«Μα δεν μπορείς να σκοτώσεις τον Μπαμπούλα» προειδοποιεί ο μικρός Τόμι την baby sitter του, Λόρι, όταν εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι το κακό έχει νικηθεί. Και όντως, η απειλητική φιγούρα που στοίχειωνε τον ύπνο του μικρού αγοριού και τώρα φαίνεται να έχει λάβει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του αμίλητου, βραδυκίνητου και εξωπραγματικά θανάσιμου Μάικλ Μάιερς ξανασηκώνεται, αρπάζει και πάλι το μαχαίρι και συνεχίζει την φονική του ακολουθία αψηφώντας σχεδόν υπερφυσικά τον θάνατο. Δεν υπάρχει πώς και γιατί. Δεν υπάρχει λογική. Υπάρχει μόνο η βία, η απειλή και ο τρόμος ενός αναπόφευκτου βίαιου φινάλε.
Γιατί πέρα από ένα αρχετυπικό φιλμ τρόμου, το οποίο επηρέασε όσο λίγα άλλα την horror εικονογραφία και τους κανόνες του είδους, αυτό είναι στην ουσία του το «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ: η μετουσίωση των ενδόμυχων φόβων των προαστίων, ο τρόμος της διπλανής πόρτας, η αίσθηση ότι ο καθένας βρίσκεται οπουδήποτε σε κίνδυνο, ακόμα και στην ασφάλεια του σπιτιού του. Είχαν ήδη προηγηθεί δύο άλλα φιλμ τρόμου χαμηλού προϋπολογισμού και παρόμοιας νοοτροπίας, «Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με τον Πριόνι» και το «The Town That Dreaded Sundown», όμως η λεγόμενη «Νύχτα με τις Μάσκες» (όπως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα η ταινία) ήταν το φιλμ που θεμελίωσε το genre και εκείνο που άνοιξε την πόρτα για την επέλαση των – άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με απόλυτα αμφισβητήσιμη επιτυχία – κινούμενων εφιαλτών της δεκαετίας του 1980, χωρίς καν μάλιστα να το προσπαθεί συνειδητά.
Στο «Halloween» υπάρχει απλά ένα παιδί που το 1963, ανήμερα της γιορτής του τίτλου της ταινίας, βάζει μία μάσκα και χωρίς την παραμικρή λέξη σκοτώνει την αδερφή του με ένα κουζινομάχαιρο. 15 χρόνια μετά, ο ίδιος άνθρωπος δραπετεύει από την ψυχιατρική κλινική όπου κρατείται, απλά για να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος και να ξεκινήσει και πάλι να σκοτώνει. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, είναι απλά αυτό που του υποδεικνύει η φύση του. Μόνο που στην πορεία του θα βρεθεί η Λόρι Στρόουντ, μία νεαρή κοπέλα που του τραβά το ενδιαφέρον και η οποία έχει κανονίσει το βράδυ να εκτελέσει χρέη babysitter επειδή «είναι πολύ έξυπνη» κατά την ίδια, «πολύ τρελή» κατά τις φίλες της, για να της ζητήσει κάποιο αγόρι να τον συνοδεύσει στον χορό.
Χωρίς budget, χωρίς ουσιαστικά αναγνωρίσιμα ονόματα στη λίστα των ονομάτων και χωρίς την υποστήριξη κάποιου studio από πίσω, η «Νύχτα με τις Μάσκες» βασίστηκε στη δύναμη της ιδέας της, στην απλότητα του τρόμου της και κυρίως στην ευρεσιτεχνία των συντελεστών της για να πραγματοποιηθεί, με αφορμή την πρωτοφανή διαπίστωση του παραγωγού της, Ιργουιν Γιάμπλανς, ότι καμία ταινία μέχρι τότε στην ιστορία δεν είχε χρησιμοποιήσει την λέξη «Halloween» ως τίτλο. Παράλληλα, τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν η εποχή που οι κατά συρροή δολοφόνοι απέκτησαν για πρώτη φορά «επίσημο» προφίλ, στρέφοντας το ενδιαφέρον από τον υπερφυσικό τρόμο του «Εξορκιστή» σε κάτι πιο χειροπιαστό, πιο ρεαλιστικό και, εν τέλει, σαφώς πιο τρομακτικό.
«Ενα συγκλονιστικό γκραν γκινιόλ για όσους έχουν γερά νεύρα». Η ελληνική αφίσα της ταινίας δεν αστειεύεται.
Η ιστορία του Κάρπεντερ στάθηκε κάπου στη μέση, χαρίζοντας στον κακό της ταινίας ονοματεπώνυμο και μια τυπική προϊστορία, ταυτίζοντάς τον ωστόσο και με μια ανίκητη, υπερφυσική απειλή. Ο Δρ Λούμις τον προσφωνεί ως «αυτό». Αργότερα, τον παρομοιάζει με τον παιδικό Μπαμπούλα. Όταν απευθύνεται στον σερίφη της πόλης, αναφέρει ότι «ο Θάνατος ήρθε στη μικρή σας πόλη». Ο Μάικλ Μάιερς μπορεί να κατηγοριοποιείται ως άνθρωπος, όμως το «Halloween» του προσδίδει σχεδόν μυθικές διαστάσεις, επιμένοντας μέχρι το τέλος. Δεν μπορείς να σκοτώσεις το Κακό.
Για αυτό και ο Κάρπεντερ απολαμβάνει να αντιπαραθέτει σχεδόν σαδιστικά την αφέλεια των πρωταγωνιστών του με την ύπαρξη του Μάιερς. «Ολοι δικαιούνται μια καλή τρομάρα αυτή τη μέρα» καυχιέται ο σερίφης, την ίδια στιγμή που η κόρη του κάνει πλάκα στην Λόρι Στρόουντ ότι ο μυστηριώδης άνδρας που φαίνεται να την παρακολουθεί είναι ένας κρυφός της θαυμαστής. Το σενάριο του Κάρπεντερ και της Ντέμπρα Χιλ φλερτάρει με το χιούμορ και λαμβάνει συνεχώς αφορμή από την αθωότητα των προαστίων για να αποδείξει πόσο ρεαλιστικός είναι ο τρόμος του. Στην Αμερική των 70ς, τα περισσότερα κορίτσια είχαν δουλέψει ως baby sitters ενώ όλοι είχαν baby sitters ως παιδιά. Ενας μανιακός που τις στοχοποιούσε αφορούσε ξαφνικά όλους.
Παραδόξως βέβαια, για το είδος της ιστορίας που αφηγείται, ο Κάρπεντερ παρουσιάζει μια σχεδόν αναίμακτη (και χωρίς σεξ ή υπερβολικό γυμνό) εκδοχή, κάτι που οι ακόλουθοί του αγνόησαν όλο και πιο επιδεικτικά τα υπόλοιπα χρόνια. Για τον ίδιο, οι κύριες επιρροές του δεν ήταν τα πρώιμα slasher movies που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους σε αίθουσες και drive-in. Το χτίσιμο της αγωνίας στο «Touch of Evil» του Ορσον Γουέλς και οι ηδονοβλεπτικές τάσεις του «Ψυχώ» του Αλφρεντ Χίτσκοκ συγγενεύουν πολύ περισσότερο με το φιλμ που δημιούργησε τελικά ο Κάρπεντερ, αποδεικνύοντας όχι μόνο πόσο αποτελεσματικός είναι ο τρόμος όταν βρίσκεται εκτός της οθόνης αλλά και πόσο τρομακτική είναι η θραύση του αισθήματος της ασφάλειας.
H συν-σεναριογράφος της ταινίας, Ντέμπρα Χιλ, αποδεικνύοντας τις κοινές επιρροές της, δήλωσε σχετικά ότι αυτό που την ενέπνευσε ήταν ο «Σιωπηλός Μάρτυς» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, όπου ανοίγεις μια χαραμάδα και κρυφοκοιτάς μέσα σε κάθε διαμέρισμα. «Η ιδέα του να ανακαλύπτεις τι υπάρχει κρυφό πίσω από την κάθε πόρτα πάντα με ιντρίγκαρε. Σε κάθε μικρή ήσυχη πόλη νομίζεις ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά και αυτό δε θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Κάθε πόλη έχει το δικό της μυστικό, μια φήμη για κάτι που πήγε τελείως στραβά.»
Η Τζέιμι Λι Κέρτις στα γυρίσματα της ταινίας.
Ειρωνικά (ή και όχι), η κόρη της Τζάνετ Λι, πρωταγωνίστριας των δύο μεγαλύτερων επιρροών του φιλμ (δεν είναι τυχαίο που ο Δρ Σαμ Λούμις έχει το ίδιο όνομα με τον άνθρωπο που εγκαταλείπει η Μάριον Κρέιν της Λι στο «Ψυχώ»), βρέθηκε τελικά να αποτελεί – στην πρώτη της εμφάνιση – και το «final girl» της ταινίας του Κάρπεντερ, παγιώνοντας τον κανόνα (ρωτήστε τους πρωταγωνιστές του «Scream») ότι η τελευταία επιβιώσασα της ιστορίας απαιτείται να είναι συνετή και ηθική. Ηταν ένα ακόμα στοιχείο που ούτε ο Κάρπεντερ, ούτε η Χιλ είχαν συμπεριλάβει σκόπιμα.
«Δεν ήταν ποτέ μια συνειδητή επιλογή» αναφέρει η Χιλ. «Οσοι το ανέφεραν στις κριτικές τους, απλά πρόβαλαν τη δικιά τους ηθική. Νομίζω ότι ήταν γελοιωδώς ενδοσκοπικοί απέναντι σε ένα φιλμ που δε στόχευε στον κοινωνικό σχολιασμό.» Ο Κάρπεντερ συμπληρώνει ότι κάτι τέτοιο δεν το είχε σκεφτεί καν. «Τα άλλα κορίτσια ήταν απασχολημένες με τους φίλους τους. Η Λόρι είχε αυτή την αντίληψη γιατί δεν την απασχολούσε ουσιαστικά τίποτα. Ήταν μοναχική, εκείνη που θα έβλεπε τι συμβαίνει έξω από το παράθυρο.»
Ο Τζον Κάρπεντερ στα γυρίσματα της ταινίας.
Παρόλα αυτά, η Λόρι Στρόουντ της Τζέιμι Λι Κέρτις κατέληξε να είναι το αρχέτυπο της επιβίωσης των ταινιών τρόμου, η απάντηση της «καλής» Αμερικής στο κακό που διαφθείρει, το ατρόμητο κορίτσι που μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του και η αυστηρή φωνή (ή μήπως κραυγή) της λογικής απέναντι στην παράνοια, πιστεύοντας ότι, ναι, ο Μπαμπούλας μπορεί να σκοτωθεί. Μόνο που η «Νύχτα με τις Μάσκες» δεν είναι μια ταινία για την λογική ή για το καθησυχαστικό ξύπνημα μετά τον εφιάλτη. Στην ταινία του Κάρπεντερ κανείς δεν μπορεί να τιθασεύσει το Κακό, ο Μπαμπούλας (παρά τον αργό του βηματισμό) βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά και οι βαθιές εισπνοές και εκπνοές κάτω από την μάσκα προμηνύουν μονάχα τον θάνατο.
Η ταινία είναι γεμάτη κενούς χώρους, σπίτια δίχως κατοίκους και μια ανησυχητική ησυχία πίσω από την βοή των προαστίων, τονίζοντας συνεχώς πως από πουθενά δεν υπάρχει διαφυγή. Το πιο σημαντικό είναι η αίσθηση του φόβου και η διαρκής επαγρύπνηση, η αίσθηση της ευθύνης που γεννάει μια μόνιμη ανησυχία. Είναι μια απλή και σαφής προσέγγιση και ο βασικότερος λόγος που το φιλμ αποτελεί την βάση για όλες τις ταινίες τρόμου που ακολούθησαν, επανερμηνεύοντας το genre και εστιάζοντας ξανά εκεί που πρέπει (όσο κι αν τα sequel αναπόφευκτα έχασαν και πάλι τον δρόμο).
Στην ουσία του, το «Halloween» αποτελεί έναν art πειραματισμό μέσα στην exploitation φιλμογραφία της εποχής του κι έναν επαναπροσδιορισμό ολόκληρης της τυπολογίας του τρόμου. Και για αυτό, είναι προορισμένο να επιβιώσει για δεκαετίες, ακριβώς όπως και το Κακό του πρωταγωνιστή του.
Διαβάστε ακόμη: 40 πράγματα που πρέπει να γνωρίζεις για τη νέα «Νύχτα με τις Μάσκες»