Συνέντευξη

Περικλής Χούρσογλου: «Διδάσκοντας γίνομαι καλύτερος σκηνοθέτης και σκηνοθετώντας καλύτερος καθηγητής»

στα 10

Ο (για πάντα) σκηνοθέτης του «Λευτέρη Δημακόπουλου» μιλά στη Βένα Γεωργακοπούλου για την «Εξέλιξή» του.

Περικλής Χούρσογλου: «Διδάσκοντας γίνομαι καλύτερος σκηνοθέτης και σκηνοθετώντας καλύτερος καθηγητής»
φωτογραφίες: Νίκος Κάτσος

Καλοκαίρι των κινηματογραφικών επιστροφών. Ο Περικλής Χούρσογλου ολοκλήρωσε πριν λίγες μέρες σε ένα κλασικό, παλιό καφενείο της Καλλιθέας τα γυρίσματα της νέας, πέμπτης ταινίας του, με το τίτλο «Εξέλιξη», μεγάλο μέρος των οποίων έγιναν στη Θεσσαλονίκη. Η αμέσως προηγούμενη, ο «Διαχειριστής», ήταν ταινία του 2009, με τον ίδιο και τη σύζυγό του, την εξαιρετική ηθοποιό Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, αλλά και τους δυο μικρούς (τότε) γιους τους, Κωνσταντίνο και Ιορδάνη, να κρατάνε τους βασικούς ρόλους. Και να που μετά από δεκατρία χρόνια, είναι πολλά, ο καλός σκηνοθέτης, αποφασισμένος αυτή τη φορά να μην ξαναλείψει πολύ από το σινεμά, να του αφοσιωθεί, επιστρέφει με μια ταινία όπου και πάλι θα μπορούσε να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο βασικός ήρωας της «Εξέλιξης», ο Νίκος Συμεωνίδης, έχει μαζί του δυο κοινά. Είναι σκηνοθέτης που διδάσκει σκηνοθεσία, καθηγητής στο Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου. Τη μέρα που θα ορκιστεί ως επίκουρος καθηγητής και θα αναβαθμιστεί, εξ ου και ο τίτλος «Εξέλιξη», ο Νίκος θα ανεβεί από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη παρέα με τον ηλικιωμένο πατέρα του. Θα ορκιστεί, θα κάνει μάθημα, θα συγκρουστεί με ομάδα φοιτητών, αλλά το κυριότερο θα ξαναβρεθεί με τον πατέρα του. Σενάριο συγκινητικό, που σε ταράζει περίεργα. Αλλά και τολμηρό πολιτικά και απαιτητικό κινηματογραφικά, αφού -μην τα πούμε και όλα- μια ανατροπή θα φωτίσει περισσότερο τις σχέσεις των δυο αντρών, του γιου με τις καλλιτεχνικές αγωνίες, του πατέρα που ίσως δεν τις δεχόταν πάντα.

χούρσογλου

Τον γιο παίζει ο Αλέξανδρος Λογοθέτης. Τον παρατηρώ στο γύρισμα με βαμμένα γκρίζα τα μαλλιά και τα γένεια του και μου θυμίζει τον Περικλή. Τον πατέρα παίζει ο Βασίλης Κολοβός. Πίσω από την κάμερα ο έμπειρος Γιώργος Αργυροηλιόπουλος. Και το μοντάζ βρίσκεται τώρα σε άλλα μαγικά χέρια, του Τάκη Γιαννόπουλου. Εχουμε καιρό μέχρι να τη δούμε -παραγωγός η Ιωάννα Σουλτάνη, τη διανομή έχει η Feelgood- αλλά μια κουβέντα με τον Περικλή Χούρσογλου είναι πάντα ξεχωριστή εμπειρία. Διηγείται και τόσο ωραίες ιστορίες.

Γιατί άργησες τόσο πολύ να κάνεις ταινία; Φταίνε οι συνθήκες στο ελληνικό σινεμά; Η κρίση; Κάτι υπαρξιακό μέσα σου; Ή ότι έπεσες με τα μούτρα στη διδασκαλία στο ΑΠΘ;

Το τελευταίο.

Οταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, το όνειρό μου ήταν να διοριστώ σε ένα χωριό στις Σέρρες και τα Σάββατα να φωνάζω τα παιδιά στο σπίτι, να έχω παξιμάδια και γραβιέρα και να τους διδάσκω μαθηματικά. Τέτοιος ιδεαλισμός.»

Είχες μια ζωντανή τέχνη και δεν ήσουνα και από τους σκηνοθέτες που είχαν περάσει έτσι, είχες κάνει ταινίες με αναγνώριση, περισσότερο ή λιγότερο. Τι σε έσπρωξε τόσο αποφασιστικά στη διδασκαλία;

Αν σπούδασα Μαθηματικά ήταν γιατί μου άρεσε να διδάσκω. Στο γυμνάσιο υπήρχαν στην τάξη δυο-τρία παιδιά, που ήταν σαΐνια στα μαθηματικά. Εγώ ούτε καμιά φοβερή κλίση στα μαθηματικά είχα ούτε με έπαιρνε για έρευνα. Αλλά από την εποχή που κολύμπαγα, 15-16 χρονών, στον αθλητικό όμιλο Παλαιού Φαλήρου, και βάζανε τα πιο μεγάλα παιδιά να προπονούν τα πιο μικρά, είχα καταλάβει ότι μου άρεσε πολύ αυτό. Οταν, λοιπόν, μπήκα στο πανεπιστήμιο, το όνειρό μου ήταν να διοριστώ, όχι στη Λεόντιο, που είχα βγάλει, αλλά σε ένα χωριό στις Σέρρες, και τα Σάββατα να φωνάζω τα παιδιά στο σπίτι, να έχω παξιμάδια και γραβιέρα και να τους διδάσκω μαθηματικά. Τέτοιος ιδεαλισμός.

Περίεργο που δεν σου έφυγε, παρόλο που το γύρισες στο τόσο γοητευτικό και εκμαυλιστικό σινεμά.

Είναι μεγάλη ιστορία η πορεία μου προς το σινεμά, όταν εγκατέλειψα το Μαθηματικό. Το 1975 μπήκα στη σχολή Σταυράκου, από το 1977 δούλευα κιόλας και μ’ άρεσε πολύ. Αλλά όταν κάποια στιγμή το 2003 έμαθα ότι θα γίνει το Τμήμα Κινηματογράφου στη Σχολη Καλων Τεχνών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, πήρα στο γενικό τηλέφωνο του πανεπιστημίου, βρήκα μια γραμματεία και μου είπαν «δεχόμαστε αιτήσεις». Είχα ήδη αρχίσει να κάνω μερικά μαθήματα, κάτι masterclasses, μίλαγα σε Δήμους, ήταν κάτι που το ευχαριστιόμουνα, και πάντα αυτά που έλεγα ήταν πράγματα δικά μου, από ταινίες που είχα κάνει, πράγματα αρκετά εφαρμοσμένα. Αυτό που σκεφτόμουνα ήταν ότι αντί να κάνω διαφημιστικά, που ούτε σπουδαίος ήμουνα ούτε μου άρεσαν ή να κάνω τηλεόραση, καλύτερα να διδάσκω, λιγότερα λεφτά, αλλά το γουστάρω. Οταν άνοιξε το Κινηματογραφικό Τμήμα του ΑΠΘ το 2004, ήμουνα από τους τρεις πρώτους που πήραν. Ορκιστήκαμε, όμως, όλοι το 2009, τότε δόθηκαν θέσεις στο πανεπιστήμιο από το υπουργείο. Μέχρι τότε διδάσκαμε ως 407, από το προεδρικό διάταγμα, που επέτρεπε σε σχολές που είναι καινούργιες και έχουν ανάγκη από προσωπικό, να προσλαμβάνουν ανθρώπους που είχαν τα τυπικά προσόντα.

χούρσογλου

Για να μείνεις και να εχεις αυτή την εξέλιξη χρειαζόταν φαντάζομαι και πανεπιστημιακό πτυχίο.

Δεν είχα, γιατί τα είχα αφήσει τα μαθηματικά. Χρώσταγα τρία μαθήματα. Οταν εξέφρασα την αγωνία μου, τι σχέση έχει το σινεμά με τα μαθηματικά, «μια χαρά, τέλεια είναι», μού είπε ο Απόστολος Βέττας, Πρόεδρος τότε του Τμήματος. Διδακτορικό δεν χρειαζόταν, το αντικαθιστούσε το «διακεκριμένο έργο». Τρία μαθήματα μόνο χρώσταγα, αλλά βασικά και πολύ δύσκολα. Μου είπαν περίπου τι να διαβάσω, στρώθηκα, τα πέρασα με δυο πεντάρια και ένα 7. Ετσι έγινα επίκουρος καθηγητής, μετά αναπληρωτής και τώρα πρωτοβάθμιος. Αλλά από το 2010 και μετά, εκεί που διδάσκαμε, ως 407, 34 άνθρωποι, μείναμε 14. Για να κάνουμε όχι την ίδια, αλλά πολύ περισσότερη δουλειά, γιατί κάθε χρόνο μπαίνανε 100 παιδιά και βγαίνανε 30-40. Από το 2012 και μετά, υπάρχει και στο σενάριο αυτό, δεν υπάρχει ένα Σαββατοκύριακο που να μην δούλεψα.

Ενοιωθες ίσως ότι αυτή η διαδικασία σε έκανε και λίγο καλύτερο σκηνοθέτη;

Ναι. Και μάλιστα, όταν έκανα τις αιτήσεις για την εξέλιξή μου, αυτό ακριβώς έλεγα. Οτι διδάσκοντας γίνομαι καλύτερος σκηνοθέτης και σκηνοθετώντας καλύτερος καθηγητής.

Οταν αναγορεύτηκε ο Παντελής Βούλγαρης επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ -η τελετή θα γινόταν στη Φιλοσοφική- μας άφησαν να μαζέψουμε τα σκουπίδια αλλά μετά να τα ξαναβάλουμε στη θέση τους.»

Βλέποντας στο γύρισμα τον Αλέξανδρο Λογοθέτη, με βαμμένα ελαφρά γκρίζα τα μαλλιά και τα γένια του, ένοιωθα ότι βλέπω εσένα. Διαβάζοντας το σενάριο, από τα λίγα που ξέρω και ξέρουμε για τη ζωή σου τα τελευταία χρόνια, ένοιωθα ότι εσύ είσαι ο ήρωας. Ετσι είναι; Ή απλώς ξεκινάς από τις εμπειρίες σου στο ΑΠΘ;

Νομίζω ότι ξεκινάω από μένα. Και μην ξεχνάς ότι και ο «Διαχειριστής» πάλι από την εμπειρία μου ως διαχειριστής στην πολυκατοικία μας βγήκε. Νομίζω ότι σε όλες τις ταινίες μου, δεν είναι και πολλές, η ζωή μου, οι σχέσεις μου, η οικογένειά μου είναι παρούσες.

χούρσογλου

Στον «Κύριο με τα γκρι» δεν ήσουν εσύ.

Ηταν ο πατέρας μου. Στο «Μάτια από Νύχτα» ήταν, φαντάζομαι, η αγάπη μου για τη Βαγγελιώ. Στον «Λευτέρη Δημακόπουλο», το σημείωμα που διαβάζει ο ήρωας στο τέλος, είναι ένα σημείωμα που το έχουν γράψει σε μένα. «Χτες έκανα έκτρωση. Δε θέλω να σε δω ξανά. Δε θέλω να σε σκέφτομαι. Δε θέλω να με παραχωρείς στον καλύτερό σου φίλο. Εύγε, ένταση, δράση δεν αντικαθιστούν την αγάπη. Τίποτα άλλο δεν ήθελα. Μαλάκα». Οταν γράφεις κάτι, δεν το κάνεις επειδή ο κόσμος έχει τον καημό να μάθει πώς είσαι εσύ. Προσπαθείς να κάνεις ένα πράγμα που να ενδιαφέρει και τους άλλους. Μάλιστα, ήθελα να γυρίσω την «Εξέλιξη» μέσα στη σχολή, σ' αυτά τα ντουβάρια, μ’ αυτούς τους φοιτητές, αλλά ο Σύλλογος του Τμήματος δεν συμφώνησε, δεν θέλουμε, είπε, να γίνει αυτή η ταινία εδώ.

Δεν έχει νόημα να κρυβόμαστε. Φαντάζομαι ότι κάποιοι φοιτητές αν δουν την ταινία θα ενοχληθούν. Υπάρχουν εικόνες για τα πανεπιστήμια που δεν χαϊδεύουν ή κρύβουν τα κακώς κείμενα, όπως η σκηνή στη βρώμικη τουαλέτα και η σύγκρουση του ήρωα με ομάδα φοιτητών.

Το 2012, τότε τοποθετείται η ταινία, είχαν όντως γίνει αυτά. Είχε διώξει τότε η κυβέρνηση από το προσωπικό τους συμβασιούχους. Και, μάλιστα, στο δικό μας πανεπιστήμιο νομίζω ότι είχαμε ρεκόρ συμβασιούχων. Και είμαστε δυο χρόνια μες στη βρώμα. Οταν πήγαινα το πρωί της Τρίτης να κάνω μάθημα, σφουγγάριζα τη σχολή. Σε άλλες σχολές είχαν προπηλακίσει καθηγητές για αυτό το λόγο. Κι όταν αναγορεύτηκε ο Παντελής Βούλγαρης επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ -η τελετή θα γινόταν στη Φιλοσοφική- μας άφησαν να μαζέψουμε τα σκουπίδια αλλά μετά να τα ξαναβάλουμε στη θέση τους.

Κάποιος στα 66 του, δεν τσακώνεται με τους φοιτητές του, του χρόνου θα φύγει. Οι άνδρες είναι θυμωμένοι γύρω στα 50. Οπότε έκανα τον ήρωα νεώτερο.»

Χαχαχαχα. Θα το γράψω αυτό.

Θα μου κάνεις τη ζωή δύσκολη. Γιατί τη σχολή την εκτιμάω, πάλι θα ξανακάνω μάθημα με κέφι, ένας χρόνος μου μένει, είμαι πιά 67 χρονών. Μετά θα 'θελα να κάνω μόνο σινεμά. Ισως κι ένας λόγος που ήθελα να κάνω αυτή την ταινία ήταν για να πω ένα ευχαριστώ στο Τμήμα, που με βοήθησε να έρχομαι σε επαφή με παιδιά, που με έζησε όλα αυτά τα χρόνια. Κάποια στιγμή που οι συνάδελφοι είχαν 99/% ανεργία, εγώ είχα μισθό κάθε μήνα. Το άλλο που ήθελα ήταν να είναι η ταινία ένα μεγάλο μαστερκλάς για τους φοιτητές, πώς γίνεται μια μεγάλου μήκους ταινία. Ηθελα να συμμετέχουν οι φοιτητές οι ίδιοι, που θα πληρώνονταν. Ηθελα να είναι πολύ περισσότερα παιδιά από αυτά που δούλεψαν τελικά.

Ποιοι συνεργάτες σου προέρχονται από το Τμήμα Κινηματογράφου;

Η ενδυματολόγος Χρύσα Σερδάρη, απόφοιτος πια. Ο β’ βοηθός, Στράτος Κούβελας. Η βοηθός σκηνοθέτη, Αναστασία Φλωκατούλα. Και η σκριπτ, Νεφέλη Καλλίδου.

Στην ταινία, πάντως, εκτός από τα αρνητικά (και φαιδρά) φαίνεται ότι υπάρχει ένας πυρήνας που παρακολουθεί τα μαθήματα με πάθος και ενδιαφέρον.

Βέβαια. Αλλά το δυστύχημα είναι ότι 20 παιδιά κάνουν τα 600 ό,τι θέλουν. Αλλά, στο ξαναλέω, θα 'θελα να γυριζόταν στο Τμήμα, όχι μόνο γιατί το αγαπάω πολύ, αλλά γιατί η ταινία είναι τα συναισθήματά μου για τη σχολή, για το πώς γίνεται το μάθημα. Αρχικά, δε σου κρύβω, ότι ήθελα να παίξω εγώ, και μάλιστα, ο Βασίλης Κολοβός μού το είχε πει: «να παίξεις εσύ».

χούρσογλου

Και γιατί δεν το έκανες;

Μου είπε μια φράση ο Γιαν Φλάισερ, που δουλεύουμε πάντα μαζί τα σενάρια. «Κάποιος στα 66 του, δεν τσακώνεται με τους φοιτητές του, του χρόνου θα φύγει. Οι άνδρες είναι θυμωμένοι γύρω στα 50». Οπότε έκανα τον ήρωα νεώτερο.

Το μεγάλο, λοιπόν, θέμα της ταινίας, ποιο είναι;

Το θέμα πατέρας-γιος. Με αφορμή την ορκωμοσία του ως Επίκουρος καθηγητής, ο γιος παίρνει τον μπαμπά του στη Θεσσαλονίκη. Για να του δείξει με κάποιον τρόπο ότι τα κατάφερε. Η ιστορία της ταινίας ξεκίνησε ως εξής. Κάθε φορά που ανέβαινα Θεσσαλονίκη, από το 2007-08, έβλεπα κάτι που μού άρεσε, ένα ζευγάρι ας πούμε, και αντί να κρατάω ημερολόγιο έγραφα μιά μικρή ιστορία. Μάζεψα καμιά εικοσαριά ιστορίες, που αποτελούσαν ένα τρίπτυχο, που ξεκίναγε: «Λέγομαι Νίκος Συμεωνίδης, είμαι σκηνοθέτης, αλλά διδάσκω στο Τμήμα Κινηματογράφου. Μεγαλώνοντας νοιώθω τη ζωή μου όλο και περισσότερο να μοιάζει στη ζωή του πατέρα μου. Είμαι 59 χρόνων, ο πατέρας μου πέθανε στα 60, θα πεθάνω σε ένα χρόνο;». Ετσι, το πρώτο κομμάτι του τριπτύχου ήταν πράγματα που έχω μάθει από τον πατέρα μου για τον θάνατο. Το δεύτερο και μεγαλύτερο μέρος ήταν το Μάθημα («Ομως την Τρίτη, που ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, το μάθημα είναι πολύ απαιτητικό, και το ίδιο σαν μάθημα, αλλά και γιατί είναι βρώμικη η σχολή. Εχω ένα ιδανικό, να δείξω στα παιδιά ότι τη σχολή στην οποία σπουδάζουμε αυτό που αγαπάμε, πρέπει να την αγαπάμε κι αυτή και να την κρατάμε καθαρή»). Και το τρίτο κομμάτι ήταν η ανάμνηση μιάς εκδρομής, που είχαμε κάνει με τη Βαγγελιώ και τα παιδιά έναν Δεκαπενταύγουστο στον Νότο της Κρήτης, σε μια απόμακρη παραλία, όπου περάσαμε έξι ώρες υπέροχες («Το μάθημα είναι δύσκολο, κι αυτό που έγινε θα χρειαστεί να ξαναγίνει την επόμενη εβδομάδα. Αλλά η ευτυχία είναι έξι ώρες σε μια παραλία στην Κρήτη, μια φορά μόνο, γιατί αν ξαναγινόταν δεν θα 'ταν πια ευτυχία»). Από όλο αυτό το υλικό, έτσι όπως το επεξεργαζόμαστε με τον Γιαν, προέκυψε το σενάριο.

Θυμάμαι στον "Δημακόπουλο" πρώτη φορά ένοιωσα καλά όταν μοντάραμε την τελευταία σκηνή. Οσο κάναμε το γύρισμα, έλεγα, Θεέ μου, ας με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο, να 'χω έναν λόγο να πω στο ΕΚΚ ότι δεν θα κάνω αυτή την ταινία.»

Και πώς προέκυψε η συνύπαρξη πατέρα-γιού σε ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη;

Η ιδέα ήταν της Ιωάννας Καρυστιάνη, «να πάει ο μπαμπάς στο ταξίδι μαζί του», μου είπε. Το μετέφερα στον Γιαν και συμφώνησε: «very nice idea, because she is a writer». Σιγά-σιγά, με πολλές αλλαγές, έγινε το σενάριο… Ο μπαμπάς μπήκε και στο μάθημα και συμμετείχε, μάλιστα, μια ιδέα στην οποία εγώ αντιδρούσα συνέχεια. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρνει ο γιος να πει στον πατέρα του «σ’ αγαπάω», γιατί αυτό ουσιαστικά ήθελε να κάνει, και όχι να του δείξει ότι τα κατάφερε επαγγελματικά. Επιπλέον, κάτι καταλαβαίνει και ο πατέρας για τον γιό.

Θα μου μιλήσεις λίγο περισσότερο για τον πατέρα σου, άλλωστε πολλά από αυτά που νοιώθεις γι’ αυτόν μπήκαν στο σενάριο.

Τον έχασα όταν ήμουν 19 χρονών. Και σχεδόν έλεγα, «δεν λυπάμαι, δυστυχώς δεν αγαπιόμαστε, καλός άνθρωπος ήταν, καλό παιδί κι εγώ, αλλά δεν αγαπιόμαστε».

Πότε άρχισες να το επανεξετάζεις αυτό;

Θυμάσαι που κάναμε μαζί ένα «Παρασκήνιο» για τη Φίνος Φιλμ; Κάθησα τότε και είδα αράδα ταινίες της σε VHS. Είδα και το «Κοντσέρτο για Πολυβόλα» του Δημόπουλου, σε σενάριο Φώσκολου, όπου η κήρυξη του πολέμου περνάει μέσα από Επίκαιρα της εποχής. Και, ξαφνικά, στη μέση ενός πολύ μικρού δώματος οπου ζούσα τότε, Αύγουστο με 40 βαθμούς, έβαλα τα κλάματα, έκλαιγα ασταμάτητα. Γιατί ιστορίες από τον πόλεμο μου έλεγε και ο πατέρας μου. Τότε κατάλαβα ότι αυτό που έλεγα έντεκα χρόνια -ήταν πιά 1988 και τον πατέρα μου τον είχα χάσει το 1977- ήταν ένα ψέμα, απλώς για να μην πονάω.

χούρσογλου

Πώς ένοιωσες όταν ξαναμπήκες σε γυρίσματα μετά από τόσα χρόνια;

Ομολογώ ότι από το 2009, που έκανα τον «Διαχειριστή», μέχρι τώρα, μου έχουν λείψει πολύ οι δυο ταινίες που δεν έκανα. Αλλά, όσο είμαι στη σχολή, δεν μπορώ να μην κάνω σοβαρά την προετοιμασία του μαθήματος. Οταν μπήκα σε γύρισμα ένοιωθα σφιγμένος, σαν να 'χα... ξεχάσει, αλλά το πνεύμα και το μυαλό μου τελικά λειτούργησαν. Θα σου πω και μια ιστορία ως απάντηση. Θυμάμαι μιά μέρα τον Κατσουρίδη, κάτι του είχα πει, «θα το κάνουμε αυτό κύριε Ντίνο; Θέλει πολλή δουλειά». Ο Κατσουρίδης, όταν του έλεγες κάτι, δεν απαντούσε αμέσως, συνέχιζε να μοντάρει ή ό,τι άλλο έκανε. Και μετά, όταν εσύ είχες ξεχάσει τι τον ρώτησες, σηκωνόταν ράθυμα, κι ενώ δεν κάπνιζε πήγαινε και έβρισκε ένα τσιγάρο, το άναβε. Δεν καταλάβαινες εσύ, κάνουμε διάλειμμα τώρα, τι γίνεται; Ετσι και με 'μένα. Οταν μισοτέλειωσε το τσιγάρο και την τελετουργία του, γύρισε και μου απάντησε: «ή το κάνουμε ή δεν το κάνουμε».

Χαχαχα. Εισαι ευχαριστημένος από το υλικό;

Ναι, απλώς κάθε φορά που τελειώνεις μια ταινία, έχεις ένα τεράστιο ερωτηματικό, αν αυτό το πράγμα που έχεις γυρίσει αποσπασματικά, θα έχει αυτό που είχες μέσα σου όταν ξεκινούσες. Θυμάμαι στον «Δημακόπουλο» πρώτη φορά ένοιωσα καλά όταν μοντάραμε την τελευταία σκηνή. Οσο κάναμε το γύρισμα, έλεγα, Θεέ μου, ας με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο, να 'χω έναν λόγο να πω στο ΕΚΚ ότι δεν θα κάνω αυτή την ταινία. Αυτό το συναίσθημα ποτέ δεν με εγκαταλείπει. Αλλά κάποια στιγμή συνηθίζεις την αγωνία και κάποια άλλη στιγμή αρχίζεις να νοιώθεις ότι αυτό που έγινε ίσως ξεπέρασε κι αυτό που αρχικά είχες στο μυαλό σου.

Ο Παντελής μου έχει πει τρεις φορές στη σχολή να παρατήσω το σινεμά (γελάει). Μετά του 'φυγε όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του.»

Ο ηρωας της ταινίας σας μιλώντας για μια από τις ταινίες του στον πατέρα του, λέει με πίκρα: «Σε δυο εβδομάδες που έμεινε στα σινεμά, 800 μόνο ανθρωποι πήγαν να τη δουν. Την ετοίμαζα πέντε χρόνια! Για ποιον να πω μια ιστορία;». Τον «Διαχειριστή» είχες στο μυαλό σου;

Ναι.

Πώς εξηγείς ότι ο «Λευτέρης Δημακόπουλος» είναι η πιο γνωστή και ίσως αγαπητή ταινία σου, ότι έχει μείνει ζωντανή τόσο καιρό; Είναι και για σένα κάτι ιδιαίτερο;

Συνήθως οι σκηνοθέτες αγαπάνε πιο πολύ την τελευταία τους ταινία. Είναι σαν να λένε με κάποιο τρόπο, «νοιώθω ότι έχω κάνει κάτι καλύτερο». Τώρα, αν πιο πολύς κόσμος έχει δει μια ταινία ή τους αρέσει ή τη θυμούνται περισσότερο, ε, μετά από δέκα χρόνια θα την ξεχάσουνε, βγαίνουν και καινούργια παιδιά και καινούργιες καλές ταινίες. Εννοώ ότι μια ταινία την ξεχνάμε, την ξαναθυμόμαστε, αρχίζει και ξαναπαίζεται… Αλλά και για τον «Διαχειριστή», που λέγαμε, μου έχουν πει πολλοί έκτοτε πόσο τους άρεσε. Ακόμα και ο Παντελής Βούλγαρης, που είχα καταλάβει ότι δεν του είχε αρέσει και αποφεύγαμε να μιλήσουμε γι’ αυτή, πριν δυο χρόνια με πήρε τηλέφωνο και μου είπε, «είδα μια θαυμάσια ταινία, τον "Διαχειριστή".» Ασε που πλέον ο καθένας έχει σπίτι του μια μεγάλη οθόνη, βρίσκει παλιές και καινούργιες ταινίες και τις κατεβάζει. Δεν ξέρω κατά πόσο θα υπάρχει στο μέλλον το σινεμά με τη μορφή που το ξέρουμε, το να πηγαίνουμε στην αίθουσα.

χούρσογλου

Μιας και ανέφερες τον Παντελή Βούλγαρη, πώς θα σχολίαζες το «κλισέ» ότι είσαι «παιδί του Βούλγαρη», της σχολής του Βούλγαρη κλπ;

Μα ο Παντελής μου έχει πει τρεις φορές στη σχολή να παρατήσω το σινεμά (γελάει). Μετά του 'φυγε όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του. Νομίζω ότι κάτι με έσπρωχνε προς το σινεμά του Παντελή. Ας πούμε, η μάνα μου και ο αδελφός της, που ήταν σαν πατέρας μου, ακουμπάνε κι αυτοί τους ανθρώπους, τους μιλάνε, έχουν μέσα τους αισθήματα και συγκίνηση. Αυτά τα πράγματα τα είχα κι εγώ μέσα μου. Δηλαδή, ποτέ δεν είχα στο μυαλό μου να κάνω ένα σινεμά του ύφους, της φόρμας. Και σιγά-σιγά βρήκα ένα δικό μου ποταμάκι.

Εβλεπες ταινίες όλα αυτά τα χρόνια;

Ελληνικές και βλέπω και τις διδάσκω. Ξένες όχι πολλές, περισσότερο έβλεπα μια ταινία πολλές φορές, για τις ανάγκες του μαθήματος. Για παράδειγμα, το «Εyes Wide Shut» και το «Μπάρι Λίντον» του Κιούμπρικ, έτσι τις ξαναείδα ανακαλύπτοντας πράγματα.

χούρσογλου

Δεν είναι τυχαίο, φαντάζομαι, που ο ήρωάς σου διδάσκει ή αναφέρει με αγάπη τις «Νύχτες της Καμπίρια» και το «Ραν»;

Τον Φελίνι τον αγαπάω πολύ. Αν έπρεπε να διαλέξω τρεις μόνο ταινίες, θα ήταν το «Φάνι και Αλέξανδρος», το «Ραν» και το «Αμαρκορντ». Και επίσης υπάρχουν ταινίες που δεν τις είχα πολυκαταλάβει, αλλά για κάποιο λόγο επέμεινα και τις ξαναείδα μετά από χρόνια και ειπα, τι αριστουργήματα είναι αυτά! Του Μπουνιουέλ, για παράδειγμα.

Τι σύμπτωση. Αυτές τις μέρες ακριβώς μιά φίλη μου μού έλεγε πολύ θυμωμένη (και συμφωνούσα), «τι στο καλό συμβαίνει στο σινεμά και ένας Μπουνιουέλ σήμερα δεν θα μπορούσε καν να υπάρξει;».

Θα σου απαντήσω με κάτι που μου είχε πεί η Φρίντα Λιάππα. Ηταν το 1991, είχα γυρίσει από το πρώτο μου ταξίδι στο Φεστιβάλ Βερολίνου (δώρο του Βούλγαρη, γατί είχαμε δουλέψει όλοι τσάμπα στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου») κι εγώ προσπαθούσα τότε να βρώ λεφτά για να κάνω γύρισμα του «Δημακόπουλου» στο Αμβούργο. Και είχα πρωτοκαταλάβει και έρθει σε επαφή με το σύστημα χρηματοδότησης, που τότε ξεκινούσε στην Ευρώπη, όπου πολλές τηλεοράσεις και θεσμοί και οργανισμοί έδιναν χρήματα σε ταινίες. Της περιέγραφα, λοιπόν, τον τύπο με το αποφασιστικό πόστο στη ZDF, που έβλεπε εμένα και 5-6 άλλους σκηνοθέτες, έναν Σλοβένο και έναν Αγγλο και έναν Γερμανό. Ή τον άλλο, που σου 'λεγε τι να αλλάξεις στο σενάριό σου… Και μου λέει η Φρίντα, «αχ, γι’ αυτό δεν θα υπάρξει πια Μπουνιουέλ ή Μπερτολούτσι».

χούρσογλου

Ξέρεις, έκανε μόλις καινούργια ταινία και ο Σωτήρης Γκορίτσας. Kαι το λέω γιατί ακόμα σας έχω στο μυαλό μου μαζί, σαν «Χούρσογλου-Γκορίτσας», γιατί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1993 πήρε αυτός Χρυσό Αλέξανδρο με το «Απ’το χιόνι» και εσύ Αργυρό με τον «Δημακόπουλο». Και σας τραβολόγαγε η Μελίνα πανευτυχής από το χέρι, τον έναν αριστερά της, τον άλλο δεξιά της.

Ξέρεις, με τον Σωτήρη, εκτός των άλλων κοινών, έχουμε και πέντε μέρες διαφορά, εγώ γεννήθηκα στις 29 Νοεμβρίου κι αυτός στις 5 Δεκεμβρίου του 1955!