O Tζεφ και η Κέιτ Μέρσερ, ένα ζευγάρι 75χρονων που ζει σε μικρή κωμόπολη του Νόρφολκ, έχουν πάρτι το Σάββατο. Θα γιορτάσουν με όλους τους φίλους τους την 45η επέτειο των γάμων τους – παράξενη επιλογή, αλλά είχαν χάσει τα ολοστρόγγυλα 40 τους όταν αυτά συνέπεσαν με την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς του Τζεφ. Θα γιορτάσουν με τους φίλους τους γιατί δεν έχουν άλλη οικογένεια. Καμία φωτογραφία στο ψυγείο, τους τοίχους, τα ράφια του ζεστού τους σπιτιού δεν υποδηλώνει παιδιά ή εγγόνια. Επέλεξαν να μείνουν οι δυο τους. Ενα αγαπημένο, ήσυχο ζευγάρι με τα διαβάσματα, τα πειράγματα, τις μουσικές και το λυκόσκυλό τους.
Μόνο που λίγες μέρες πριν την επέτειο, ο Τζεφ λαμβάνει ένα γράμμα που τον πληροφορεί ότι λιώνοντας (λόγω της κλιματικής αλλαγής) οι μόνιμοι παγετοί στις Ελβετικές Αλπεις αποκάλυψαν το πτώμα της Κάτιας, της πρώτης του γερμανίδας αρραβωνιαστικιάς, η οποία είχε σκοτωθεί σ' ένα τραγικό ορειβατικό δυστύχημα το 1962 όταν ήταν 25 χρονών. Θα μπορούσε να πάει να την αναγνωρίσει; Ο Τζεφ ταράζεται από την αποκάλυψη, όχι όμως όσο η Κέιτ που παρακολουθεί μουδιασμένη την ταραχή του. Ξαφνικά τα 45 χρόνια δίπλα στον άντρα που θεωρούσε άντρα της, δικό της, αρχίζουν να φαίνονται ως πλάνη. Ενα τρικ του χρόνου, της ζωής, του έρωτά της – παραπέτασμα καπνού στα μάτια της που λέει και το αγαπημένο της τραγούδι των Platters, αυτό που διάλεξε να χορέψουν στην επέτειό τους. Ξαφνικά, το βλέμμα της καθαρίζει (ή θολώνει βουρκωμένο) και συνειδητοποιεί ότι 45 χρόνια μπορεί να μην αναλογούν σε τίποτα, παρά ένα υποκατάστατο της πρώτης του αγάπης, που αν και δεν πραγματώθηκε, είναι η μόνη που διατηρήθηκε αναλλοίωτη στον πάγο.
O Aντριου Χέι, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης του χαμηλότονου, τρυφερού «Weekend» (και δημιουργός του «Looking» του ΗΒΟ), βασίζεται σ' ένα διήγημα του Ντέιβιντ Κόνσταντιν («In Another Country») και επιστρέφει με μία ταινία που τον απομακρύνει από την οικειότητα του gay drama. Στο φακό του τώρα είναι ένα ζευγάρι άλλης δυναμικής και ηλικίας και εκείνος καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να καταφέρει το ίδιο σινεμά γήινης, διακριτικής, μεστής παρατήρησης: να συλλάβει ανθρωπιά, φόβο, πόνο, χαρά, ανασφάλεια, αγάπη στις λεπτομέρειες. Να μην πει τίποτα και να τα πει όλα. Να μας κλονίσει όσο και την Κέιτ και τον Τζεφ, ώστε επί 93 λεπτά, και πολλά ακόμα περισσότερα αφού τελειώσει η ταινία, να σκεφτόμαστε για το χρόνο, για τα όνειρα, για το πώς οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι, ποτέ δεν είναι κανενός.
Ο Χέι γράφει υπέροχα – είναι ουσιαστικός, απλός, γνωρίζει πολύ καλά πώς να πετάξει τα περιττά και τα φλύαρα από το σενάριό του. Οι ιστορίες του εισβάλουν σε τετριμμένες καθημερινότητες, δε χρειάζονται κόλπα, μανιέρες, ευρήματα για να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον. Το μεγάλο του ταλέντο όμως είναι η κάμερά του. Πώς στέκεται με αυτοπεποίθηση πάνω στην ευθυτενή φιγούρα της Σαρλότ Ράμπλινγκ όταν εκείνη βάζει απλώς και πίνει ένα ποτήρι νερό στην αγροτική τους κουζίνα. Πώς ξαπλώνει, με «μπεργκμανική» ένταση, μαζί με το ζευγάρι στο κρεβάτι, σε αυτές τις μικρές κουβέντες πριν τον ύπνο, τα «τίποτα» μιας σχέσης που καθορίζουν το δέσιμο ή το κενό ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Πώς χορεύει και στροβιλίζεται μαζί τους, ανάμεσά τους, στο μικρό τους σαλόνι, με ένα αγαπημένο τραγούδι των νιάτων τους (“Stagger Lee” του Lloyd Price), για να μας θυμίσει ότι τα τίποτα μιας σχέσης είναι και τα πιο δυσεύρετα, τα πιο ανεξήγητα, τα πιο ουσιαστικά της.
Ολη η ταινία είναι μία κινηματογραφική σπουδή στο χρόνο. Από το πόσο γρήγορα περνάει, μέχρι πόσο ανελέητα διαβρώνει – το κορμί, το δέρμα, την ευπαθή σε εγχειρήσεις καρδιά σου, το πνεύμα, τη μνήμη, το συναίσθημα, την αντίληψή σου για τον άγνωστο με τον οποίο καταλήγεις να μοιράζεσαι το ίδιο μαξιλάρι, χαρές, λύπες, μία κούπα τσάι, χρυσές επετείους. Τον μόνο που αφήνει ατόφιο και βαθιά ριζωμένο μέσα σου είναι το φόβο της μοναξιάς. Την αρχέγονη ανασφάλεια ότι έζησες τελικά τη ζωή σου μόνος. Οτι έκανες λάθη και τα φαντάσματα του παρελθόντος πάντα θα σε στοιχειώνουν, θα στο θυμίζουν, θα δηλητηριάζουν κάθε πανηγυρισμό επετειακής επιβίωσης με το τοξικό τους αγκάθι.
Για αυτό και το ζευγάρι που επέλεξε ο Χέι για πρωταγωνιστές του δεν είναι τυχαίο. Οι Σάρλοτ Ράμπλινγκ και Τομ Κόρτνεϊ στέκονται στη συλλογική μας συνείδηση ως ζωντανοί μύθοι, σύμβολα, θρύλοι των αιώνιων νιάτων των 60ς. Από την μία, κοίταξέ τους: κι αυτοί θάμπωσαν, γέρασαν. Από την άλλη, κοίταξέ τους: πόσο ωρίμασαν οι ερμηνείες τους, πόσο παραμένουν αμφότεροι δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Ο Κόρτνεϊ σωματοποιεί τόσο γενναιόδωρα, εύστοχα κι αριστοτεχνικά την ταραχή του αρσενικού που δεν μπορεί να καταλάβει το βουβό θυμό της γυναίκας του. Αυτή την αμηχανία του άντρα να εκφραστεί, την γεροπαράξενη τσαντίλα, αλλά και την ακόμα παλλόμενη παιδικότητά του στη χαρά, το μεθύσι, το χορό, την ακατέργαστη συγκίνηση. Η Σάρλοτ Ράμπλινγκ όμως είναι αυτή που κλέβει την παράσταση, ίσως στον καλύτερο ρόλο της ζωής της (αν η ταινία αποκτήσει buzz και κοινό, θα τη δούμε στα Οσκαρ του 2016). Μία τεράστια ερμηνεία, συρραμένη προσεχτικά μέσα από εκατοντάδες λεπτομέρειες και σημεία. Παύσεις, βλέμματα, μία διακριτική εκφραστικότητα που δεν «ερμηνεύεται». Απλά σκοτεινιάζει σα σύννεφο τα μάτια της. Απλά υπάρχει, πονάει, πάλλεται, απελπίζεται.
Η τελευταία της σκηνή, ο τρόπος που ο Χέι μας εγκαταλείπει, ρίχνοντας μαύρο σε ό,τι είχε να πει, αποδεικνύουν ότι το ταλέντο του είναι ισχυρότερο από το χρόνο. Είτε πρόκειται για τη σύντομη συνάντηση ενός νεανικού σαββατοκύριακου, ή μία εβδομάδα στα 45 χρόνια δυο ανθρώπων στη δύση της ζωής τους, οι ταινίες του είναι φτιαγμένες από τόσο ειλικρινή, ατόφια, πολύτιμα υλικά που με χαρά κι ευγνωμοσύνη θα τις κουβαλάς στην καρδιά σου για πάντα.