργή της Νύχτας. Ο απίθανος δεσμός τους αποκαλύπτει την αληθινή φύση των δράκων, αμφισβητώντας τα θεμέλια της κοινωνίας των Βίκινγκ. Με τη δυναμική και φιλόδοξη Αστριντ και τον εκκεντρικό σιδηρουργό του χωριού, Σκόρδο, στο πλευρό του, ο Ψάρης αντιμετωπίζει έναν κόσμο διχασμένο από τον φόβο και τις παρανοήσεις. Καθώς μια αρχαία απειλή αναδύεται θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τους Βίκινγκ όσο και τους δράκους, η φιλία του Ψάρη με τον Φαφούτη γίνεται το κλειδί για τη δημιουργία ενός νέου μέλλοντος. Μαζί, πρέπει να βρουν τη λεπτή ισορροπία προς την ειρήνη, υπερβαίνοντας τα όρια των κόσμων τους και επαναπροσδιορίζοντας τι σημαίνει να είσαι ήρωας και ηγέτης.
Το live action του «Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας» είναι, σεναριακά, σχεδόν καρμπόν του πρώτου animation του 2010. Η ταινία ακολουθεί πιστά την πλοκή, τους χαρακτήρες και ακόμα και τις σκηνικές ρυθμίσεις του πρωτότυπου. Αυτό από τη μία προσφέρει μια σιγουριά — το σενάριο λειτουργεί, οι συναισθηματικές κορυφώσεις είναι καλοζυγισμένες — από την άλλη, όμως, χάνει την ευκαιρία να δώσει μια νέα οπτική ή να ανανεώσει ουσιαστικά το υλικό της. Εκεί όπου η μεταφορά θα μπορούσε να εμβαθύνει ή να σχολιάσει περισσότερο, επιλέγει τη ρηχή αναπαραγωγή.
Η σκηνοθεσία του ΝτεΜπλουά είναι σίγουρη και προσεγμένη, με εντυπωσιακές εναέριες σκηνές πτήσεων, αλλά παραδόξως δεν απογειώνεται. Εκεί όπου το animation πετούσε με ανάλαφρη ποίηση, εδώ οι σκηνές είναι συχνά πιο βαριές, πιο «γήινες». Η σκοτεινότερη φωτογραφία, οι πιο ρεαλιστικές υφές και η χρήση CGI προσδίδουν όγκο και βάρος, αλλά αφαιρούν κάτι από τη μαγεία.
Ο Μέισον Θέιμς στον ρόλο του Ψάρη φέρνει μια ειλικρινή, ευάλωτη ενέργεια που ταιριάζει στον χαρακτήρα, αλλά του λείπει λίγο η σπιρτάδα και η γοητεία που είχε η animated εκδοχή. Η Νίκο Πάρκερ ως Αστριντ είναι δυναμική αλλά λιγότερο σμιλεμένη ως χαρακτήρας, κάπως εγκλωβισμένη στο ρόλο της υποστηρικτικής «πολεμίστριας κοπέλας». Ο Τζέραρντ Μπάτλερ επιστρέφει στον live-action ρόλο, ενσαρκώνοντας ξανά τον Στωικό τον Τεράστιο, τον πατέρα του Ψάρη, σηκώνοντας ξανά τα χρυσά του γένια και τις βαριές πανοπλίες των Βίκινγκς. Η παρουσία του Μπάτλερ προσφέρει εκείνη την έντονη, αυστηρή αλλά συναισθηματικά φορτισμένη ενέργεια που τον έφερε μια από τις πιο καλύτερες ερμηνείες της animation εκδοχής. Αν και η live-action σκηνοθεσία απαιτεί πιο «γήινη» προσέγγιση, η φωνή και η φυσική του παρουσία δίνουν βάρος και συνέπεια στο ρόλο του Στωικού. Εκεί όπου άλλοι θα έμοιαζαν σαν καρικατούρες, ο Μπάτλερ φέρνει αξιοπρέπεια και σοβαρότητα.
Πέρα από τη φαντασμαγορία και τις περιπέτειες, η ταινία συνεχίζει να μεταφέρει με διακριτικότητα αλλά σαφήνεια το διαχρονικό μήνυμά της: ο φόβος γεννάει το μίσος και η γνώση οδηγεί στην κατανόηση. Ο δράκος του τίτλου δεν είναι μόνο ο Φαφούτης. Είναι και ο δράκος του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των προκαταλήψεων που φωλιάζει μέσα μας. Η σχέση του Ψάρη με τον δράκο, το ότι διαλέγει να τον ακούσει αντί να τον πολεμήσει, είναι μια μεταφορά για το πώς μπορούμε να εκπαιδεύσουμε αυτό το θεριό, να το κατανοήσουμε, να το κάνουμε σύμμαχο και όχι εχθρό. Είναι ένα διακριτικό, αλλά επίκαιρο σχόλιο που, στην εποχή του φόβου για το «άλλο» και το «διαφορετικό», αποκτά νέα δύναμη.
Το live action του «Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο σας» είναι μια προσεγμένη, τεχνικά άρτια και συναισθηματικά ζεστή μεταφορά που, αν και δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο, καταφέρνει να τιμήσει το πρωτότυπο. Οι νεότεροι θεατές θα μαγευτούν, οι παλαιότεροι θα συγκινηθούν, και όλοι — ίσως — θα σκεφτούν λίγο περισσότερο τους δικούς τους δράκους.