Η Αννα είναι μία τριαντάχρονη μοναχική κοπέλα. Ενα κορίτσι που κάπου, κάποτε πληγώθηκε και εδώ και χρόνια κλειδώθηκε σε διαμέρισμα τυπικής αθηναϊκής συνοικίας με το σκύλο της. Ο «Μανού» είναι η παρέα της, το στήριγμά της, η έννοια της, το χαμόγελό της. Η αναπνοή που ζεσταίνει το κρεβάτι της και την καρδιά της. Δεν μιλάει πολύ η Αννα. Οπως όλοι οι πονεμένοι άνθρωποι, έτσι κι αυτή απλά παρατηρεί. Κοιτάζει με το υγρό βλέμμα της γυναίκας που τη χωρίζει ένα αδιαπέραστο γυαλί από την ευτυχία των «κανονικών» ανθρώπων γύρω της. Τα βλέπει όλα, αλλά ξέρει τη θέση της. Εκείνη είναι μόνη, απ' έξω. Τουλάχιστον έχει τον σκύλο της.

Οταν όμως ο Μανού πεθαίνει, η Αννα θα μείνει σοκαρισμένη και μετέωρη. Δεν έχει άξονα, λόγο να γυρίσει σπίτι της, κάποιον να νοιαστεί, κάποιον να χαρεί που την είδε. Αυτό την σπρώχνει να κοιτάξει απέναντι - κυριολεκτικά και συμβολικά. Στη ζωή μίας άλλης γυναίκας που κάπου, κάποτε έκανε τις αντίθετες επιλογές από εκείνη και τώρα βρέθηκε σ' ένα σπίτι με κήπο, με άντρα και παιδιά. Της ζητά να θάψει τον Μανού στην αυλή της, της ζητά να τη συνοδεύσει στα ψώνια της, της ζητά να έρθει στα γενέθλιά της, της ζητά να μείνει ένα βράδυ στον καναπέ της. Ζητά, ζητά, ζητά. Αγαρμπα, με πανικό, σαν τον άνθρωπο που πνίγεται. Η Αννα έχει ξυπνήσει στην νεκρική ησυχία της ζωής της και θέλει για πρώτη φορά να τραγουδήσει. Θέλει ανήκει σ' ένα σπίτι με φωνούλες, πατουσάκια στο πάτωμα και ανθρώπους που τσακώνονται, μονιάζουν και κοιμούνται μαζί. Θέλει να σηκώσει πέτρες και να σπάσει το γυαλί.

Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου («Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου») ακολουθεί το ίδιο βλέμμα και τέμπο με την ηρωίδα της. Παρατηρεί και καταγράφει με τόσο υπέροχα, τρυφερά, λυρικά πλάνα την αποξένωση, την μελαγχολία της Αθήνας. Είναι σκηνοθέτης που κουβαλά την τεντωμένη της ευαισθησία σε λεπτομέρειες, σε αφήγηση συναισθηματική κι όχι γραμμική. Στη βροχή. Σε μια μπουγάδα. Στον τρόπο που κινηματογραφεί τα παιδιά να τρώνε παγωτό και να προσωποποιούν «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη, τι είναι αυτό».

Ταυτόχρονα, το σενάριο που η σκηνοθέτης συνυπογράφει μαζί με την Κάλλια Παπαδάκη φροντίζει να κρατά την ταινία ήσυχη και αποφεύγει το μελόδραμα. Η Αννα δεν αποκαλύπτεται, όσο βιώνεται ως ένα κομμάτι που έχουμε όλοι μέσα μας. Σαν την μοναξιά που κουβαλάμε βουβά πίσω από τα κλειστά παράθυρά μας κι ας βρίσκεται, ένα πόντο πιο έξω, μία πόλη εκατομμυρίων. Τα όνειρα, τα θέλω, οι απογοητεύσεις, οι ανασφάλειες παραμένουν ανείπωτες και για αυτό σπαραχτικές. Τίποτα δεν εκτονώνεται, όλα απλά συμβαίνουν. Προσπερνούν, μαζί με τα καλοκαίρια της ζωής μας.

Η Κόρα Καρβούνη είναι συγκλονιστική. Πετώντας τα περιττά, ερμηνεύει την ηρωίδα της σαν αδέσποτο. Με την τρομαγμένη στωικότητα που έχουν τα σκυλιά του δρόμου, τον τσαμπουκά της επιβίωσης και ταυτόχρονα το σπαραχτικό μοναχικό τους βλέμμα. Είναι φανερή η δουλειά που έχει γίνει στην προετοιμασία, το χέρι της Παναγιωτοπούλου που αποφασίζει να λύσει την ηθοποιό της από το λουρί, να την αφήσει να τρέξει ελεύθερη. Το καθαρόαιμο ταλέντο της Καρβούνη, που πειθαρχεί στην ακινησία, ενώ κάνει άλματα μέσα της.

Η Μαρία Σκουλά έχει δυο τρεις σκηνές (και την καλύτερη ατάκα της ταινίας) που αποδεικνύουν την ερμηνευτική της στόφα, αλλά το σενάριο δεν της επιτρέπει πολύ χώρο για να ξεδιπλώσει με αντίστοιχη δύναμη τη δική της ηρωίδα. Αυτό είναι ένα από τα μείον του «September»: για να καταλάβουμε τον αντικατοπτρισμό, για να νιώσουμε την γυναίκα απέναντι, πρέπει να κλέψουμε περισσότερες στιγμές της. Στερώντας της τις ανάσες, καταλήγει να βασίζεται σε κλισέ - κι αν όχι τόσο η ίδια, την παρασύρει ο σύζυγος, ο άντρας της ιστορίας, που τόσο σεναριακά, όσο κι στην σχηματική του ερμηνεία από τον Νίκο Διαμαντή, αδυνατίζει το τόσο δεμένο αποτέλεσμα.

Οι μεμονωμένες αντιρρήσεις δεν έχουν όμως καμία σημασία. Η καρδιά της ταινίας χτυπά τόσο δυνατά, τόσο ειλικρινά, τόσο γνώριμα. Σε σκεπάζει σαν ζεστή κουβέρτα στα πρώτα κρύα. Σε παρηγορεί προσωπικά και σε εμψυχώνει να κοιτάξεις μπροστά. Σε μία καινούργια αρχή που θα κάνεις ξύνοντας τα μολύβια σου, αγοράζοντας καινούργια σάκα και μπαίνοντας με πείσμα ξανά στο προαύλιο της νέας χρονιάς.