O Νικ Νταν ξυπνά το πρωινό της 5ης επετείου του γάμου του και κατευθύνεται στην επιχείρηση που μανατζάρει με τη δίδυμη αδελφή του: ένα τοπικό μπαρ σε κωμόπολη του Μιζούρι όπου μπορείς να πνίξεις από νωρίς στο αλκοόλ την απογοήτευσή σου για το πώς η ζωή σου έχει μετατραπεί σε κάτι που δεν περίμενες και οι εορτασμοί της σχέσης για την οποία ορκίστηκες «μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος» σε βρίσκουν περισσότερο σαρκαστικό και οργισμένο, παρά χαρούμενο. Ενα τηλεφώνημα από ανήσυχο γείτονα, ο Νικ επιστρέφει για να τσεκάρει το σπίτι και έρχεται αντιμέτωπος με σημάδια πάλης στο σαλόνι του και τη γυναίκα του, την ξανθιά, όμορφη, έξυπνη Εϊμι, να έχει εξαφανιστεί. Οι μέρες περνούν και σταδιακά, πρώτα ο κανιβαλιστικός φακός των σαρκοβόρων media και, μετέπειτα, οι καχύποπτες αστυνομικές αρχές και η σοκαρισμένη μικρή του κοινότητα, αρχίζουν να σκιαγραφούν τον ίδιο ως τον κυρίως ύποπτο. Οσο η εικόνα του τέλειου ευτυχισμένου ζευγαριού καταρρέει, όσο μυστικά και ψέματα θολώνουν την αντίληψή μας για το αθώο και το ένοχο, ανατριχιαστικές υποψίες στοιχειώνουν τις σκέψεις όλων: Σκότωσε ο Νικ τη γυναίκα του; Που εξαφανίστηκε το κορίτσι;

Βασισμένο στο ομότιτλο best-seller της Τζίλιαν Φλιν και αλλαγμένο στην κινηματογραφική του διασκευή από την ίδια τη συγγραφέα, το σενάριο ακολουθεί τρεις διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές: ο Νικ μάς εισάγει στο μυστήριο του παρόντος και τον εφιάλτη που βιώνει, το ημερολόγιο της Εϊμι μας επιστρέφει στο παρελθόν, στην αρχή της ειδυλλιακής σχέσης και στη σταδιακή φθορά του γάμου, και, μετά όταν όλα ανατρέπονται, οι δυο φωνές συναντιούνται, ή μάλλον συγκρούονται μετωπικά, επιτρέποντάς μας να δούμε το σύνολο της τρομακτικής εικόνας. Η Φλιν έχει υφάνει ένα σφιχτό αστυνομικό who-done-it μυστήριο, έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μας με μία ευρηματική ανατροπή, έχει εισάγει κατάμαυρο χιούμορ στην προσέγγιση της διαδικής ευθύνης σ' ένα γάμο και μάς έχει αφήσει παραζαλισμένους μπροστά σ' ένα εγκεφαλικό παζλ που ακόμα προσπαθούμε να αποσαφηνίσουμε.

Ηδη μία τόσο κολπατζίδικη, έξυπνη προσέγγιση στο σενάριο θα αρκούσε για ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ μυστηρίου. Οχι όμως με τον Ντέιβιντ Φίντσερ σκηνοθέτη. Για τον Φίντσερ, μία τέτοια ιστορία είναι απλώς η αφορμή: σ' ένα πρώτο διάβασμα, οι ταινίες του είναι όσα υπόσχεται η εξωτερική τους επιδερμίδα. Μυστήριο, τρόμος, δικαστικά δράματα, αστυνομικά θρίλερ. Ως γνήσιος απόγονος του Αλφρεντ Χίτσκοκ όμως, ο Φίντσερ χρησιμοποιεί το σινεμά είδους για να πάει ακόμα πιο βαθειά και να πει, στον θεατή που επιθυμεί να ακούσει, πολλά περισσότερα. Αν θες να αφηγηθείς το «Vertigo» ως την ιστορία ενός πρώην αστυνομικού που έχει περίεργους ιλίγγους και πέφτει θύμα μίας σκευωρίας και μίας μοιραίας ξανθιάς, μπορείς. Και θα περάσεις υπέροχα με αυτή την ταινία που επέλεξες να δεις. Αν θες να δεις το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» ως ένα θρίλερ μυστηρίου για μία γυναίκα που εξαφανίζεται και πιθανόν έχει δολοφονηθεί από το σύζυγό της, επίσης μπορείς. Κανείς από τους δύο δημιουργούς όμως δε σταματά εκεί.

Οσο οι πτυχές του σεναρίου ξεδιπλώνονται, τόσο ο Φίντσερ υφαίνει κάτι που ξεπερνά το παιχνίδι του μυαλού και εξελίσσεται σε ανατομία της ανθρώπινης φύσης, μελέτη των κοινωνικών συμβάσεων και ψυχολογική διατριβή: πώς μπορούμε να εξαφανιστούμε σ' ένα γάμο, πώς μπορούμε να χάσουμε το δρόμο, τον εαυτό μας, τη χαρά μας; Πώς όταν όλα ξεκινούν τόσο ιδανικά (ο Νικ και η Εϊμι δεν είχαν μόνο χημεία, είχαν γνήσιο σεβασμό ο ένας για τον άλλον, ήταν ισότιμοι στην εγκεφαλική και συναισθηματική τους νοημοσύνη) καταλήγεις να είσαι εν δυνάμει δολοφόνος του συντρόφου σου – κυριολεκτικά και συμβολικά; Πότε παύεις να υπάρχεις και ποια είναι η αρχή του νήματος: την πρώτη φορά που προσποιήθηκες ότι κάτι δεν σε ενοχλεί, τη δεύτερη φορά που έπαιξες έναν πιο αρεστό ρόλο, ή όταν παγιώθηκε ότι μπροστά στον άλλον θα φοράς τη μάσκα που ερωτεύτηκε, γιατί κι εσύ αγάπησες τον εαυτό σου μέσα από το δικό του βλέμμα; Πότε όλο αυτό καταρρέει; Καταρρέει με κρότο, ή γίνεται αθόρυβα – σαν η αγάπη, απλά, να... εξαφανίστηκε; Και μετά, τι; Συμβιβάζεσαι; Φεύγεις ή επιστρέφεις; Είναι βολικό να είσαι το φάντασμα του εαυτού σου, της σχέσης σου;

Πάντα επιλέγοντας μία δυνατή πρώτη ύλη κι άξιους συνεργάτες στο σενάριο, ο Φίντσερ αφηγόταν μία άλλη ταινία από αυτή που παράλληλα έπαιζε στην μεγάλη οθόνη: έχει επανειλημμένα αποκεφαλίσει το αμερικανικό όνειρο (κι ανατινάξει στους τίτλους τέλους κάθε ελπίδα αναβίωσής του), έχει καταγράψει ως ένας άλλος Ιερώνυμος Μπος τον εφιαλτικό αντικατοπτρισμό του δυτικού κόσμου, τράβηξε την πρίζα στο απατηλό φωταγωγημένο πέρασμά μας στο νέο μιλένιουμ. Μίλησε με ευφυΐα, γνώση και ταυτόχρονα καμία διάθεση διδακτισμού για τις μεγάλες πολιτικές ιδέες – τον αμερικανικό νεονιχιλισμό («Se7en»), την Αναρχία («Fight Club»), τη χειραγωγούμενη παράνοια («Ζοdiac»), τον φασισμό και την εξάρτησή μας από την κουλτούρα της μετριότητας και των κοινωνικών δικτύων («The Social Network»). Τα έβαλε με το χώρο, το χρόνο, την εικόνα του Εαυτού, την ουσία, την αγάπη, το σώμα, τη ζωή, το θάνατο («The Curious Case of Benjamin Button»).

Εδώ, με βαθύ σαρκασμό (μπορεί να σας ξινίσει, αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο τόνος της ταινίας καταλήγει σε σάτιρα) και το σήμα κατατεθέν σκοτεινό φακό του (εξαιρετική η αποχρωματισμένη ατμόσφαιρα στη διεύθυνση φωτογραφίας του Τζεφ Κρόνγουεθ) μάς καλεί να εξετάσουμε την προσωπική και κοινωνική μας υποκρισία – τους ρόλους που υιοθετούμε, το reality show στο οποίο πρωταγωνιστούμε με θεατές την οικογένεια, τους φίλους, τους γείτονες, τα media, τον άνθρωπο που πλαγιάζει δίπλα μας με τα μάτια ερμητικά κλειστά. Οι πιστοί πλέον συνεργάτες του στην μουσική, Τρεντ Ρέζνορ, Ατικους Ρος, συνεχίζουν το αστείο και χτίζουν πάνω σ' αυτό: το κυκλωτικό τους μουσικό σκορ βασίζεται σε μελωδίες χαλάρωσης σε spa, αυτής της ψεύτικης σύμβασης που μπορεί να σε φέρει στα όριά σου, ενώ σιγά σιγά εφιαλτικοί ήχοι υποψιάζουν το ανατριχιαστικό underscore κι όσα ελλοχεύουν από πίσω. Ταυτόχρονα, ο διπλά βραβευμένος Κερκ Μπάξτερ στο μοντάζ δεν αφήνει στιγμή το ρυθμό να κρεμάσει, τις σκηνές να πλατιάσουν, ή την κάθαρση να επέλθει. Ολα... εξαφανίζονται. Ακόμα και τα ονόματα στους τίτλους αρχής – όχι δεν είναι τυχαίο.

Βασικοί συνεργάτες του Φίντσερ όμως σε μία ταινία που μιλάει για τον ηθοποιό που όλοι κρύβουμε μέσα μας, δεν μπορούν παρά να είναι οι πρωταγωνιστές του. Ο Μπεν Αφλεκ είναι ιδανικός στο ρόλο του μπούλη, του καλού παιδιού, του κολλεγιόπαιδου που θα παρουσίαζες στους γονείς σου, του άντρα που «όλα του συμβαίνουν», ενώ εκείνος είναι αθώος – μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Αυτή όμως που κλέβει την παράσταση, αυτή για την οποία είναι σίγουρο ότι θα μιλάμε όλη τη χρονιά, αυτή που έπρεπε να «εξαφανίσει» την ηρωίδα της για να μας αποκαλύψει τη στόφα του ταλέντου της, είναι η Ρόζαμουντ Πάικ.

Αιθέρια και σικάτη, τρυφερή και γλυκιά, αδύναμη και εύθραυστη, πανέξυπνη και δυναμική, νευρωτική και εκδικητική, θύμα και θύτης – η «Εϊμι» της ταινίας πρέπει να πείσει το θεατή ότι όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπάρχουν μέσα μας κι ανάλογα με το ερέθισμα που παίρνουμε, αναδύονται σε όλο το φρικιαστικό τους μεγαλείο.

Με βλέμματα που κοινωνούν όλα όσα ο Φίντσερ αφήνει ανείπωτα, με μία ενέργεια που ανακατεύει σ' ένα θανάσιμο κοκτέιλ όσα κάνουν το αίμα να βράζει ή να παγώνει, η Πάικ πλάθει μία ηρωίδα που ερωτεύεσαι και μένεις μέχρι να σας χωρίσει ο θάνατος, ή ευχαρίστως σκοτώνεις αν είναι ο μόνος τρόπος να της ξεφύγεις.

Θυμηθείτε την στα Οσκαρ.