Γυρισμένη με την αυτοπεποίθηση μιας λες εξαιρετικά έμπειρης δημιουργού, με βλέμμα που διαπερνά τα προφανή και ανακαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων πίσω και από την πιο ανεπαίσθητη κίνηση των ηρώων και της δράσης, πρωτότυπη τόσο στη γραφή όσο και σκηνοθετικά και επαγγελματικά άρτια ως παραγωγή, η «Αγία Εμυ» δεν είναι σίγουρα το τυπικό πρώτο φιλμ, τουλάχιστον όπως το συναντάμε συχνά στο σύγχρονο σινεμά.

Θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς τους λόγους πρωτίστως στο ταλέντο αλλά και την πολύτιμη προϋπηρεσία της Αρασέλης Λαιμού κυρίως στο μοντάζ, αλλά και στην παραγωγή, σχεδόν σε κάθε τμήμα της κινηματογραφικής δημιουργίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο ντοκιμαντέρ, που θα γεννούσε και δύο ταινίες μικρού μήκους μυθοπλασίας, δείγματα όλα τα παραπάνω των αναζητήσεων της μέσα στη μεγάλη εικόνα της γνωριμίας με αφανείς κόσμους, ήρωες που ακόμη κι αν βρίσκονται στη διπλανή πόρτα παραμένουν κρυμμένοι πίσω από αυτήν, παράλληλα σύμπαντα που πασχίζουν να αποβάλλουν από πάνω τους ταμπέλες και εύκολες κατηγοριοποιήσεις αναζητώντας ένα μικρό ζωτικό χώρο που να τους ανήκει.

Αυτόν τον χώρο αναζητά η Εμυ, που μεγαλώνει μαζί με την αδερφή της στη φιλιππινέζικη κοινότητα του Πειραιά, χωρίς όμως να έχει ενταχθεί απόλυτα σε αυτήν, παραμένοντας αβάπτιστη, απρόθυμη να ακολουθήσει τη ρουτίνα που έχει επιβληθεί στην καθημερινότητά τους, κυρίως από την εκκλησία και περίεργη για το τι ακριβώς συνέβη στη μητέρα τους που δούλευε στο όμορφο σπίτι μιας γηραιάς κυρίας στην Καστέλλα, πριν φύγει και τις εγκαταλείψει μόνες στην Αθήνα. Οταν η αδερφή της θα μείνει έγκυος, η Εμυ θα αρχίσει να νιώθει ολοένα και πιο παράξενα, μπαίνοντας σταδιακά σε μια ζώνη ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στην παράξενη δύναμη που νιώθει και την αδυναμία της να την ελέγξει, ανάμεσα στη λογική και την τρέλα.

Με τεχνική τεκμηρίωσης αλλά με την μαγεία της μυθοπλασίας, η Αρασέλη Λαιμού μεταφέρει τη δράση μέσα στο σπίτι των δύο κοριτσιών, τις ακολουθεί στις καθημερινές τους διαδρομές στην ψαραγορά του Πειραιά, στον τρόπο με τον οποίο νιώθουν ενωμένες σε ένα σχήμα που τις προστατεύει από τον έξω κόσμο, στη συνεχή τους επαναδιαπραγμάτευση με ένα «ανήκειν» που δεν τους χαρίστηκε από κανέναν και μια «ενηλικίωση» που στο σημείο που τις συναντάμε αποκτά πλέον διαστάσεις κοσμογονικές. Η ματιά της νεαρής δημιουργού είναι διάφανη, όχι μόνο επειδή κάνει τη γνωριμία με ένα αφανές και «εξωτικό» για τους πολλούς κομμάτι της ελληνικής πραγματικότητας να μοιάζει ως κάτι απόλυτα φυσικό, αλλά κυρίως επειδή μετουσιώνει σε πανέμορφες, βαθιά μελαγχολικές, κοριτσίστικες και ευτυχώς κενές σοβαροφάνειας στιγμές των δύο αδερφών σε μικρές κινηματογραφικές εκρήξεις που ξεκινούν με τα πόδια στη γη πριν αρχίσουν να… ψηλώνουν.

Η «Αγία Εμυ» είναι μια ταινία για τα θαύματα. Αυτά στα οποία θέλουμε να πιστέψουμε. Κι αυτά που θέλουμε να πιστέψουν οι άλλοι. Στη διαδρομή από την πρώτη αποκαλυπτική σκηνή της μέχρι το υπέροχο φινάλε - ένα από τα πιο λυτρωτικά, τρυφερά που είδαμε τελευταία - καλύπτει αποστάσεις με το ταλέντο μιας δημιουργού που διασχίζει το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά χωρίς να χάνει στιγμή το κέντρο στο χάρτη μιας άγνωστης Ελλάδας, χάνει το δρόμο μόνο όταν επιλέγει να αφιερώσει χρόνο στο τελετουργικό μιας ανάστατης εφηβικής ψυχής ή να μιλήσει με ορμή για πολλά περισσότερα απ’ όσα είναι ήδη αρκετά, επιστρέφει κάθε φορά σίγουρη στο φλερτ με τα κινηματογραφική είδη του θρίλερ και του horror και καταλήγει σε εκείνο το μαγικό σημείο όπου μια ταινία ολοκληρώνεται ανεπαίσθητα, αθόρυβα, με όρους καθαρού σινεμά ως μια κινηματογραφική θέση που καθιερώνει την ίδια στιγμή που συστήνει μια νέα δημιουργό.