Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φέρει ένα μεγάλο βάρος στις διασκευές της. Οχι μόνο επειδή το μυθιστόρημα είναι ένα αριστούργημα λόγου και μηνυμάτων, αλλά και γιατί είναι τόσο υπερπλήρες, τόσο, δυστυχώς, φρικτά επίκαιρο, τόσο δυνατό στη μοναχικότητα και τη σκληρότητά του, που δύσκολα μπορεί κανείς να προσθέσει σ' αυτό.
Διαβάστε ακόμη τη συνέντευξη: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη | «Φυσικά και θα έκανα Greek Weird Cinema. Το αποζητώ!»
Το 1974, ο Κώστας Φέρρης, με τη Μαρία Αλκαίου σαρωτική πρωταγωνίστρια, έκανε τη δική του, ρηξικέλευθη για την εποχή, βερσιόν (πιο πρόσφατα, το 2012, η Στέλλα Αρκέντη την αδύναμη δική της). Σήμερα, η Εύα Νάθενα, ως τώρα αναγνωρισμένη σκηνογράφος / ενδυματολόγος, εδώ στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, αναμετριέται με το θρύλο με άλλη προσέγγιση, αυτή του μαξιμαλισμού.
Η ιστορία (το σενάριο της ταινίας μένει πιστό στο μυθιστόρημα), που εκτυλίσσεται σ' ελληνικό νησί γύρω στο 1900, παρακολουθεί τη Φραγκογιαννού, μια χήρα που ξέρει από βότανα και γιατρικά, πικραμένη, κακοποιημένη και βίαια χειραγωγημένη σε όλη της τη ζωή, ως κόρη, μάνα και γιαγιά. Εχοντας μάθει από την αμείλικτη μάνα της, η Φραγκογιαννού, όταν ξεγεννά κορίτσια, μ' ένα νεύμα συγκατάθεσης του πατέρα, τα «τακτοποιεί», τα θανατώνει: για να μην γίνουν βάρος στην οικογένειά τους με το απαιτητό της προίκας σε μια πάμφτωχη κοινωνία. Για να μην υποστούν, ως γυναίκες, τη βία και την κακοποίηση που η ίδια γνώρισε και που, έτσι κι αλλιώς, της πήρε τη ζωή. Τα ελευθερώνει τα «λεχούδια».
Είναι πανέξυπνο και νομοτελειακό μία δημιουργός να επαναφέρει το συγκλονιστικό σύγγραμμα του Παπαδιαμάντη σε μια εποχή όπου η γυναικεία υποτέλεια και η γυναικοκτονία έχουν επανέλθει στο προσκήνιο με τον πιο ζοφερό τρόπο - και μόνο γι' αυτό αξίζουν τα εύσημα στην Εύα Νάθενα. Το τονίζει, άλλωστε, στην αρχή της ταινίας, με το απόσπασμα του Ελύτη από το βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη, «Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας.»
Από εκεί και πέρα, οι επιλογές της Νάθενα μοιράζονται. Από τη μία πλευρά, σ' αυτή τη φιλόδοξη ταινία, μ' ένα διόλου ευκαταφρόνητο προϋπολογισμό, θωρακίζεται από εγγυημένους συνεργάτες. Η ίδια, με την εξαιρετική αισθητική της, στήνει ένα φυσικό σκηνικό τόσο πέτρινο όσο ο τόπος, όσο η Φραγκογιαννού και οι γυναίκες γύρω της: ένα τοπίο σκληρό χωρίς κρυψώνες. Αυτό αποχρωματίζει και φωτίζει με μια αίσθηση του μοιραίου ο Παναγιώτης Βασιλάκης. Τον κυκλικό ρυθμό, με την εναλλαγή στο χρόνο, τα περάσματα από την πραγματικότητα στην ανάμνηση και στον εφιάλτη, δίνει η μοντέζ Αγγέλα Δεσποτίδου. Η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου κυλά παράλληλα μ' ένα καθηλωτικό χορικό μοιρολόι. Το βλέμμα της ίδιας της Νάθενα, που επιλέγει δωρικές, μαυροντυμένες γυναικείες μορφές με αυστηρά κοτσίδια και μαντήλες, παγιδεύει ατμοσφαιρικές εικόνες στα κάδρα της, ζυγισμένες και ταιριαστά αυστηρές.
Από την άλλη πλευρά, η Νάθενα επιλέγει έναν μαξιμαλισμό δραματικότητας που, μπροστά σ' ένα κείμενο που έτσι κι αλλιώς κόβει την ανάσα, περιττεύει. Τα σύννεφα που πηγαινοέρχονται μανιασμένα, τα παιδάκια που ολοένα ροβολάνε πέρα-δώθε λέγοντας το αυθεντικό σεξιστικό τραγουδάκι της παράδοσής μας, η επανάληψη για απόλυτη αφομοίωση της τραγικότητας που στο κείμενο είναι τόσο λεπτή. Από το επίσης σοφά επιλεγμένο καστ, με τους άντρες σε μικρά αλλά παραλυτικά περάσματα (ειδικά η φυσικότητα του Γιάννη Τσορτέκη), κάποιες γυναίκες ξεχωρίζουν, η Πηνελόπη Τσιλίκα με το νατουραλισμό και την ορμή της, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη με το σταθερά ιδιοσυγκρασιακό παίξιμό της, κυρίως, φυσικά, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, όπως πάντα larger than life, πληθωρικότερη και δραματικότερη από τους ρόλους της, φτιάχνει μια Φραγκογιαννού με μια δόση υπερβολής αλλά και πολλές δόσεις αποστομωτικής τραγικότητας, ενώ οι σκηνές της με τη «μητέρα» της, Μαρία Πρωτόπαππα, είναι οι συναρπαστικότερες και τρομακτικότερες της ταινίας.
Η σκηνοθετική απειρία φαίνεται σ' αυτές τις περιττές υφολογικές και ερμηνευτικές υπογραμμίσεις, επίσης στην αδεξιότητα της ερμηνείας των παιδιών, ακόμα στην κραυγή του φινάλε. Ομως η ταινία, ειδικά από τη στιγμή του «φευγιού» της ηρωίδας στα βουνά, συγκινεί στην εσωτερική σύγκρουση τής Καραμπέτη / Φραγκογιανούς ανάμεσα στη σωτηρία και το έγκλημα, την ανάγκη μιας έγκρισης από το Θείο για μια πράξη τόσο άτεγκτα ανθρώπινης, αναδεικνύει, αφήνοντας ελαφρώς στο πλάι την ταξική ανισότητα, το πώς η μισογυνία και η πατριαρχία μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ξεκάθαρα ως τις μέρες μας, σέβεται το μεγαλείο του Παπαδιαμάντη (όχι την αφαιρετικότητά του), και προσφέρει ένα mainstream θέαμα με την αξιοπρέπεια που τόσο συχνά λείπει από αυτή την κατηγορία στο ελληνικό σινεμά.