Η Σάντρα, νεαρή σύζυγος και μητέρα, εργάζεται σε ένα εργοστάσιο σε μια μικρή πόλη του Βελγίου. Κατά την απουσία της, οι συνάδελφοι της συνειδητοποιούν ότι μπορούν να καλύψουν τη βάρδια της με μικρές υπερωρίες και χρηματικά μπόνους. Η μοίρα της Σάντρα βρίσκεται στα χέρια 16 εργατών, τους οποίους πρέπει να πείσει να αρνηθούν τα μπόνους για να κρατήσει τη δουλειά της. Μπαίνει σε μια μάχη για να σώσει τη θέση της, δύο ημέρες και μία νύχτα, πριν την καταληκτική ψηφοφορία.
Υπάρχουν κινηματογραφικά πρότζεκτ που είναι όχι απλώς δύσκολα, αλλά απαγορευτικά. Που για να υλοποιηθούν χρειάζονται εκτός από υψηλό μπάτζετ και επιπλέον τεχνικές γνώσεις, σχεδόν νέες μηχανικές εφευρέσεις, μια νέα κινηματογραφική γλώσσα. Το «Δύο Μέρες, Μια Νύχτα» των Νταρντέν είναι ακόμη πιο «απαγορευτικό» και από αυτά.
Πώς άραγε αποφασίζεις πως εν έτει 2014, με την Ευρώπη να καταρρέει όσο ανεβαίνουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες τα ποσοστά ανεργίας - να κάνεις μια ταινία όπου η τόσο απλή που μπορεί να περιγραφεί σε μια γραμμή υπόθεσή της είναι το Σαββατοκύριακο μιας γυναίκας που πρέπει να πείσει τους συναδέλφους της να ψηφίσουν κατά της απόλυσής της, χάνοντας το μπόνους που θα τους έδινε η εταιρεία τους;
Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος πως μια τέτοια ταινία δεν θα είναι προφανής, μελοδραματική, καταγγελτική, σαν ένα τηλεοπτικό ριάλιτι που έχει φτιαχτεί «ευκαιριακά», για να εκμεταλλευτεί την οικονομική κρίση και να συγκινήσει; Και πώς τολμάς να βάζεις για πρωταγωνίστρια αυτής της ταινίας μια από τις μεγαλύτερες σταρ του πλανήτη;
Καλωσήρθατε για ακόμη μια φορά στο σινεμά των αδερφών Νταρντέν, των χωρίς υπερβολή σημαντικότερων Ευρωπαίων δημιουργών των τελευταίων δύο δεκαετιών, που ευτυχώς η αξία τους δεν εξαντλείται στο γεγονός πως ανήκουν στην εκλεκτή κάστα όσων έχουν κερδίσει δύο Χρυσούς Φοίνικες στην ιστορία του Φεστιβάλ Καννών, μια για τη «Ροζέτα» το 1999 και μια για το «Παιδί» το 2005.
Με την ίδια αμεσότητα, την ίδια αίσθηση του επείγοντος, την ίδια ωμή ντοκιμαντερίστικη ματιά τους και έναν ουμανισμό που όσο περνούν τα χρόνια και υπέροχες ταινίες προστίθενται στη φιλμογραφία τους, απλώνεται σαν ευλογία πάνω από το σύγχρονο σινεμά, οι Νταρντέν είναι οι μόνοι σκηνοθέτες αυτή τη στιγμή που μπορούν να τολμήσουν μια τέτοια ταινία. Χωρίς να αποτύχουν.
Δομημένο σαν ένα θρίλερ, με τις ώρες να μετράνε αντίστροφα για την ηρωίδα και τον θεατή, οι Νταρντέν ακολουθούν τη Σαντρά καθώς αυτή θα πρέπει να συναντήσει έναν - έναν τους συναδέλφους της και να τους πείσει να μην ψηφίσουν υπέρ της απόλυσής της, πριν ξημερώσει η Δευτέρα.
Περισσότερο και από τον κοινωνικό χάρτη μιας χώρας (και μιας Ευρώπης;) όπου άνθρωποι της εργατικής τάξης προσπαθούν να αντέξουν σε ένα χωρίς ηθική πλέον εργασιακό περιβάλλον, το «Δύο Μέρες, Μια Νύχτα» ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς αντιδρά ένας «συνάδελφος» απέναντι στην έκκληση μιας «συναδέλφου» που του ζητάει να αρνηθεί τα έξτρα χρήματα που του προσφέρονται ως μπόνους.
Με αφορμή αυτό το τόσο απλό αλλά ταυτόχρονα επώδυνο για όλους τους εμπλεκόμενους δίλημμα, κάθε συνάντηση της Σαντρά είναι και μια μικρή αποκάλυψη. Αλλοτε αμήχανη, άλλοτε συγκινητική, άλλοτε αστεία, άλλοτε σκληρή καθώς οι έννοιες της αλληλεγγύης, του οίκτου και της επιβίωσης δοκιμάζονται ξανά και ξανά σε μια επαναλαμβανόμενη διαδρομή που θυμίζει ένα συναισθηματικό rollercoaster που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα.
Σχεδόν όπως η ίδια η κεντρική ηρωίδα του που, έχοντας μόλις ξεπεράσει ένα βαρύ ιστορικό κατάθλιψης, προσπαθεί να πιστέψει στον εαυτό της και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, την ίδια της την ύπαρξη, βρίσκοντας την ανάσα της κάθε φορά που τη χάνει μπροστά σε έναν κόσμο... χωρίς καρδιά.
Βλέπετε, οι Νταρντέν δεν χρειάζονται υψηλό μπάτζετ, τεχνικές καινοτομίες ή κάτι περισσότερο από τη μοναδική τους κινηματογραφική γλώσσα για να είναι αφοπλιστικοί, βαθιά συγκινητικοί, σατιρικοί και τόσο καίριοι ώστε να παραδώσουν τη σωστή ταινία στη σωστή στιγμή, κλειδώνοντας κινηματογραφικά οτιδήποτε θα μπορούσε να πει οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη στιγμή για την οικονομική κρίση στην Ευρώπη.
Και αν επιλέγουν για πρωταγωνίστριά τους τη Μαριόν Κοτιγιάρ, δεν το κάνουν επειδή χρειάζονται μια σταρ για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση ή μια εμπορική καριέρα στις αίθουσες, αλλά γιατί η Κοτιγιάρ είναι μια από τις λίγες ηθοποιούς στον κόσμο που θα μπορούσε να κάνει το τόσο δύσκολο να μοιάζει τόσο απλό: να υποδύεται μια εύθραυστη γυναίκα που κάτω από το βάρος της αδυναμίας της και των παιχνιδιών που της παίζει η μοίρα συγκεντρώνει στο βλέμμα της, στην κίνησή της, στον ανεπιτήδευτο τρόπο με τον οποίο γίνεται ένα σύμβολο για τον σύγχρονο άνθρωπο, όλη την αναγκαιότητα μιας συγκλονιστικής ταινίας.
Ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για το γεγονός πως στην έβδομη ταινία τους, οι αδελφοί Νταρντέν όχι μόνο δεν έχουν καμία πρόθεση να προδώσουν το σινεμά τους, αλλά να το απογειώνουν με κάθε τους νέα ταινία σε μια πολύτιμη - σχεδόν σαν οδηγό ζωής - εμπειρία.