Θα έλεγε κανείς ότι η ιστορία των Queen, του mega-συγκροτήματος της Βρετανίας και του κόσμου της δεκαετίας του '70 και του '80, ή η ιστορία του frontman τους, του υπέρλαμπρου Φρέντι Μέρκιουρι, πληθωρικού, σάρκινου και οπερατικού, που ταυτίστηκε με μια ζωή γεμάτη υπερβάσεις κι ένα θάνατο-έμβλημα από την επιδημία του AIDS, άξιζε καλύτερης τύχης από τη σύνδεσή της με την τελευταία κατηγορία εναντίον του σκηνοθέτη της, Μπράιαν Σίνγκερ, για το βιασμό ενός 17χρονου. Εξίσου άξιζε καλύτερης τύχης κι από αυτή τη «φιλική προς το χρήστη», ανώδυνη, εξωραϊσμένη κινηματογραφική εκδοχή της.
Το «Bohemian Rhapsody», δανειζόμενο τον τίτλο του από το πιο ιδιοσυγκρασιακό τραγούδι της μπάντας, πιάνει την ιστορία των Queen από την αρχή, από το 1970 στο Λονδίνο και την ένταξη του Φρέντι Μέρκιουρι, ενός ταυτόχρονα εκκεντρικού και συμπλεγματικού φοιτητή, ως τη θεαματική συμμετοχή τους στο Live Aid το 1985. Στο διάστημα αυτό, ο Φρέντι κατασκευάζει την περσόνα του, τα μέλη της μπάντας μονιάζουν και τσακώνονται και ξαναμονιάζουν πανεύκολα, γιατί «είναι μια οικογένεια», είναι όλοι τους - μαζί και μάνατζερ και marketeers και στελέχη δισκογραφικών - γλυκύτατοι, ευγενέστατοι και γεμάτοι χιούμορ, τα ναρκωτικά κάνουν ένα στοιχειώδες πέρασμα χωρίς αντίκτυπο και η ματιά στην προσωπική ζωή του Μέρκιουρι εντοπίζεται πολύ περισσότερο στη σχέση του με τη Μέρι Οστιν, παρά στην γκέι πλευρά του, που αποτυπώνεται περισσότερο σαν... ένα κακό όνειρο, ή μια παρένθεση στη δράση.
Αλλά η ελαφρότητα της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο στο ότι, προφανώς, τα εναπομείναντα μέλη των Queen πέρασαν το σενάριο με Dettol, ούτε στο ότι, εξαιτίας των απανωτών ανατροπών στο γύρισμα, το πάνω χέρι κράτησε η παραγωγή. Εγκειται περισσότερο στο ότι η ίδια η ταινία, μια ταινία για το συγκρότημα που στο έπακρο συμπεριέλαβε το κοινό στην εκτέλεση των τραγουδιών τους, που συνέβαλε στον όρο arena rock, που έμαθε τους έφηβους του '80 να φτιάχνει ένα τραγούδι χτυπώντας το πόδι του στο χώμα, δεν έχει κανένα ρυθμό, καμία ένταση. Εκτυλίσσεται με μια γραφική, αναμενόμενη αφήγηση, οριακά σαν κομεντί.
Εκτός από τη Λούσι Μπόιντον που, απόλυτα μαγνητική στο ρόλο της Μέρι, τραβά το ενδιαφέρον για την πορεία της νεαρής ηθοποιού, είναι η ίδια η μουσική που σώζει την κατάσταση. Οι σεκάνς της ταινίας που καταγράφουν τα live και τις ηχογραφήσεις των Queen είναι οι μόνες που μεταφέρουν συναίσθημα, κι αυτό σ' έναν μεγάλο βαθμό οφείλεται στα τραγούδια που εξακολουθούν ν' ασκούν την εξουσία τους, ίσως και σε όσους δεν είναι βιωματικά συνδεδεμένοι μαζί τους, αλλά ιδιαίτερα σ' αυτούς. Και μαζί τους, η γοητευτική νοσταλγία για μια εποχή όπου ακόμα οι σταρ ζούσαν στα άκρα κι όπου οι μεγαλύτερες, βαθύτερες εξομολογήσεις γίνονταν μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ολοζώντανους θεατές.
Μέσα σ' αυτήν την αδικαιολόγητα άνευρη ταινία, ο Ράμι Μάλεκ, μόνος του, χωρίς τη βοήθεια του ρόλου του, δίνει μια ερμηνεία σπαρακτική, υπέροχα επηρμένη, οδυνηρά βαθιά, που σε κάνει απλώς να σκέφτεσαι πόσο ευρηματικός ηθοποιός είναι και πόσο μεγαλειώδης θα ήταν αυτή η ταινία αν, έστω και λίγο, κινούνταν στο δικό του μήκος κύματος, με το δικό του πάθος. Εστω κι έτσι, όσοι μεγάλωσαν με Queen θα βουρκώσουν παραπάνω από μία φορά στη διάρκεια της ταινίας, απεριόριστα στο φινάλε και θ' ακούσουν και το best of τους όταν γυρίσουν σπίτι. Are you ready, hey, are you ready for this? Ημασταν - και θα είμαστε και την επόμενη φορά.