Μπορεί το «Διαζύγιο» να είναι μια πολιτική ταινία από το Ισραήλ, μακράν όμως απέχει από το Παλαιστiνιακό και σχετικά πολιτικοθρησκευτικά ζητήματα: ο αδικημένος, εδώ, ο αγωνιστής που προσπαθεί σιωπηλά και, σταδιακά, πιο βροντερά, να διεκδικήσει την ταυτότητα και την ελευθερία του, είναι η Γυναίκα: η Βίβιαν Αμσαλεμ και όλες οι γυναίκες, σ' όλον τον κόσμο, που δεν έχουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Στο Ισραήλ ο πολιτικός γάμος δεν αναγνωρίζεται, άρα ούτε και το διαζύγιο. Ο γάμος νομιμοποιείται μόνο από τον Ραβίνο και εκείνος είναι που μπορεί, αν θέλει, να επικυρώσει και τη διάλυσή του, εάν, ωστόσο, συναινέσει ο σύζυγος – το γυναικείο αίτημα σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρκετό. Η Βίβιαν Αμσαλεμ, ηρωίδα της ταινίας, όχι βασισμένη σε μια αληθινή γυναίκα, αλλά εμπνευσμένη από χιλιάδες, ζητά διαζύγιο από τον άντρα της, τον Ελισά, εδώ και τρία χρόνια. Μαζί με τον δικηγόρο της, σ’ ένα αμιγώς αντρικό περιβάλλον, επισκέπτεται τακτικά το θρησκευτικό δικαστήριο αιτούμενη την αναγνώριση της διάλυσης του γάμου της. Ομως ο Ελισά δε συμφωνεί. Κι ο χρόνος περνά, με τη Βίβιαν μετέωρη ανάμεσα σε δυο ταυτότητες, χωρίς να μπορεί να ασπαστεί καμία.
Η Ρόνιτ Ελκαμπετς που γνωρίσαμε (και δεν ξεχάσαμε) στην «Επίσκεψη της Μπάντας», γράφει και σκηνοθετεί, μαζί με τον αδελφό της, Σλόμι, το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που κοιτάζει διαφορετικές πλευρές και στιγμές στη ζωή ενός ζευγαριού. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών και βρέθηκε υποψήφια για τη φετινή Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας. Πέρα, όμως, από τις δάφνες της, είναι ένα απρόσμενα πρωτότυπο δικαστικό δράμα με πινελιές παράλογου χιούμορ, ταιριαστού με τον παραλογισμό του Ισραηλινού γαμήλιου συστήματος.
Το «Διαζύγιο» είναι, μεν, ένα πολιτικό και κοινωνικό κατηγορώ, αλλά ταυτόχρονα είναι μια πρωτότυπη ταινία, γεμάτη κινηματογραφικές ανατροπές. Το φιλμ περιορίζεται, ως το τέλος του, σε εσωτερικούς χώρους, στις αίθουσες και τους διαδρόμους όπου ξετυλίγεται, γεμάτη εμπόδια, παύσεις και αναμονές, η ιστορία της Βίβιαν Αμσαλεμ. Ξεκινά χαμηλότονα, αποστασιοποιημένα, σχεδόν βωβά, σχεδόν ασπρόμαυρα και προχωρά ανεβάζοντας τους τόνους, παίζοντας με τη γλώσσα και τη σιωπή, προσθέτοντας στοιχεία στην προσωπικότητα της ηρωίδας της, δίνοντάς της πρόσωπο και φωνή μέχρι μια απολαυστική, εκρηκτική κλιμάκωση. Αντιμετωπίζοντας το θέμα της με μελαγχολία αλλά και χιούμορ, η ταινία τολμά να συνδέσει την τραγωδία όχι με σοβαροφάνεια, αλλά με σκηνές κωμωδίας του παραλόγου, σα να κοροϊδεύει την ίδια την παραδοξότητα της σκληρής ιστορίας που περιγράφει.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, φυσικά, του φιλμ, είναι η καθηλωτική παρουσία της ίδιας της Ρόνιτ Ελκαμπετς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, που χωρίς ίχνος υπερβολής, με βλέμμα που μιλάει όσο χίλιες λέξεις και με μια έντονη κινηματογραφική αξιοπρέπεια, δίνει στη μοναχική ηρωίδα της καθολική εμβέλεια.