Άποψη

Κανένα «θαύμα» για το ελληνικό σινεμά

στα 10

Οι ελληνικές ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες και φεύγουν από αυτές χωρίς να έχουν αφήσει ελάχιστο σημάδι. Πόσο αργά είναι για να πιστέψει κανείς στο ελληνικό σινεμά;

Κανένα «θαύμα» για το ελληνικό σινεμά

Την Πέμπτη 7 Απριλίου βγήκε στις αίθουσες μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, η «Αγία Εμυ», πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Αρασέλης Λαιμού.

Μέχρι και την Κυριακή 10 Απριλίου την είχαν δει μόνο 170 άνθρωποι σε δύο αίθουσες της Αθήνας.

Ανάμεσα σε ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης, δηλαδή, σχεδόν κανείς δεν επέλεξε μέσα στο τετραήμερο που πέρασε να δει μια ταινία που ταξίδεψε στον κόσμο, πήρε πολύ καλές κριτικές και συνεχίζει την παράδοση του ελληνικού σινεμά να παράγει (και) ταινίες που τολμούν καλλιτεχνικά αλλά δεν περιφρονούν το κοινό, αντίθετα μοιάζουν να γνωρίζουν πολύ καλά πως ένα στέρεο καλλιτεχνικό όραμα ενδιαφέρει πάντα και όλους.

Στην «Αγία Εμυ» δεν πήγαν ούτε οι νέοι - της γενιάς της δημιουργού της ταινίας - που κατα τα άλλα είναι διαρκώς ανήσυχοι και έχουν μονίμως άποψη για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης, ούτε όσοι θρηνούν καθημερινά στα κοινωνικά δίκτυα για τα σινεμά που κλείνουν και τον πολιτισμό που βρίσκεται σε τελευταία μοίρα σε αυτή τη χώρα, ούτε καν όσοι έκαναν like κάτω από ένα μόνο ποστ αφιερωμένο στην ταινία πριν την έξοδό της στις αίθουσες.

Στην «Αγία Εμυ» δεν πήγε κανείς, όπως δεν πηγαίνει κανείς σινεμά στην Ελλάδα παρά μόνο αν πρόκειται για ταινία - event (και του budget του «The Batman»), όπως δεν πηγαίνει κανείς σινεμά στην Ελλάδα για να δει ελληνικές ταινίες.

Δεύτερη περίπτωση μέσα στη χρονιά, η «Αγία Εμυ» έρχεται να ακολουθήσει την αδιαφορία του κοινού και για μια ακόμη από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, επίσης ντεμπούτο μεγάλου μήκους, επίσης πολυταξιδεμένη και με διακρίσεις στο εξωτερικό, τη «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου που βγήκε στις ελληνικές αίθουσες το Φεβρουάριο.

Μοιάζει μάλλον περιττό να μιλήσει κανείς (ξανά και ξανά) για την μη κεντρική πολιτική για τον εθνικό κινηματογράφο που δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, για τη διανομή και τις αίθουσες που στο δικό τους αέναο παιχνίδι εξουσίας η ελληνική ταινία δεν βρίσκει χώρο για να επιβιώσει, για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν περιλαμβάνει στις προτεραιότητές του το σινεμά, όπως και τίποτα πολιτιστικό.

Η αποσπασματική επιτυχία των ελληνικών ταινιών που βγήκαν στις θερινές αίθουσες το περασμένο καλοκαίρι (με συνολικά νούμερα εισιτηρίων που παραμένουν πολύ χαμηλά, αλλά που έχουν καταλήξει να φαντάζουν «μεγάλη επιτυχία») έδειξε πως υπάρχει χώρος για «θαύματα». Χωρίς όμως συγκεκριμένο σχέδιο και επιμονή στην προώθηση και στήριξη του ελληνικού σινεμά, εύρεση εναλλακτικών τρόπων διαφήμισής του και εισχώρησής του μέσα στην καθημερινότητα, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως θα συμβεί το ίδιο και φέτος με μεγάλο αριθμό ελληνικών ταινιών που ποντάρει στα θερινά, ειδικά όταν τα δείγματα - και μάλιστα με δύο από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες φέτος - είναι απογοητευτικά.»

Είναι όμως σημαντικό να μιλήσει κανείς για τη δαιμονοποίηση του σύγχρονου ελληνικού σινεμά - και από την πλευρά της κριτικής αλλά και των ίδιων των ανθρώπων της κινηματογραφικής κοινότητας - που ξαφνικά κατηγοριοποιήθηκε αρνητικά με την ίδια ευκολία της γενίκευσης που τσουβαλιάζει τις ταινίες σαν να ήταν λαχανικά στη λαϊκή αγορά, λες και ειδικά το ελληνικό σινεμά (σε αντίθεση με τα σινεμά του κόσμου) δεν του επιτρέπεται παρά να αποτελείται μόνο από καλές ταινίες που να είναι και εμπορικές.

Σημαντικότερο όμως είναι να μιλήσει κάποια στιγμή κάποιος για την ευθύνη των θεατών που μοιάζουν πλέον να μην διαθέτουν ούτε τα βασικά εφόδια για να κινηθούν πολιτισμικά μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Η περιφρόνησή τους για το ελληνικό σινεμά (αλλά και το σινεμά γενικότερα) είναι ενδεικτική μιας τάσης που λανθασμένα και βιαστικά θεωρείται ως συνέπεια του «σινεμά στο σπίτι», του Netflix ή της πανδημίας, όταν είναι προφανές ότι αφορά τον αποκλεισμό του πολιτιστικού προϊόντος γενικότερα από τον ορισμό που δίνουν οι Ελληνες στις έννοιες διασκέδαση και ψυχαγωγία.

Η αποσπασματική επιτυχία των ελληνικών ταινιών που βγήκαν στις θερινές αίθουσες το περασμένο καλοκαίρι (με συνολικά νούμερα εισιτηρίων που παραμένουν πολύ χαμηλά, αλλά που έχουν καταλήξει να φαντάζουν «μεγάλη επιτυχία») έδειξε πως υπάρχει χώρος για «θαύματα». Χωρίς όμως συγκεκριμένο σχέδιο και επιμονή στην προώθηση και στήριξη του ελληνικού σινεμά, εύρεση εναλλακτικών τρόπων διαφήμισής του και εισχώρησής του μέσα στην καθημερινότητα, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως θα συμβεί το ίδιο και φέτος με μεγάλο αριθμό ελληνικών ταινιών που ποντάρει στα θερινά, ειδικά όταν τα δείγματα - και μάλιστα με δύο από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες φέτος - είναι απογοητευτικά.

Χρειάζεται (εδώ και καιρό) restart σε όλη τη λογική της διανομής της ελληνικής ταινίας (και της ξένης ταινίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση): μικρός μέχρι μονός αριθμός αιθουσών και διάρκεια για ταινίες που μπορούν να χτίσουν word of mouth, ενίσχυση της προωθητικής στήριξης από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και επιτέλους, πάντα με σκοπό τη δημιουργία σύνδεσης ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες και την κοινωνία για την οποία μιλάνε, μερικές γενναίες απόφάσιες που να αποδεικνύουν ότι το Υπουργείο Πολιτισμού βρίσκεται δίπλα στην κάθε ελληνική ταινία που βγαίνει εκεί έξω και δοκιμάζει την τύχη της, σαν να σηκώνει κάθε φορά η κάθεμια μόνη της όλο το βάρος του ελληνικού σινεμά στους ώμους της.

Πόσο άδικο να χρεώνονται ως «αποτυχία» και να μην καταγράφονται σε κανένα «εθνικό ημερολόγιο» ταινίες που γίνονται με κόπο και περίσσευμα ταλέντου και εμπλουτίζουν το μεγάλο βιβλίο του ελληνικού σινεμά, τελικά πιο τυχερές όταν ταξιδεύουν στον κόσμο (σε φεστιβάλ και σε αίθουσες), προβάλλονται σε πλατφόρμες και κερδίζουν την εκτίμηση των θεατών εκτός των συνόρων τους, παρά όταν προβάλλονται εντός.

Λογικό. Για να συμβεί το «θαύμα» απαιτείται απαραιτήτως πίστη. Και για να πιστέψει κανείς σε κάτι πρέπει να θέλει να πιστέψει.

Η «Αγία Εμυ» της Αρασέλης Λαιμού συνεχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες.