Συνέντευξη

Πέννυ Παναγιωτοπούλου: «Στο σινεμά θέλω να βλέπω φως, να βγαίνω γεμάτη και όρθια.»

στα 10

Η Βένα Γεωργακοπούλου μιλά με τη σκηνοθέτη των «Δύσκολων Αποχαιρετισμών» και του «September» για τη νέα της ταινία και τις... επαναλαμβανόμενες νέες αρχές.

Πέννυ Παναγιωτοπούλου: «Στο σινεμά θέλω να βλέπω φως, να βγαίνω γεμάτη και όρθια.»

Κάτι καλό κινηματογραφικά μου βγάζει ήδη αυτό το καλοκαίρι, κάτι σαν ξαναντάμωμα, σαν αγκαλιά, σαν υπόσχεση ομορφιάς. Και όχι επειδή ξανάνοιξε η ζωή μας (τόσο όσο επιτρέπει ο κορονοϊός), τα σινεμά, τα θέατρα, έγινε και το καταπληκτικό Evia Film Project από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αλλά γιατί «επιστρέφουν» ένας-ένας, μία-μία, σε γυρίσματα και μοντάζ και νέες ταινίες λίγο παλιότεροι, αγαπημένοι και τόσο ταλαντούχοι Ελληνες σκηνοθέτες.

Μετά τον Σωτήρη Γκορίτσα και τον Περικλή Χούρσογλου το Flix είπε να κουβεντιάσει με την Πέννυ Παναγιωτοπούλου και να παρουσιάσει τη νέα της ταινία, που ολοκλήρωσε τα γυρίσματά της και είναι στη φάση του μοντάζ. Τίτλος για την ώρα μόνο αγγλικός, «Wishbone» (και ελληνιστί, εντελώς προσωρινά, «Γιάντες»). Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου ψάχνει για έναν που θα την αντιπροσωπεύει καλύτερα, αλλά μάλλον είναι το μόνο κενό που έχει στο μυαλό του αυτό το υπερταλαντούχο πλάσμα.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου

Δυο μόνο ταινίες μεγάλου μήκους, αλλά τι ταινίες! Δεν είναι η απόσταση που τις μυθοποιεί, αλλά ένα σημερινό ξανακοίταγμα για τις ανάγκες αυτού του κομματιού. Μα έχουμε ποτέ γκρινιάξει για το ελληνικό σινεμά; Θα πέσει φωτιά να μάς κάψει. «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου», το ντεμπούτο της του 2002, σκληρή και μαζί τρυφερή δραματική ταινία με κεντρικό ήρωα ένα αγοράκι, που αρνείται να δεχτεί τον θάνατο του πατέρα του και καταφεύγει σε ένα δικό του κόσμο - ο μικρός Γιώργος Καραγιάννης ανάγκασε την κριτική επιτροπή στο Λοκάρνο, και όχι όποιους κι όποιους, αλλά τον Μπέλα Ταρ, τον Τζαφάρ Παναχί, τον Μπρούνο Γκανς, να του δώσουν το Βραβειο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας. Και, μετά, το 2013, ήρθε το εξίσου ιδιαίτερο και ολοκληρωμένο «September» με την Κόρα Καρβούνη, μια βαθειά, τολμηρή ματιά πάνω και πάλι στο θέμα της απώλειας, αλλά και της μοναξιάς και μιας ζωής έξω από νόρμες, που ταράζει και ανησυχεί εμάς τους «κανονικούς».

Να όμως που η Πέννυ Παναγιωτοπούλου μας επιφυλάσσει μια έκπληξη, ίσως μια αλλαγή. Η νέα της ταινία μιλάει για έναν νεαρό, τον Κώστα, αθώο και καλό παιδί, που οι οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς του τον κάνουν να συνεργαστεί με κυκλώματα (δικηγορικά και άλλα), που κατασκευάζουν περιστατικά ιατρικής αμέλειας, για το κέρδος, φυσικά, καταστρέφοντας καριέρες και υπολήψεις. Ας αφήσουμε, όμως, τη σκηνοθέτιδα να μας τα πει όλα - ή περίπου όλα.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου Ο πρωταγωνιστής Γιάννης Καράμπαμπας

Πέρασαν εννέα χρόνια από το «September». Nοιώθεις ότι πήγαν κινηματογραφικά χαμένα; Οτι ήσουν έξω από το σινεμά όσο κι αν έκανες πολλή και καλή τηλεόραση;

Από το «September» και μετά δεν υπήρξε ούτε μια μέρα που να μην έχω δουλέψει με εικόνες, ήχους και συνειρμούς. Που να μη με έχει απασχολήσει η δραματουργία. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να είμαι έξω από τον κινηματογράφο! Η σειρά «Το Μαγικό των Ανθρώπων» στην ΕΡΤ ήταν ένα πολύ δημιουργικό στο σύνολό του ταξίδι για μένα. Οχι καθαρόαιμο ντοκιμαντέρ, αλλά μια μυθοπλαστική χροιά πάνω στις αφηγήσεις των ανθρώπων. Ηταν πολύ δύσκολο πράγμα και ένα στοίχημα για μένα. Το πώς θα μπορέσω να κάνω κάτι τόσο προσωπικό έχοντας σαν δίαυλο μόνο το βίωμα των άλλων. Μα και ο κινηματογράφος αυτό δεν κάνει; Πλάθονται χαρακτήρες, ξεδιπλώνονται οι ιστορίες και τις κατοικούμε μετά.

Η νέα σου, πάντως, ταινία δεν μπορεί παρά να είναι φορτωμένη με έξτρα προσδοκίες, άγχος, αγωνία.

Οχι, καθόλου. Πάντα έχεις αγωνία αν θα βγει κάτι καλό ή κακό, αν θα έχεις ανταπόκριση. Αλλά μέσα μου ξέρω ότι επειδή θα βγει κάτι από αυτό που είμαι, το οποίο όσο μεγαλώνω το γνωρίζω καλύτερα, δεν θα είναι για πέταμα. Οτι θα είναι κάτι σημαντικό, τουλάχιστον για μένα.

Είναι μια τέχνη που την είχα μάθει από μικρή, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, πάντα βιώναμε τεράστιες συγκρούσεις. Και έμπαινα στη μέση και προσπαθούσα πιάνοντας λίγο από τον ένα και λίγο από τον άλλο, να φέρω αυτούς τους δυο ξανά μαζί. Εμαθα τόσο καλά να το κάνω, που νομίζω ότι είναι από τα πράγματα που δεν θα με αφήσουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και μπορεί τότε να πονούσα, γιατί είναι μια προσπάθεια και κούραση αφόρητη, αλλά  μου έμεινε  ένα κέρδος.» 

Δηλαδή θα είσαι ακόμα περισσότερο εσύ απ' ό,τι στις προηγούμενες ταινίες σου; Ολο και κάπου νομίζαμε ότι σε βρίσκαμε, σε ένα γυναικείο ή παιδικό πρόσωπο, σε μια φράση, ένα αίσθημα.

Εμφανώς δεν υπάρχουν καθόλου προσωπικά στοιχεία, πόσο μάλλον που το σενάριο είναι κυρίως της Κάλλιας Παπαδάκη, διασκευή του διηγήματος «Σαράντα Μέρες», από το βιβλίο της, «Ο Ηχος του Ακάλυπτου». Βλέποντας τώρα, όμως, το υλικό μετά τα γυρίσματα και πριν ακόμα από το μοντάζ, ναι, νομίζω πως σίγουρα υπάρχω μέσα στα συναισθήματα, που κυκλοφορούν και αποτυπώθηκαν ως ένα ντοκουμέντο στο γύρισμα. Στη δύναμη της απώλειας, το φόβο για την εξασφάλιση της επιβίωσης και στη λαχτάρα για μια άλλη ζωή, κάπου αλλού.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου Η Γαρουφαλίνα Κανταράκη

Διαβάζοντας τα λίγα που μου έδωσες ή κυκλοφορούν για την ταινία εξεπλάγην. Για δες, η Πέννυ έχει ένα σενάριο που και ο Λόουτς και ο Μαικ Λι ίσως θα το έκαναν. Κομπίνες, δικηγορικά κυκλώματα, υπόκοσμος, ένα νέο παιδί σε ηθικό δίλημμα… Σε είχαμε συνηθίσει με ήρωες σε οριακή ψυχολογία, σε ξαναβρίσκουμε σε μια πιο σκληρή κοινωνική επικράτεια.

Ολο αυτό ήταν εντελώς καινούργιο για μένα. Η ιστορία έχει έντονο κοινωνικό προσανατολισμό, που στο δικό μου το μυαλό, παρόλο που όπως οι περισσότεροι της γενιάς μας έχω περάσει από πολιτικές νεολαίες, συνήθως δεν είναι ο κυρίαρχος. Περισσότερο με ενδιαφέρει η ανθρώπινη φύση. Ο τρόπος μου είναι ο τρόπος της σιωπής και της έλλειψης. Ετσι και σε αυτή την ταινία, όπως και σε προηγούμενες, το κέντρο της είναι πάντα ο άνθρωπος, η οικογένεια, η μοίρα, εύθραυστα πράγματα. Η ταυτόχρονη αποτύπωση του διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού της ελληνικής κοινωνίας, θα της δώσει ελπίζω και έναν χαρακτήρα διαφορετικό και ιδιαίτερο σε σχέση με προηγούμενες δουλειές μου και θα μπορέσει να αναδειχτεί πιο σύνθετος και πολυεπίπεδος ο ατομικός ψυχισμός, για να θυμηθούμε ταινίες όπως το «Serpico» ή το «Taxi Driver».

Σκηνοθετικά είχα δύσκολα γυρίσματα, ακόμη και σε χώρους που ίσως δεν είναι πολύ φωτογενείς, όπως δικαστήρια, νοσοκομεία, και αυτό, όμως, ήταν τελικά μια μεγάλη πρόκληση. Να προσπαθείς συνέχεια να βρεις τον τρόπο να μπολιάσεις τη ρεαλιστική απεικόνιση με κάτι πιο αφηρημένο και μεταφυσικό. Είναι, όμως, πολύ νωρίς για να πω πώς θα είναι η ταινία. Σίγουρα, πάντως, στο γύρισμα έψαχνα την αλήθεια.

Δεν πολυκαταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει αυτό όταν το λένε οι σκηνοθέτες.

Εψαχνα να βρω τι από αυτά που γινόντουσαν εκείνη τη στιγμή στο γύρισμα είχαν την αίσθηση ενός ντοκουμέντου, ήταν δηλαδή αληθινά, έβγαιναν αβίαστα, και πότε η σκηνή είχε αυθορμητισμό και αυθεντικότητα, χωρίς να στερείται βάθους. Οταν κάτι τέτοιο συνέβαινε, ένιωθα ένα μάγκωμα, ένα πιάσιμο στην ψυχή μου. Και το κρατούσα. Προσπάθησα πολύ να αρνηθώ ερμηνείες προφανείς και «νατουραλιστικές», όπως και να πω όχι σε μια επιδειξιομανή, δήθεν πλούσια και άφθονη σκηνοθεσία. Αλλά τόλμησα πράγματα που έχουν σημασία για μένα, σε αυτό που είμαι σήμερα.

Η πραγματική αισιοδοξία δεν πηγάζει από την έκβαση μιας συγκεκριμένης ιστορίας, αλλά μέσα από την εξύψωση της ανθρώπινης φύσης. Αυτό είναι το αληθινό happy end.»

Σε ένα σημείωμά σου για την ταινία γράφεις και τις λέξεις «απλότητα», «αμεσότητα». Και θα έλεγα πως έχεις για μια ακόμα φορά ένα σενάριο στέρεο, δομημένο, σε αντίθεση, ίσως, με μια όλο και πιο ισχυρή τάση της νέας γενιάς (και δεν εννοώ το weird), που αφήνονται σε πιο ελεύθερα, φλου και πειραματικά μονοπάτια.

Για μένα τα πάντα στον κόσμο είναι δομή. Είτε φαίνεται είτε δε φαίνεται. Αυτό είναι το μέλημα σε όλες τις δουλειές μου. Παλαιότερα αυτό συνέβαινε ασυναίσθητα, τώρα πλέον συνειδητά. Αλλά η δομή δεν έχει να κάνει με τον ακαδημαϊσμό ή τον συντηρητισμό, καθόλου. Η δομή είναι αυτή που συγκρατεί την αφήγηση και την κάνει ενδιαφέρουσα και για τους άλλους. Μπορείς να είσαι απολύτως προσωπικός, μπορείς να κατασκευάζεις το σενάριο από διάφορα πράγματα, μνήμες και τέτοια, να ανακατεύεις, να αναμιγνύεις ακόμη και είδη, αλλά παρόλα αυτά το έργο σου να έχει δομή. Αυτή κάνει τη διαφορά και όχι η όποια ελευθερία αφήγησης. Στην δική μου περίπτωση, αυτό που πραγματικά με χαρακτηρίζει είναι ότι μπορώ να κάνω εντελώς ετερόκλητα και ανόμοια πράγματα να φαίνονται ομοιόμορφα. Και αυτό είναι δομή. Ενα φύλλο ενός δέντρου, το νερό που κυλάει, μια κόρνα αυτοκινήτου, πώς μπορούν να συνταιριάξουν. Ας πω και κάτι προσωπικό. Είναι μια τέχνη που την είχα μάθει από μικρή, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, πάντα βιώναμε τεράστιες συγκρούσεις. Και έμπαινα στη μέση και προσπαθούσα πιάνοντας λίγο από τον ένα και λίγο από τον άλλο, να φέρω αυτούς τους δυο ξανά μαζί. Εμαθα τόσο καλά να το κάνω, που νομίζω ότι είναι από τα πράγματα που δεν θα με αφήσουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Και μπορεί τότε να πονούσα, γιατί είναι μια προσπάθεια και κούραση αφόρητη, αλλά μου έμεινε ένα κέρδος.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου


Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Σ' αυτή την ταινία, ίσως επειδή έχω μεγαλώσει και η απόλαυση είναι ζητούμενο κάθε στιγμή, χάρηκα πολύ την προετοιμασία, τη θεωρώ κομμάτι της ταινίας, όπως το να βρω τους χώρους. Οταν ψάχναμε με τους συνεργάτες μου, τον Αντώνη και τον Δημήτρη, το σπίτι που θα κατοικεί η οικογένεια και ενόσω η ταινία ήταν τοποθετημένη στην Αθήνα, κάπως βαρετό μου φαινόταν. Το αισθανόμουνα λάθος, σε κάθε περίπτωση όχι υποχρεωτικό. Πήγαμε, λοιπόν, στο Μεγάλο Πεύκο. Και πέφτω πάνω σε ένα σπίτι, που ήταν τελείως εγκαταλελειμμένο. Αμέσως κάτι ένοιωσα. Πήδηξα τα κάγκελα για να το δω. Δεν ταίριαζε στην περιγραφή. Ηταν πιο μεγάλο από αυτό που φανταζόμουνα, αλλά είχε μια αύρα φοβερή. Και μια φοβερή σέρα στην πίσω πλευρά, λουσμένη στο φως και τη ζωή, παρά την εγκατάλειψη και την απουσία. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι εδώ πρέπει να ζήσουν οι χαρακτήρες της ιστορίας μου. Γιατί; Γιατί έτσι, γιατί μου άρεσε αυτή η σέρα, σαν να ήμουνα σε έργο του Τσέχοφ. Βρήκα το όνομα του ιδιοκτήτη, ήταν το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Δέχτηκε αμέσως, αρχίσαμε να αλληλογραφούμε, αν σου διαβάσω τα γράμματά του, θα πεις ότι είναι η ιστορία αλλά και η ψυχή της ταινίας μου! «Το θριαμβευτικό τέλος γι’ αυτό το σπίτι, γιατί περί τέλους πρόκειται, είναι κάτι που μ’ ενθουσίασε. Σας βλέπω στις φωτογραφίες και νομίζω ότι είμαστε εμείς, όταν ζούσαν οι γονείς μου. Μ’ αυτό που κάνατε θα νομίζω ότι από δω και πέρα θα ζουν κρυφά πάντα εκεί», μου έγραψε. Δεν είναι μια ευλογία, όλο αυτό; Θα του αφιερώσω την ταινία, κι ας μην συναντηθήκαμε ποτέ.


wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου

Το στόρι της ταινίας έχει στο κέντρο του ένα θέμα ηθικής. Ενας νέος βρίσκεται απέναντι στο καλό και το κακό ,παλεύει, αλλά στο τέλος νικάει το καλό. Γιατί σου πάει αυτή η στάση, η αγωνία, η υπενθύμιση, αν θες;

Μια μικρή διόρθωση. Νικάει το καλό μέσα του, αλλά το κακό τον νικάει!

Πιστεύω ότι μέσα και στον πιο κακό άνθρωπο υπάρχει εξ’ ορισμού κάτι καλό και όμορφο, κι ας μην του δοθεί η ευκαιρία καν να το δοκιμάσει. Πολλοί άνθρωποι δεν δοκιμάζονται συχνά ή δεν τους τα φέρνει έτσι η ζωή ώστε να πάθουν κάτι άσχημο, ν’ αναγκαστούν να ταπεινωθούν, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να υπερνικήσει κάπως το καλό μέσα τους. Οταν ταπεινωθείς, υπερνικά το καλό, είναι αυτό που λέμε «πήρε ένα μάθημα». Δεν το 'χεις δει; Αυτό πιστεύω. Βέβαια, μπορεί να φταίνε και τα χρόνια που περάσαμε με την ελληνική Ορθοδοξία, γιατί οι περισσότεροι, συνειδητά Χριστιανοί μπορεί να μην γίναμε ποτέ, αλλά μας μείνανε τα πράγματα με τα οποία μεγαλώσαμε. Ο φόβος του κακού για παράδειγμα. Και εγώ τον έχω και νομίζω πως, αν και ποτέ δεν απάντησα στο ερώτημα αν πιστεύω ή δεν πιστεύω, πάντα θέλω να ανάψω ένα κερί. Για τους απέναντι. Πιστεύω ότι το καλό συνυπάρχει με το κακό και έχουν και τα δύο το ίδιο ενδιαφέρον. Οταν, όμως, κάνεις μια ταινία, όταν δημιουργείς κάτι, γιατί να πλάσεις έναν άσχημο κόσμο; Είναι σαν να μεταφέρεις τα κακά νέα. Το δείχνεις βέβαια, τη βία την αναπλάθεις, σαν καλλιτέχνης οφείλεις να είσαι αιχμηρός. Αλλά η πραγματική αισιοδοξία δεν πηγάζει από την έκβαση μιας συγκεκριμένης ιστορίας, αλλά μέσα από την εξύψωση της ανθρώπινης φύσης. Αυτό είναι το αληθινό happy end. Και εγώ ακόμη και στις δύσκολες ιστορίες, αυτές που μερικοί ορίζουν ως ψυχοπλακωτικές με τον σκοπό να υποβιβάσουν την αξία τους, θέλω να βλέπω φως. Και το φως είναι το μεγαλείο της ύπαρξης. Και έτσι φεύγω γεμάτη και όρθια. Πώς αλλιώς;

Το πρώτο πράγμα που ήθελα να γίνω ήταν ψυχολόγος η ψυχαναλύτρια. Στην εφηβεία μου δηλαδή. Αλλά επειδή ο θείος μου, ο Σωκράτης Καψάσκης, είχε το Studio και τον θαύμαζα πολύ, πήγαινα και έβλεπα συνέχεια ταινίες. Μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά και πάλι δεν το σκεφτόμουνα σαν επαγγελματικό προσανατολισμό. Ασε που τότε ήταν και πιο δύσκολο να κάνεις ταινίες, ήμουνα και γυναίκα.»

Πάλι σε ενδιαφέρει έντονα το θέμα της οικογένειας, στενής και ευρύτερης.

Μάλλον με την ευρύτερη έννοια με ενδιαφέρει. Θα έλεγα τη συγγένεια. Γιατί οικογένεια δεν είναι μόνο αυτό που υπάρχει, αλλά κι αυτό που δεν υπάρχει. Η οικογένεια είναι και μια λαχτάρα, μια βαθύτερη επιθυμία για σύνδεση. Μ’ αυτή την έννοια τα πάντα είναι οικογένεια, η συγγένεια, η σχέση είναι αυτό που μετράει. Ακόμα και στην ακραία μοναξιά, στην πραγματικότητα το ζητούμενο είναι ο τρόπος να συνδεθείς με κάποιον, με κάτι, ή το αντίθετό του. Ο φόβος της σύνδεσης. Αλλά όλα εκεί γυρνάνε.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλουΜε την Κάλλια Παπαδάκη και τον Γιάννη Καράμπαμπα

Συνεργάζεσαι στο σενάριο δεύτερη φορά με την Κάλλια Παπαδάκη, που στα ενδιάμεσα έγινε από τα σημαντικά ονόματα της λογοτεχνίας μας με τους πολυβραβευμένους «Δενδρίτες». Πώς εξελίχθηκε η συνεργασία σας;

Ποτέ δεν είναι εύκολο να συνεργάζεσαι με κάποιον, όσο καλά και να τον γνωρίζεις. Η Κάλλια όμως είναι εξαιρετική στο γράψιμο και γρήγορη και έτσι όλα γίνονται πιο εύκολα. Η μητέρα μου έλεγε, το παιδί είναι πάντα της μάνας. Οπότε όσο και να διαφωνούμε, λέω εγώ, η ταινία είναι πάντα του σκηνοθέτη τελικά. Εννοώ πως σε μια ταινία το σενάριο είναι κάτι που γράφεται συνέχεια μέχρι το τέλος. Ασε που και ο καθένας από τους συνεργάτες σε μία ταινία προσθέτει και κάτι από το δικό του όραμα σε αυτήν. Στη συγκεκριμένη συνεργάστηκα με τον Δημήτρη Κατσαΐτη στη φωτογραφία, τον Petar Markovic στο μοντάζ, τον Γιώργο Γεωργίου στη σκηνογραφία, τη Δέσποινα Χειμώνα στα ρούχα, τον Ντίνο Κίττου στον ήχο. Ακόμη και στα πόστα που δεν θεωρούνται αμιγώς καλλιτεχνικά, όλοι βάζουν το λιθαράκι τους στις ταινίες. Ο υπέροχος βοηθός μου, ο Χάρης Κοντογιάννης, για παράδειγμα, με τον οποίο έχουμε κάνει και τις προηγούμενες ταινίες μαζί και ελπίζω και αυτές που έρχονται!

Θα μου πεις λίγα λόγια για τον πρωταγωνιστή σου, τον Γιάννη Καράμπαμπα, ένα άγνωστο κινηματογραφικά πρόσωπο;

Ο Γιάννης ήταν εξαιρετικός και στη συνεργασία, αλλά κυρίως στην ταινία. Εγώ δεν ήθελα κάποιον να παίξει ένα ακόμη ρόλο. Ηθελα κάποιον τόσο «παρθένο», που να θυμίζει κανονικό άνθρωπο. Τον είδα να διαβάζει ένα ποίημα κάποια Χριστούγεννα, στη LIFO νομίζω. Μου φάνηκε πολύ όμορφος, με μια vintage-διαχρονική ομορφιά. Τον φαντάστηκα αμέσως στο ρόλο του Κώστα. Τώρα που τον βλέπω στην ταινία, νομίζω πως ζούσε από πάντα σε αυτήν την ιστορία.

Δεν μπορώ και δεν θέλω να κατατάσσω τον εαυτό μου σε μία συγκεκριμένη γενιά. Νιώθω τόσο νέα καλλιτεχνικά, όπως όταν ξεκινούσα. Το θέμα είναι να κρατάς την επαφή πάντα ζωντανή με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Ε, δεν είναι και πολύ δύσκολο. Γίνεται όλο πια μπροστά στα μάτια μας!»

Η υπόλοιπη διανομή;

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι ο συμπρωταγωνιστής του, ο Νώντας. Παίζουν ακόμα η Ελενα Μαυρίδου, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ο Νικόλας Παπαγιάννης, η Μυρτώ Αλικάκη, η Θάλεια Παπακώστα, ο Ανδρέας Νάτσιος, η Μαρία Κατσανδρή κι ένα κοριτσάκι 6 χρονών, η Γαρουφαλίνα Κανταράκη.

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου

Γιατί αποφάσισες να κάνεις σινεμά;

Το πρώτο πράγμα που ήθελα να γίνω ήταν ψυχολόγος η ψυχαναλύτρια. Στην εφηβεία μου δηλαδή. Αλλά επειδή ο θείος μου, ο Σωκράτης Καψάσκης, είχε το Studio και τον θαύμαζα πολύ, πήγαινα και έβλεπα συνέχεια ταινίες. Μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά και πάλι δεν το σκεφτόμουνα σαν επαγγελματικό προσανατολισμό. Ασε που τότε ήταν και πιο δύσκολο να κάνεις ταινίες, ήμουνα και γυναίκα. Πήρα το πτυχίο μου από το Πολιτικό της Νομικής, γιατί δεν μπορώ ν’ αφήνω πράγματα στη μέση, αλλά δεν το χρησιμοποίησα ποτέ. Δεν μετάνιωσα, η νομική μου έδωσε συγκρότηση, ικανοποίηση ότι τα κατάφερα και έδωσα και χαρά στους γονείς μου, κυρίως στον μπαμπά μου. Ο πατέρας μου που δε ζει, κανείς από τους γονείς μου δε ζει, μου έμαθε ποτέ να μην εφησυχάζω, ήταν του «εύγε και φεύγε». Εκείνος, πάντως, που με ενθάρρυνε, σχεδόν με έσπρωξε να ασχοληθώ σοβαρά με το σινεμά και του το χρωστάω, ήταν ο Πάνος ο Παπακυριακόπουλος κυρίως και ο Βασίλης Ραφαηλίδης όταν είδαν τη μικρή πτυχιακή μου για τη σχολή Σταυράκου. To «Zig-Zag». Ετσι έπεισα τον πατέρα μου και με έστειλε στην Αγγλία για σπουδές σκηνοθεσίας στο Polytechnic of Central London.

Το σημερινό ελληνικό σινεμά πώς το βλέπεις; Εχει αλλάξει πολύ; Νοιώθεις ότι η δικιά σου η γενιά είναι πιά λίγο λίγο ξέχωρη και παραγκωνισμένη;

Δεν μπορώ και δεν θέλω να κατατάσσω τον εαυτό μου σε μία συγκεκριμένη γενιά. Νοιώθω τόσο νέα καλλιτεχνικά, όπως όταν ξεκινούσα. Το θέμα είναι να κρατάς την επαφή πάντα ζωντανή με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Ε, δεν είναι και πολύ δύσκολο. Γίνεται όλο πια μπροστά στα μάτια μας! Αλλά αν εννοείς παραγκωνισμό στις χρηματοδοτήσεις, ναι, τώρα πια το φρέσκο αίμα, η πρώτη-δεύτερη ταινία, βρίσκουν πιο εύκολα λεφτά. Παρόλα αυτά οι καλές ταινίες πάντα βρίσκουν τον τρόπο και γίνονται. Γιατί δεν αποτιμώνται με βάση την ηλικία του δημιουργού τους αλλά με την αξία τους. Στο σήμερα πρώτα, αλλά και στο πέρασμα των χρόνων ύστερα. Οσο για το ελληνικό σινεμά, δεν το ξεχωρίζω από το ευρωπαϊκό γενικότερα, πόσο μάλλον που οι ταινίες μας δεν έχουν και ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά. Θα έλεγα, μάλιστα, το αντίθετο.

Θέλω να με ταράζει κάτι για να μου αρέσει πολύ. Μπορώ να εκτιμήσω μια σημαντική σκηνοθεσία, μια λιγότερο καλή, μια πιο μέτρια, πάντα με τα δικά μου μέτρα, αλλά αυτό που μου αρέσει είναι συνήθως αυτό που με ταράζει, χωρίς να το φωνάζει. Το κρυμμένο.»

Ποιους μεγάλους σκηνοθέτες θαύμαζες;

Θαύμαζα πολύ τον Αντονιόνι, μεγάλωσα μαζί του. Οταν βλέπω το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» νοιώθω πάντα το ίδιο, είναι σαν να ακούω ένα αγαπημένο μου τραγούδι, ένα τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν. Από το αμερικάνικο σινεμά, ο Χιούστον, ειδικά το «Fat City», ο Σκορσέζε του «Ταξιτζή» και του «Raging Bull» και ο Λούμετ. Η ταινία το «Σκιάχτρο» του Σλέσιγκερ. Ο Τζάρμους του «Stranger than Paradise» πάρα πολύ. Κάποιες πρώτες ταινίες του Βέντερς, ειδικότερα «Το Πέρασμα του Χρόνου». Ο Χιροκάζου Κόρε Εντα του «Still Walking».

wishbone πέννυ παναγιωτοπούλου

Και με το πολύ καινούργιο σινεμά ποια είναι η σχέση σου; Μου ήρθε ξαφνικά να σε ρωτήσω τη γνώμη σου για την Ζουλιά Ντικουρνό και το «Titane» της. Αίμα, φρίκη, βία, αποκρουστικά πράγματα, που αποθεώνονται.

Εχω πολύ δύσκολο γούστο πια. Μάλλον όχι δύσκολο, αλλά αυστηρά προσωπικό. Δεν θέλω καθόλου να χάνω τον χρόνο μου βλέποντας πράγματα που ξέρω σχεδόν εκ των προτέρων ότι δεν θα μου αρέσουν. Τα κοιτάω λίγο, για να δω το στυλ, το ύφος, τη σκηνοθεσία. Και πολλά είναι εξαιρετικά. Αλλά λίγα απολαμβάνω, όπως μερικές παλαιότερες ταινίες, για παράδειγμα, το «Xαμένο Σαββατοκύριακο» του Μπίλι Γουάιλντερ. Θέλω να με ταράζει κάτι για να μου αρέσει πολύ. Μπορώ να εκτιμήσω μια σημαντική σκηνοθεσία, μια λιγότερο καλή, μια πιο μέτρια, πάντα με τα δικά μου μέτρα, αλλά αυτό που μου αρέσει είναι συνήθως αυτό που με ταράζει, χωρίς να το φωνάζει. Το κρυμμένο. Αυτό προσπαθώ να ενσωματώνω σε αυτό που είμαι και να προσπαθώ να το βγάζω ακόμη και σε δικές μου δουλειές.

Δεν μου αρέσει να αποτιμώ και να μιλάω για σινεμά, γενικότερα, αλλά τώρα βλέπει κανείς πιο πολλές και σύνθετες ιστορίες, και πολύ καλές και από όλο τον κόσμο. Αλλά είναι πιο δύσκολο να διακρίνεις κινηματογραφιστή πίσω από αυτές. Εμένα με ενδιαφέρει όχι μόνο να δω μια καλή ιστορία, αλλά να διακρίνω κι έναν κινηματογραφιστή από πίσω. Κάποιον που να μπορέσει να ταιριάξει τη φόρμα με το περιεχόμενο με τρόπο που να μηn μπορεί να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Αυτό.

Να υποθέσω ότι θες να κάνεις κι άλλες ταινίες, να μη σε «ξαναχάσουμε» πια;

Δεν χάθηκα ποτέ. Αλλά σίγουρα, δεν αισθάνομαι ότι έχω ολοκληρώσει τον δημιουργικό μου κύκλο. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι αστείο, αλλά καμιά φορά νοιώθω πως είμαι ακόμη στην αρχή. Ετσι νιώθω. Από την άλλη μου φαίνεται επώδυνο να ετοιμάζεις χρόνια μία ταινία. Οι συμπαραγωγές σού ανοίγουν χώρο και σού δίνουν τη δυνατότητα να κάνεις πράγματα με πιο αξιοπρεπή χρηματοδότηση, όμως νομίζω πως αφαιρούν και από τις ταινίες τον καλλιτεχνικό αυθορμητισμό.

Info «Wishbone»: Η ταινία χρηματοδοτείται από ΕΚΚ, ΕΡΤ, MEDIA, Eurimages, ΕΚΟΜΕ, Κέντρο Κινηματογράφου Κύπρου και Ταμείο υποστήριξης συμπαραγωγής ελληνογαλλικών κινηματογραφικών έργων.