Ενημέρωση

Το Flix ψηφίζει τις ΤΟΡ 50 αγαπημένες του κωμωδίες

στα 10

Δύο από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών παίζονται αυτή την εποχή στις αίθουσες και μάς έδωσαν το κίνητρο να βρούμε... 50 ακόμα!

Flix Team
Το Flix ψηφίζει τις ΤΟΡ 50 αγαπημένες του κωμωδίες

Με τους θρυλικούς «Τρελούς Τρελούς Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς και το ξεκαρδιστικό, και κλασικό πλέον, «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα» του Τσαρλς Κράιτον στις αίθουσες, αποφασίσαμε να ανατρέξουμε πίσω, σε πολλές περισσότερες ακόμα που μάς έκαναν να γελάσουμε με την καρδιά μας - κι όχι μόνο.

Γιατί το γέλιο, τόσο στη ζωή όσο και στο σινεμά, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Η κωμωδίες στο σινεμά, πολλές φορές δεν ήταν μόνο αυτό - το χιούμορ έχει χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να πει πολλά περισσότερα, να σχολιάσει, να σατιρίσει, να καυτηριάσει, να αποκαλύψει.

Επίσης, μέσα από τον μεγενθυντικό φακό της μεγάλης οθόνης και του χρόνου, οι κωμωδίες περνάνε ένα δύσκολο τεστ: άντεξαν, ή φαίνονται πλέον ξεπερασμένες;

Εμείς βάλαμε στη σειρά 50 κωμωδίες που πιστεύουμε ότι έγραψαν την δική τους επιδραστική ιστορία στο παγκόσμιο σινεμά, αφήνοντας εκτός αρκετές (αυτό το κακό έχουν οι λίστες!), προσπαθώντας να τιμήσουμε όσες περισσότερες εκφάνσεις του είδους - τις κλασικές, τις βωβές, τις ηχηρά μπουφόνικες, τις ρομαντικές, τις screwball, τις σατιρικές, τις πολιτικές, τις αιρετικές.

Διαβάστε τη λίστα μας, κάντε επιλογή τι θέλετε να δείτε (ή να ξαναδείτε) και πείτε μας και τις δικές σας αγαπημένες!


50 «Borat» (2006) Λάρι Τσαρλς, Σάσα Μπάρον Κοέν

Το 2006 ο Σάσα Μπάρον Κοέν μάς σύστησε κάτι τολμηρό, σοκαριστικό, ανίερο - κι όιχ, δεν αναφερόμαστε στο «μονοκίνι» του. Το mockumentary που σκάρωσε με πρωταγωνιστή τον εαυτό του ως «Μπόρατ» (ο Κοέν μάς έχει γνωρίσει κι άλλες περσόνες όπως τους «Ali G» και «Brüno»), έναν φαινομενικά αφελή κάτοικο του Καζακστάν που ήρθε στην Αμερική, για να εξερευνήσει την κουλτούρα, τα ήθη και τις αξίες της Γης της Επαγγελίας, χρησιμοποίησε την κωμωδία ως όπλο. Ο Μπόρατ είναι ο «κωμικός-τρομοκράτης» που, σε κάθε σεκάνς, επιτίθεται στον καθωσπρεπισμό και την «κανονικότητα» μίας κοινωνίας που δεν μπορεί πια να δει το σωστό από το λάθος. Ξεστομιζοντας και τολμώντας πράγματα που μόνο το χωρίς φίλτρο ασυνείδητο ενός τετράχονου θα μπορούσε, ο Μπόρατ πετυχαίνει να αιφνιδιάσει, να διεισδύσει και να ξεσκεπάσει την αμερικανική υποκρισία. Να αφήσει τη χώρα, που 14 χρόνια μετά αναρωτιέται πώς εξέλεξε στην Προεδρία κάποιον σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, πιο γυμνή κι από τον ίδιο στη διάσημη σκηνή με το μονοκίνι του. Ο Κοέν συνέχισε μετά τον Μπόρατ μία παρόμοια τακτική επιθετικής πολιτικής κωμωδίας με τη σειρά του «Who Is America?» ό,τι πιο τολμηρό έχει προβληθεί στην αμερικανική τηλεόραση.


49. «Bridesmaids» («Φιλενάδες», 2011) Πολ Φιγκ, Κρίστεν Γουίγκ

Mία από τις μεγαλύτερες και πιο βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις στο Χόλιγουντ ήταν ότι «οι γυναίκες δεν μπορούν να είναι πραγματικά αστείες». Δεν είναι ο ρόλος τους αυτός. Δεν τσαλακώνονται, δεν αυτοσαρκάζονται σε σημείο που να χαλάει το make up ή τα μαλλιά τους. Οχι γιατί δεν μπορούν (αυτό δεν το είχε ψάξει κανείς). Αλλά γιατί δεν είναι εμπορικό. Δεν κόβει εισιτήρια. Δεν θέλει κανείς να δει στην οθόνη γυναίκες που περνάνε παρόμοια καφριλίκια με αυτά του «Hangover». Η απάντηση είχε ονοματεπώνυμο: Κρίστεν Γουίγκ. Η απόφοιτος του Saturday Night Live (με σκετς/περσόνες/επεισόδια που αποδείκνυαν πόσα όρια μπορεί να σπάσει) γράφει (μαζί με την Ανι Μαμόλο) τις «Φιλενάδες», κάνει άξονα στο σενάριο μία παρέα γυναικών που δεν περιορίζονται σε νευρώσεις-κλισέ ρομαντικής κομεντί αλλά μάς συστήνονται με όλη τους την τρέλα και το πάθος, επιλέγει ένα καστ που κυμαίνεται από την Μάγια Ρούντοφ μέχρι την Μελίσα Μακάρθι και... φτάνει στα Οσκαρ (υποψήφιο για Πρωτότυπο Σενάριο και Β' Γυναικείου για την Μακάρθι). Η μεγαλύτερη απάντηση-χαστούκι όμως ήρθε από το box office. Τελικά, οι γυναίκες κωμικοί κόβουν εισιτήρια - της τάξεως των 290 εκατομμυρίων δολαρίων. Mic drop.


48. «Τhe Hangover» (2009) του Τοντ Φίλιπς

Tα πάντα είναι θέμα timing. Και δεν μιλάμε μόνο για κωμικό timing, αλλά και για πολιτισμικό. Μετά από δεκαετίες που οι mainstream αμερικανικές κωμωδίες είχαν βαλτώσει σ' ένα ασφαλές, προβλέψιμο τοπίο, έσκασε η εξωφρενική περιπέτεια 3 ανδρών που ξυπνούν στο βομβαρδισμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους μετά από μία νύχτα/μπάτσελορ πάρτι στο Βέγκας έχοντας χάσει τον γαμπρό και τη μνήμη τους, για να ανάψει το φυτίλι της κωμικής κρεπάλης. Σπασμένα δόντια, κοτόπουλα, τίγρεις, άντρες με όπλα, ο λάθος άντρας στο πορτ παγκάζ, η επαύλη του Μάικ Τάισον και φυσικά... ο Ζακ Γαλιφιανάκης να κλέβει την παράσταση σε κάθε σκηνή. Το «Hangover» το έλεγε κι από τον τίτλο: το παθαίνεις μόνο όταν η (εδώ, κωμική) απόλαυση είναι ανεξέλεγκτη, παρορμητική και απενοχοποιημένη. Κι όπως όλα τα hangover, είχε πλάκα μόνο το αυθόρμητο, το πρώτο - αυτό που δεν ήξερες τι σε περιμένει. Μετά, τα υπόλοιπα της τριλογίας ήταν αρπαχές.


47. «Trainwreck» («Κατακούτελα», 2015) Τζουντ Απατοου, Εϊμι Σούμερ

Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε οποιαδήποτε κωμωδία του Απατοου («Knocked Up», «The 40 Year-Old Vigin», «This is 40»), γιατί τα τελευταία 15 χρόνια το κινηματογραφικό του αποτύπωμα (και το τηλεοπτικό του με το «Girls») είναι το πιο επιδραστικό για την μορφή της σύγχρονης κωμωδίας. Ομως το «Trainwreck» συνδυάζει και την πένα της Εϊμι Σούμερ - της stand up κωμκού που διέλυσε επίσης με τον τρόπο της τον «κοριτσίστικο καθωσπρεπισμό» μιας performer και έφερε στο mainstream μαζικό κοινό τις αμήχανες, αυτοβιογραφικές, αυτοσαρκαστικές, ανθρώπινες, καφρικές, τρυφερές ιστορίες της. Πατώντας ελαφρά πάνω στην δική της οικογένεια, έγραψε μία πολύ διαφορετική κομεντί, με μια πολύ διαφορετική ηρωίδα κι απέδειξε ότι δεν χρειάζεται οι νευρώσεις μας να έχουν την τέλεια μορφή της Τζούλια Ρόμπερτς ή της Μεγκ Ράιαν για να γίνουν αποδεκτές. Extra credit το εισαγωγικό home made video (δείτε το πια πάνω): το πώς ξεκινά η ταινία και καθορίζει την ανελέητη ειλικρίνεια της κωμωδίας που τσακίζει κόκκαλα, και ταυτόχρονα συγκινεί.


46. «Juno» (2007) Τζέισον Ρέιτμαν, Ντιάμπλο Κόντι

Η μαθητική κωμωδία, αλλιώς. Λίγο πιο σκοτεινή, αρκετά πιο ιδιοσυγκρασιακή, πολύ πιο ενήλικη. Η διαβολική πένα της (πρώην στρίπερ) Ντιάμπλο Κόντι αποφεύγει όλα τα κλισέ και η κάμερα του Ρέιτμαν δημιουργεί τη δική του αισθητική, αποτυπώνοντας τη δύσκολη ιστορία της «Τζούνο», μίας έφηβης που μένει έγκυος από το nerd αγόρι της, με έναν τρόπο που έσκασε τόσο φρέσκα στον κινηματογραφικό ουρανίσκο - σαν πορτοκαλί tic tac. Tίποτα το προβλέψιμο, τίποτα υποκριτικό, κανένα μελό, κανένα δίδαγμα. Μόνο γέλιο κατανόησης για τα ανθρώπινα λάθη, αγάπη, ανθρωπιά και εξιλέωση. Δόξα και τιμή στην πρωταγωνίστρια Ελεν Πέιτζ, αλλά και τους Μάικλ Σέρα, Αλισον Τζένι και, ειδικά, τον «μπαμπά» Τζ. Κ. Σίμονς (ο οποίος έχει μία σκηνή που κουβαλάμε για πάντα στην καρδιά μας).


45. «South Park: Bigger, Longer & Uncut» (1999) Τρέι Πάρκερ, Ματ Στόουν

«Hey Stan, tell them about the part where Terrence calls Phillip a testicle-shitting rectal wart.» Οι Τρέι Πάρκερ και Ματ Στόουν δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Με την αναπολογητικά politicall incorrect, εμπρηστική τους κωμωδία έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν την μικρή οθόνη και το 1999 και στη μεγάλη. Το διαβόητο South Park, παίρνοντας τη σκυτάλη από τους Shimpsons, τράβηξε την κωμωδία σε άλλα, ακόμα πιο «ακατάλληλα» επίπεδα, με τον ίδιο στόχο: να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Στην κινηματογραφική του εκδοχή, μάλιστα, δεν τα λέει: τα τραγουδάει. Κατά τα άλλα όλα μένουν απενοχοποιημένα ίδια: η «φιλήσυχη» μικρή κωμόπολη του ορεινού Κολοράντο και οι κάτοικοί της συνεχίζουν να ανησυχούν για απλά και καθημερινά πράγματα - το πάρκινγκ, τα γκέι σκυλιά, τον Καναδά (που σίγουρα θα τους την πέσει όταν κοιμούνται), τι είδους νέες βρισιές μπορούν να ανακαλύψουν και, φυσικά, τους γαμημένους Μπόλντγουινς.


44. «The Mask» («Η Μάσκα», 1994) του Τσακ Ράσελ

Γκριμάτσες, μπουφόνικο χιούμορ, μία «Μάσκα» που μοιάζει εννιαία με το δέρμα του προσώπου του. Δε βγαίνει, δεν ξεκολλάει, είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να πάρει φωτιά, να τσιτώσει τους μύες των ζυγωματικών, να ανοίξει τα αιρετικά χείλη, να καθοδηγήσει τα σχοινιά της αεικίνητης μαριονέτας που ονομάζεται Τζιμ Κάρεϊ. Ο ηθοποιός, o κωμικός, ο παλιάτσος που δεν σταματά τις μανιέρες του ακόμα κι όταν σβήνουν οι κάμερες, στα 90ς έγινε συνώνυμος με την κωμωδία με αυτή εδώ την ταινία. Τόσο μεγάλη ήταν η επιτυχία του, που απέκτησε το δικό του αυτοαναφορικό είδος πια - ένα συνδυασμό σωματικής και βερμπαλιστικής πληθωρικής κωμωδίας. Χειμαρώδης, ανεξάντλητος, φλύαρος και ατρόμητος. Για αυτό κι όταν «σώπασε» με δραματικούς ρόλους (από το «Truman Show» μέχρι τη «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού»), απέδειξε πώς ένας πραγματικός καλλιτέχνης είχε από την αρχαιότητα δύο «Μάσκες», αλλά ένα κοινό πρόσωπο: της κωμωδίας/τραγωδίας.


43. «Clueless» («Το Κορίτσι του Μπέβερλι Χιλς», 1995) της Εϊμι Χέκερλιν

Στην καρδιά μιας δεκαετίας που παλλόταν από χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς, ήρθε μία πανέξυπνη παρωδία (βασισμένη μάλιστα στην «Emma» της Τζέιν Οστιν) για να κάνει πλάκα με την αβάσταχτη ελαφρότητα της επιφάνειας. Η «Σερ» και οι φίλες της πιστεύουν ότι ζουν μια «κανονική ζωή» στο πανάκριβο σχολείο τους, στα κάμπριο αυτοκίνητά τους και με Βίβλο τους τη μόδα, την ποπ μουσική, τις πλαστικές και τις «As if!» σήμα-κατατεθέν ατάκες τους. Η διαφορά του «Clueless» με τις υπόλοιπες εφηβικές κινηματογραφικές τσιχλόφουσκες είναι ότι ξέρει να χρησιμοποιεί την κωμωδία για σοβαρό σκοπό, χωρίς να γίνεται στιγμή διδακτική. Κάτω από την Calvin Klein επιδερμίδα της, κρύβεται μία δυναμική anti-bullying κωμωδία που αντέχει στο χρόνο 25 χρόνια μετά.


42. «Zoolander» (2001) του Μπεν Στίλερ

Μιλώντας για μόδα και ομορφιά, έρχεται με τη σειρά του κι ο Zoolander για να μάς ρωτήσει: «αν υπάρχει κάτι σημαντικότερο στη ζωή από το να είσαι really, really, really, ridiculously good looking». Ο Στίλερ αποδεικνύει ότι το μπουφόνικο χιούμορ μπορεί να είναι κοφτερό, πανέξυπνο, ακόμα και τρυφερό με μια κωμωδία που παίρνει ως πρόφαση την haute couture και την ψύχωσή μας με τα supermodels για να ντυθεί με κάτι πιο πολύτιμο: την κατανόηση της ανθρώπινης ανασφάλειας.


41. «Deadpool» (2016) του Τιμ Μίλερ

Ακόμα και αν δεν αγαπάτε τους υπερήρωες, βάζουμε στοίχημα ότι αυτός είναι ο αγαπημένος σας υπερήρωας. Χωρίς να χάνει την κοινή του ρίζα με τους υπόλοιπους της Marvel (τα κίνητρά του όπως και οι υπερδυνάμεις του είναι βαθιά ριζωμένα στο τραύμα, κυριολεκτικό και μεταφορικό) κάνει ανελέητη πλάκα με οτιδήποτε υπερηρωικό. Πανέξυπνα γραμμένος, τα gags, οι ατάκες και το εύρημα να καταργεί τον τέταρτο τοίχο και να απευθύνεται συνωμοτικά στο θεατή τον κάνουν ξεκαρδιστικό κι ακαταμάχητο. Και να μην παραλείψουμε ότι η Latex στολή ταιριάζει γάντι στον πρωταγωνιστή Ράιαν Ρέινολντς, που πάλευε πάνω από δεκαετία να πείσει το Χόλιγουντ να γυρίσει το ξεκαρδιστικό, politically-incorrect «Deadpool». Και κέρδισε το στοίχημα: έγινε το πιο αγαπημένο και πολυβραβευμένο blockbuster του 2016 και η πρώτη αυστηρώς ακατάλληλη ταινία που έκανε πρεμιέρα σπάζοντας το φράγμα των 100 εκατομμυρίων δολαρίων.


40. «Pink Flamingos» (1972) του Τζον Γουότερς

Στο κινηματογραφικό (κι όχι μόνο) λεξικό, δίπλα στον όρο «πρωτότυπες, πρωτοποριακές, αιρετικές, επιδραστικές κωμωδίες» βρίσκεται η φωτογραφία του Τζον Γουότερς. Και της Divine. Επαναστάτης, Δανδής, «Πάπας του Trash», «Ανώμαλος του Λαού», «Βασιλιάς του Ξερατού», «Βασιλιας του Κακού Γούστου», ό,τι κι αν ακούσετε για τον Γουότερς, είναι αληθινό. Οσο και η καλλιτεχνική του φωνή, μέσα από την (δική του) κωμωδία. Επιλέγουμε το «Pink Flamingos», ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ως ίσως την πιο εμβληματική ταινία του, γιατί απαντά στην ερώτηση «Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας τις πολιτικές σας πεποιθήσεις;». Η θρυλική Divine απαντάει: «Σκοτώστε τους όλους τώρα! Δώστε άφεση στο φόνο πρώτου βαθμού! Νομιμοποιείστε τον κανιβαλισμό! Φάτε σκατά! Η βρωμιά είναι η πολιτική μου! Η βρωμιά είναι η ζωή μου!»


39. «The Full Monty» («Αντρες με τα Ολα τους», 1997) του Πίτερ Κατάνεο

To βρετανικό σινεμά είχε ανέκαθεν μία δική του κοφτερή ταυτότητα κοινωνικού και πολιτικού ρεαλισμού. Ποιος θα περίμενε όμως ότι ένα «kitchen sink drama», μερικές δεκαετίες μετά, θα μπορούσε να έχει την ίδια δύναμη παίρνοντας την μορφή μίας απροσδόκητης κωμωδίας που έγινε διεθνές blockbuster. Η ανεργία και η εξαθλίωση της εργατικής τάξης δεν προσφέρονται για εύκολα γέλια. Ομως η ιστορία των άνεργων αντρών που βρίσκουν μια εξωφρενική λύση στο οικονομικό τους αδέξοδο (να γίνουν στρίπερς) είναι γραμμένη με τέτοια κατανόηση, τρυφερότητα και παραδοχή της ανθρώπινης ατέλειας που σε κάνει να κλαις και να γελάς - ειδικά με την τελευταία, κλασική πλέον, full monty σκηνή τους.


38. «Αbout Schmidt» («Σχετικά με τον Σμιντ», 2003) του Αλεξάντερ Πέιν

Ο Αλεξάντερ Πέιν θα μπορούσε να φιγουράρει στη λίστα και με κάποια άλλη ταινία του - από το κατάμαυρα κοφτερό «Election» μέχρι το μεθυσμένα γλυκόπικρο «Πλαγίως». Οπως κι ο Τζακ Νίκολσον θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ με διάφορες άλλες ερμηνείες του (όπως την οσκαρική του στο «Καλύτερα Δε Γίνεται»). Το «Σχετικά με τον Σμιντ» όμως τα συνδυάζει όλα: τον αχώνευτο, γρουσούζη ήρωα, τα απροσδόκητα χαστούκια της ζωής, τα ανεκπλήρωτα όνειρα που μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο σκληρό και παρεξηγημένο. Η κωμωδία βοηθά στο να γελάμε με τα χάλια μας, αλλά μάς παίρνει κι από το χέρι, ύπουλα χωρίς να το καταλάβουμε, για ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και εξερεύνησης. Μάς δείχνει τον κόσμο με άλλα μάτια. Ο Πέιν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα Πρωτότυπου Σεναρίου, κι ο Νίκολσον την αντίστοιχη Α' Ανδρικού, αλλά και οι δυο έχασαν στα Οσκαρ.


37. «Delicatessen» (1991) του Ζαν Πιερ Ζενέ

Πολύ πριν την πιο ζαχαρωτή «Αμελί», ο Ζενέ μάς σέρβιρε ωμή κωμική σάρκα. Το «Delicatessen» έγραψε ιστορία στην κατάμαυρη ευρωπαϊκή κωμωδία, καθώς τόλμησε να παρουσιάσει έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο όπου ο πεινασμένος άνθρωπος, για να επιβιώσει, θα ξεπεράσει τα όρια. Κάπως έτσι το σλάπστικ θα συναντήσει τον κανιβαλισμό, το βαθύ σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής την έντονη χρωματική παλέτα του Ζενέ και η κωμωδία θα λειτουργήσει ως πολιτικό σχόλιο για τη φτώχια, την κοινωνική ανισότητα, την εξουσία. Ενα υποτιμημένο αριστούργημα.


36. «Down by Law» («Στην Παγίδα του Νόμου», 1986) του Τζιμ Τζάρμους

I scream, you scream, we all scream for ice cream. Mια γερή δόση physical comedy και στρεβλού χιούμορ σε ένα φιλμ που παντρεύει τις πιο αταίριαστες επιρροές (από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι το αμερικάνικο νουάρ) με την περσόνα του Λούρι, το σλάπστικ του Μπενίνι και τη φατσάρα του Γουέιτς. Πέφτοντας οικειοθελώς στην παγίδα της γοητείας του περιθωρίου, τους ρυθμούς των μπλουζ του νότου, αλλά απόλυτα sui generis και δικαιολογημένα cult, αυτή η ασπρόμαυρη ταινία του Τζιμ Τζάρμους συνδυάζει τον κωμικό σουρεαλισμό με μια συγκινητική χαμηλότονη τρυφερότητα και κατορθώνει να κοιτάξει κατάματα την καρδιά της Αμερικής. Αλλωστε, στο τέλος, είτε είσαι ντόπιος, είτε μετανάστης όλοι ουρλιάζουμε για παγωτό.


35. «Man Without a Past» («Ο Ανθρωπος Χωρίς Παρελθόν, 2002) του Ακι Καουρισμάκι

H σήμα-κατατεθέν γραφή κοινωνικού ρεαλισμού και off-beat κωμωδίας του Φινλανδού σκηνοθέτη αγγίζει μία απίστευτη ωριμότητα, σπαραχτική τρυφερότητα και πανανθρώπινη συγκίνηση με τον «Ανθρωπο Χωρίς Παρελθόν» που κέρδισε διεθνή αναγνωρισιμότητα (4 βραβεία στις Κάννες και υποψηφότητα για Οσκαρ). Απλές ιστορίες επιβίωσης σε κόσμους χωρίς σύνορα, απλοί άνθρωποι (πολλές φορές χωρίς ταυτότητα), τοπιογραφίες της εργατικής τάξης κι ένας βαθιά ουμανιστής σκηνοθέτης που βρίσκει κοινή ρίζα που ενώνει όλους μας: την αγάπη, την αλληλεγγύη, την καλοσύνη. Η κωμωδία προκύπτει από το βλέμμα του που δεν παίρνει τη ζωή πολύ σοβαρά, αλλά την ξεπερνά με χιούμορ, αλκοόλ και rock 'n' roll.


34. «Force Majeure» («Ανωτέρα Βία», 2014) του Ρούμπεν Εστλουντ

Στο σαλέ που έχετε πάει διακοπές για σκι, μία χιονοστιβάδα κατευθύνεται προς εσένα, τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου. Εσύ αρπάζεις το κινητό σου από το τραπέζι και τρέχεις να σωθείς, αφήνοντας πίσω την οικογένειά σου. Αυτή είναι η αφορμή κι άξονας της ταινίας που έκανε διάσημο τον Εστλουντ (πριν εκτοξευθεί η φήμη του με το «Τετράγωνο») και η σύστασή μας με το πώς ο δημιουργός παράγει κωμωδία εκεί που δε θα περίμενες ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει οτιδήποτε το αστείο. Η σήμα κατατεθέν ψυχρή, πολιτισμένη επιδερμίδα των βορειοευρωπαίων που μιλούν ακόμα και μεταξύ τους με καταπιεσμένη ευγένεια και πειθαρχούν τα παιδιά τους με ακλόνητη υπομονή απλώνει το παγερό της σεντόνι ακόμα και πάνω από το χιονισμένο τοπίο. Ομορφοι άνθρωποι, όμορφα παιδιά, αλλά κάτι άσχημο ελλοχεύει στις σιωπές τους, στις αδράνειές τους, στην ακινησία τους. Οταν συμβεί η έκρηξη, όταν βρεθούν μπροστά στην ανωτέρα βία, για λίγα λεπτά ο πάγος θα σπάσει και το γυαλί θα ραγίσει για πάντα. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται αριστοτεχνικά τους νεκρούς χρόνους και τον ήχο: την εκκωφαντική σιωπή που επιβάλλει το χιόνι και δυναμώνει την ένταση των σκέψεων, των συναισθημάτων, των ενστίκτων κι απαντά σε όλα αυτά τα ερωτήματα με κοφτερό σαρκασμό και υπόγειο χιούμορ. Το πρότυπο του ανδρισμού όπως τον ξέραμε γκρεμίζεται, όπως κι αυτό της γυναίκας συντρόφου, το σχήμα της οικογένειας ξεσκεπάζεται, η πολιτική ορθότητα καταρρέει. Αριστούργημα!


33. «The Firemen's Ball» («Φωτιά... Πυροσβέστες», 1967) του Μίλος Φόρμαν

Αξιο τέκνο του Τσεχοσλοβακικού Νέου Κύματος, ο Μίλος Φόρμαν με αυτή την πολιτική κωμωδία αποτυπώνει και ταυτόχρονα στηλιτεύει την «Ανοιξη της Πράγας»: ο ετήσιος χορός των πυροσβεστών δεν είναι παρά ένα σύμβολο του κλίματος αισοδοξίας που πρόσκαιρα επικράτησε στη χώρα, αλλά η βαθιά του σάτιρα κριτικάρει ανελέητα την αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατική δομή του κομμουνιστικού καθεστώτος (κάτι που του στοίχησε την εξορία του από τη χώρα, αλλά και του χάρισε μια δεύτερη καριέρα στην Αμερική). Η υποδόρια κριτική του Φόρμαν στο πολιτικό status quo της χώρας του (μέσω του μικρόκοσμου των πυροσβεστών) καταλήγει βαθιά κωμική όταν δείχνει ότι το σαθρό πρόσταγμα «συλλογικότητας» της κομμουνιστικής ρητορικής καταρρέει κάτω από τις ανθρώπινες ποταπές επιθυμίες κι οδηγείται στο χάος.


32. «Mujeres Al Borde De Un Ataque de Nervios» («Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης», 1988 ) του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Γυρίστηκε το 1988 και, μαζί με τον «Λαβύρινθο του Πάθους» που προηγήθηκε και το «Δέσε με» που ακολούθησε, αποτελούν τη γέφυρα του Αλμοδόβαρ από την πρώτη του ξέφρενη, αχαλίνωτη εκκεντρική περίοδο έκφρασης του queer cinema στα πιο στιβαρά μελοδράματα της δεκαετίας του 90, 2000 μέχρι σήμερα. Ξεκίνησε με μία πρώτη ιδέα του Αλμοδόβαρ να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την «Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτό (κάτι που φαίνεται στα τηλεφωνήματα της Πέπα καθόλη τη διάρκεια της ταινίας) για μία γυναίκα που βρίσκεται δίπλα σε μία βαλίτσα γεμάτη αναμνήσεις και παίρνει τηλέφωνο τον εραστή που την πρόδωσε. Ο Πέδρο είχε ερωτευτεί τη συνεργασία του με την Κάρμεν Μάουρα στον «Λαβύρινθο του Πάθους» και ο μονόλογος της Ανθρώπινης Φωνής έμοιαζε ιδανικός – το μόνο κακό: διαρκούσε 25 λεπτά και ο Αλμοδόβαρ χρειαζόταν ακόμα μια ώρα. Οπότε αποφάσισε να γράψει το background αυτής της ίδιας ηρωίδας. Οταν τελείωσε είχε πολύ περισσότερο υλικό, πολλές περισσότερες γυναίκες και, πάνω από όλα, είχε βάλει την υπογραφή του: πήρε κάτι απολύτως σοβαρό, όπως είναι η γυναικεία νεύρωση, νευρική κρίση, υστερία και να τα γύρισε ως κωμωδία. Ή μάλλον ως μία αλμοδοβαρική κωμωδία, ένα είδος που δεν είναι ποτέ ξεκάθαρο. Γιατί είναι δράμα να περιμένει τηλεφώνημα μία γυναίκα. Ισως είναι και χιτσκοκικό θρίλερ. Ομως ο Αλμοδόβαρ έχει έναν σωματικό, σουρεαλιστικό, εξωστρεφή, υστερικό τρόπο να αποτυπώνει την νευρική κρίση των γυναικών του, έναν τρόπο που καταλήγει παθιασμένος και κωμικός. Ο Αλμοδοβάρ πάντα χρησιμοποιεί φαρσικά στοιχεία – ακόμα και στα μελοδράματά του. Ο βιασμός στην «Κίκα» είναι μία από τις πιο αστείες σκηνές του σύγχρονου σινεμά, η μητέρα επιστρέφει στο «Volver» με κλανιές, στα «Ψηλά Τακούνια» υπάρχουν μελό στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάς υστερικά. Αυτή όμως είναι και η εξωτική του δύναμη. Ενα αναρχικό, απελευθερωτικό, πολύχρωμο, έντονο, επιθετικό, ξεχωριστό σινεμά.


31. «The Nutty Professor» («Δάσκαλος για Κλάματα», 1963) του Τζέρι Λιούις

Ο παράξενος στο σκαρί και ιδιαίτερος στις μανιέρες τουΤζέρι Λιούις, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία της κωμωδίας. Η σπασμωδική εκκεντρικότητα των κινήσεών του, τα βασανισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του και το τρίξιμο των φωνητικών χορδών του δημιούργησαν τη δική του σχολή (προπομπός μια γενιάς κωμικών από τον Εντι Μέρφι, μέχρι τον Τζιμ Κάρεϊ). Πρώτη ύλη της κωμωδίας του η ανθρώπινη βλακεία, ένας παραμορφωτικός αντικατοπτρισμός του θεατή απέναντι σε όσα δεν έχει τη δυνατότητα, την ψυχραιμία ή τη διαύγεια να δει στον εαυτό του. Ακολουθώντας τους μεγάλους των 20ς και 30ς, ο Λιούις μέσα από την υπερβολή του σλάπστικ γεννούσε μια βαθιά μελαγχολία. Κι αν όλα αυτά ήταν πασιφανή από τα χρόνια που ήταν ακόμα ντουέτο με τον Ντιν Μάρτιν, όταν η καριέρα του απογειώθηκε και τα στούντιο του έδωσαν το πράσινο φως να γράψει, να σκηνοθετήσει και να κάνει την παραγωγή σε όσα έπαιζε, τότε γεννήθηκαν και οι μεγάλες του επιτυχίες. Ανάμεσά τους αυτή εδώ (4η απόπειρα στη φιλμογραφία του, 3 χρόνια μετά το «The Bellboy»), που μέσα από την ιστορία του σπασίκλα εφευρέτη που βρίσκει μια φόρμουλα που τον μετατρέπει σε γοητευτικό καρδιοκατακτητή (γιατί να το κρύψουμε άλλωστε, μια καρικατούρα του πρώην φίλου και συνεργάτη του Ντιν Μάρτιν), αποκαλύπτει και την διπλή προσωπικότητα και τις αντιφάσεις και του ίδιου του Λιούις. Και παλιάτσος και σταρ. Και αξιαγάπητος κλόουν και θρυλικός μισάνθρωπος. Και «King of Comedy» και χρεωκοπημένος, εξαρτημένος από το αλκοόλ και τα χάπια άντρας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. «Ο γιατρός μου είχε πει πως έχω διπλή προσωπικότητα και μου ζήτησε να πληρώσω ένα λογαριασμό 82 δολαρίων. Του έδωσα τα 41 και του είπα να πάρει τα άλλα 41 από τον άλλο.»


30. «La Grande Vadrouille» («Ασύλληπτη Απόδραση», 1966) του Ζεράρ Ουρί

Γυρισμένη 20 χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις καυστικότερες σάτιρες του ναζισμού (αλλά και της στάσης της υπόλοιπης Ευρώπης απέναντί του), καθώς και το σημαντικότερο δείγμα του γαλλικού κωμικού ρεύματος στα 60ς. Με πρωταγωνιστές τον Λουί Ντε Φινές (τον θρυλικό Γάλλο κωμικό στον οποίο θα έπρεπε να αναφερθούμε και για τον εμβληματικό ρόλο του «Χωροφύλακα του Σαν-Τροπέ» που ερμήνευσε κατ' εξακολούθηση σε μία σειρά ταινιών) και τον Μπουρβίλ, η «Ασύλλυπτη Απόδραση» κρατούσε τα σκήπτρα του box office για δεκαετίες: με 17 εκατομμύρια θεατές ήταν η πιο εμπορική κωμωδία όλων των εποχών (την ξεπέρασαν τελικά οι «Αθικτοι»). Υπέροχα κινηματογραφημένη, με μεγάλο για την εποχή προϋπολογισμό και τον Κλοντ Ρενουάρ (ανηψιό του Ζαν Ρενουάρ) στη διεύθυνση φωτογραφίας, αυτή η κωμωδία δεν έμοιαζε με όλες τις άλλες. Εθεσε νέα υψηλά standards στο γαλλικό λαϊκό σινεμά και απέρριψε τα στερεότυπα: δεν στηρίζεται σε εύκολα γέλια, αλλά στον παραλογισμό των καταστάσεων με τις οποίες μπλέκονται οι ήρωες. Για αυτό και δεν στέκεται μόνο ως σπουδαία αντιναζιστική κωμωδία, αλλά ως σπουδαίο αντιπολεμικό φιλμ. Να σημειώσουμε ότι ήταν η πρώτη αντιναζιστική σάτιρα που επιτράπηκε να προβληθεί στη Γερμανία.


29. «Beetlejuice» («Ο Σκαθαροζούμης», 1988) του Τιμ Μπάρτον

O Tιμ Μπάρτον αγαπά το τέρας. Ισως περισσότερο κι από τον άνθρωπο. Συνήθως το παρουσιάζει εσωστρεφές, κατατρεγμένο, παρεξηγημένο. Εδώ, ο «Σκαθαροζούμης» του είναι γλοιώδης, αλαζονικός, loud. Κι αυτό γιατί μέσα στην υπερβολή και την μανιέρα του «ghost story» φαντασίας, ο Μπάρτον βρίσκει την αφορμή να κάνει μία βαθιά κριτική στις 80ς ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρίγκαν και της ανανεωμένης υπόσχεσης του μεσοαστικού αμερικανικού ονείρου. Αγόρασες το σπίτι των ονείρων σου στα προάστια, μετακόμισες με την τέλειά σου οικογένεια, αλλά τι ελλοχεύει στα σαθρά του θεμέλια; Τι ξεχνάει η Αμερική ότι κρύβει στις ρίζες της. Ενα σκαθάρι που υπόσχεται να τις ροκανίσει. Με ένα εξαιρετικό καστ, του οποίου ηγείται ο αθεόφοβος Μάικλ Κίτον στον ομότιτλο ρόλο, κι ακολουθούν οι Αλεκ Μπόλντγουϊν, Τζίνα Ντέιβις, Γουινόνα Ράιντερ, λαμπερό visual design (γκροτέσκο, μακάβριο και αστραφτερά μαγικό ταυτόχρονα), ο Μπάρτον υπογράφει μία κατάμαυρη κωμωδία που θα στοιχειώσει πολλές μεταγενέστερες του είδους.


28. «Rams» («Δεσμοί Αίματος», 2015) του Γκρίμουρ Χακόναρσον

Μια υπέροχη ιστορία για δυο άντρες ακόμη πιο ξεροκέφαλους κι από τα κριάρια που εκτρέφουν. Αυτή όμως η καλογραμμένη, ισλανδική κωμωδία δεν λειτουργεί με το κεφάλι, αλλά με την καρδιά. Οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας του Γκρίμουρ Χακόναρσον είναι δυο ηλικιωμένα αδέλφια, ο Γκούμι κι ο Κίντι που ζουν σε δυο διπλανά σπίτια στην ίδια φάρμα σε μια απομακρυσμένη κοιλάδα της Ισλανδίας. Μοιράζονται την ίδια γη και τον ίδιο τρόπο ζωής, αλλά δεν έχουν μιλήσει ο ένας στον άλλο εδώ και σαράντα χρόνια. Μέχρι που μία θανατηφόρα νόσος που προσβάλλει τα κοπάδια της περιοχής θα τους φέρει κοντά. Το φιλμ του Χακόναρσον κατορθώνει κάτι αληθινά δύσκολο, και σχεδόν επικίνδυνο: κινείται αβίαστα και απόλυτα πετυχημένα ανάμεσα στα είδη, μετακινώντας τον συναισθηματικό του δείκτη ανάμεσα στο χιούμορ και τη μελαγχολία, το δράμα και την ελαφρότητα δίχως να χάνει ποτέ το κέντρο βάρους του. Πρώτο βραβείο στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ Καννών.


27. «Airplane» («Μία Απίθανη Πτήση», 1980) Tζιμ Ειμπραχαμς, Ντέιβιντ & Τζέρι Ζούκερ

Mιλώντας για επιδραστικές κωμωδίες, αυτή ήταν η πρώτη (δεύτερη απόπειρα μετά το «Kentucky Fried Movie» του 1977) του δημιουργικού τρίο των αδελφών Ζούκερ και Τζιμ Ειμπραχαμς που έθεσε τα θεμέλια μιας νέας κινηματογραφικής σχολής παραλόγου (για να ακολουθήσουν τα «Naked Gun», Hot Shots», «Τοp Secret» κλπ). Γραμμένη ως συρραφή από φάρσες και ξεκαρδιστικές ατάκες (που έχουν αφήσει εποχή), αυτή η «απίθανη πτήση» πήρε ως αφορμή τη σάτιρα των ταινιών καταστροφής των 70ς και απογειώθηκε σε κάτι εντελώς δικό της. Aπό τον Ρόμπερτ Χέις (που οι μελό πολεμικές ιστορίες του ήρωά του οδηγούν τον Ινδό συνεπιβάτη του στο να αυτοπυρποληθεί) μέχρι τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, κι από τον Λόιντ Μπρίτζες στην Τζούλι Χάγκερτι, το καστ παραδίνεται στο παράλογο και παραδίδει ντελιριακές ερμηνείες. Ομως, παρόλο που δεν πιλοτάρει, σαφέστατα κλέβει όλες τις σκηνές ο Λέσλι Νίλσεν, ως ο γιατρός της πτήσης. Αρκεί να μην τον αποκαλέσεις Σίρλεί.


26. «Trading Places» («Πολυθρόνα Για Δύο», 1983) του Τζον Λάντις

Αρχές δεκαετίας του 80. Η Αμερική, και ειδικά η Νέα Υόρκη, κάλπαζε προς την νέα «γιάπικη» εποχή της. Η κωμωδία έβγαινε από τη Saturday Night Live σχολή των 70ς (Μπελούσι, Ακροϊντ, Μάρεϊ) κι έκανε το «weird» τους, mainstream. Μέσα σε όλα αυτά ξεπήδησε από τις stand up σκηνές και το open mike του Apollo στο Χάρλεμ κι ο Εντι Μέρφι, ο οποίος θα γνώριζε τον απόλυτο θρίαμβο μέσα στα 80ς - από τον «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς», μέχρι το «Coming to America» (για να περάσει στα «Nutty Professor» των 90ς). Η «Πολυθρόνα για Δύο» του Τζον Λάντις είναι το συγκέρασμα όλων. Η σχέση αγάπης-μίσους της Αμερικής με τον καπιταλισμό. Η στιγμή που συναντήθηκε το «Raw» βρώμικο χιούμορ με τον παιχνιδιάρικο, αιρετικό λευκό σαρκασμό. Η ιστορία θέλει δύο ηλικιωμένους μηχανορράφους μεγαλοκεφαλαιούχους της Γουόλ Στριτ να σκαρρώνουν το απόλυτο κόλπο, αντικαθιστώντας τον πιο ικανό (ελιτιστή, απόφοιτο Χάρβαρντ) χρηματιστή τους, με έναν μαύρο τυχοδιωκτάκο που μάζεψαν από τους δρόμους, ανταλλάσσοντας τις ζωές τους. Και εκεί ακριβώς από όπου προκύπτει η κωμωδία (στο πόσο παράλογο είναι ότι τα καταφέρνουν), κρύβεται και μια πικρή αλήθεια για το σύστημα: η εικόνα του μεθυσμένου, βρώμικου, αυτοκτονικού «Αγιου Βασίλη» Ακροϊντ, λέει πολλά περισσότερα από όλα τα ντοκιμαντέρ για την εξουσία του 1% των εκατομμυριούχων, μαζί. Αν θες να προβληματιστείς, εκεί βρίσκονται όλα μπροστά σου. Αν θες απλά να γελάσεις, κι από μόνη της η σκηνή του Εντι Μέρφι ως απατεώνα επαίτη που προσπαθεί να πείσει τους αστυνομικούς ότι «είναι θαύμα, απέκτησε πόδια, βρήκε το φως του» είναι ένα αξεπέραστο, τρίλεπτο κωμικό ντελίριο.


25. «Τοοtsie» (1982) του Σίντνεϊ Πόλακ

«I have a name. It’s Dorothy. Not Tootsie or Toots or Sweetie or Honey or Doll.» Είναι κωμικό, αλλά μία από τις πρώτες mainstream ταινίες των 80ς που αποπειράθηκαν να μιλήσουν για τη γυναίκα σκηνοθετήθηκε από άντρα κι ερμηνεύτηκε από άντρα. Αυτό από μόνο του σήμερα είναι αρκετά οξύμωρο, στην καλύτερη περίπτωση άβολο και στη χειρότερη προσβλητικό (ένας λευκός άνεργος ηθοποιός θα φάει το ρόλο σε μια σαπουνόπερα από μία γυναίκα, μεταμφιεζόμενος σε γυναίκα). Αν ξεπεράσει κανείς όμως την προβληματική απόπειρα ψευδοφεμινισμού του, δεν μπορεί να αντισταθεί στην γοητευτική σκηνοθεσία του Πόλακ και τις αξεπέραστες ερμηνείες του καστ. Ναι, ο Χόφμαν φοράει τα φουστάνια και έχει τα φώτα πάνω του, o Mπιλ Μάρεϊ όμως κλέβει τις σκηνές και (η εκδίκηση είναι κρύο πιάτο) μία γυναίκα το Οσκαρ: η Τζέσικα Λανγκ φεύγει με το Β' Γυναικείου.

Πάντως, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς επανέλαβε το drag στοίχημα (κερδίζοντάς το με το mainstream κοινό) με το «Mrs. Doubtfire» του Κρις Κολόμπους στα 90ς. Αλλά, αν κάποιος θέλει να δει πραγματική drag comedy, ας δώσει την ευκαιρία στο «The Adventures of Priscilla, Queen of the Desert» του Στέφαν Ελιοτ, ενώ για ισότιμα χαριτωμένη αλλά ειλικρινή φεμινιστική κωμωδία των 80ς, ας ανατρέξει στο «9 to 5» του Κόλιν Χίγκινς, με τις αξεπέραστες Τζέιν Φόντα, Λίλι Τόμλιν και Ντόλι Πάρτον.


24. «In & Out» (1997) του Φρανκ Οζ

H ιστορία του καθηγητή Γυμνασίου μίας μικρής αμερικανικής κωμόπολης που δεν έχει επιτρέψει ούτε ο ίδιος στον εαυτό του να καταλάβει ότι είναι γκέι, μέχρι που τον ξεμπροστιάζει στον ευχαριστήριο οσκαρικό λόγο του ένας μαθητής του, θα μπορούσε να είχε πνιγεί στα στερεότυπα, τον διδακτισμό και τα (προσβλητικά) κλισέ. Και παρόλο που είναι ευκολόπιοτη όσο κάθε κομεντί των χολιγουντιανών 90ς που σέβεται τον εαυτό της, το καλογραμμένο σαρκαστικό της πνεύμα, οι ιδέες, καθώς και οι χειρουργικές ισορροπίες που κρατά το πρωταγωνιστικό καστ (από τον συγκλονιστικό Κέβιν Κλάιν, μέχρι την Τζόαν Κιούζακ, τον Τομ Σέλεκ και τον Ματ Ντίλον) τη σώζουν από την καρικατούρα. Ακόμα κι αν δεν θυμάστε λεπτομέρειες, η σκηνή που ο καθηγητής βάζει να παίξει μία self-help κασέτα που θα τον «βοηθήσει να ανακαλύψει τον ανδρισμό του», στέκεται κι από μόνη της ως αξέχαστη, ανεπανάληπτη κωμική σεκάνς.


23. «The Royal Tenenbaums» («Οικογένεια Τενενμπάουμ», 2002) του Γουές Αντερσον

Την τραβήξαμε, σχεδόν, στην τύχη από το παστέλ, ιλαροτραγικό καπέλο της φιλμογραφίας του Αντερσον. Γιατί όποια ταινία του κι αν διαλέγαμε, αυτή η περιπλάνηση ανάμεσα στην κωμωδία και το τραύμα, είναι πάντα παρούσα. Οι ιστορίες του, οι ήρωές του, οι σχέσεις, όλα πηγάζουν από κάτι σκοτεινό, σοβαρό και προβληματικό, αλλά η αφήγησή τους, οι παραδοχές τους, οι κόσμοι που μας παρασύρουν διέπονται από ένα σωτήριο, γλυκό, τρυφερό χιούμορ. Η κωμωδία εδώ μεταφράζεται με κατανόηση. Ενσυναίσθηση. Αγάπη. Κάπως έτσι αυτή η οικογένεια με τον τυχοδιώκτη πατριάρχη, την μητέρα που δεν συγχώρεσε ποτέ τις προδοσίες του και τα προβληματικά του παιδιά, που ενήλικα πλέον καλούνται να τον συγχωρέσουν γιατί έχει λίγους μήνες ζωής, μπορεί να βιώνει το δράμα της στη 70ς Νέα Υόρκη, αλλά μοιάζει να συνυπάρχει μαζί μας σε μια ελληνική πολυκατοικία. Γελάμε με την εκκεντρικότητα του σύμπαντος του Αντερσον, τη σκιαγράφηση των off beat χαρακτήρων, αλλά στην ουσία, η αλήθεια όσων λέει για τις οικογένειες (που μάς γέννησαν, μάς ανέθρεψαν, μάς στήριξαν, μάς γέμισαν ανασφάλειες και μάς κατέστρεψαν) μάς κάνουν να κλαίμε. Οχι όπως χρησιμοποιεί η μιλένιουμ γενιά το ρήμα. Κλαίμε, κυριολεκτικά. Βοηθάει και το εκπληκτικό soundtrack .


22. «La Cage Aux Folles» («Το Κλουβί με τις Τρελές», 1978) του Εντουάρντ Μολιναρό

Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ζαν Πουαρέ, αυτή είναι μία ιστορική γαλλική κωμωδία. Σταθμός στην ιστορία του queer cinema, η ιστορία του γιου ενός γκέι ζευγαριού (ιδιοκτητών ενός drag queen κλαμπ) που ετοιμάζεται να παντρευτεί μία κοπέλα με πουριτανούς γονείς, έδωσε την ευκαιρία στο γαλλικό σινεμά να πει μεγαλόφωνα σ' ένα μαζικό κινηματογραφικό κοινό, όσα ψιθύριζε στις μικρές, ανεξάρτητες θεατρικές του σκηνές - για την ομοφυλοφιλία, τη διαφορετικότητα, την ισότητα, την ελευθερία, την αγάπη. Με όχημα και πρόσχημα την κωμωδία (ειδικά το δίδυμο των Ούγκο Τονιάτσι και του Μισέλ Σερό δίνουν ρέστα) μπορεί το αποτέλεσμα σήμερα να βιώνεται ως camp, αλλά το 1978 έκανε μεγάλη και ηχηρή αίσθηση: έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία σε Ευρώπη και Αμερική και προτάθηκε για 3 Οσκαρ (σκηνοθεσίας, σεναρίου και κοστουμιών).


21. «Amici Miei» («Εντιμότατοι Φίλοι Μου», 1975) του Μάριο Μονιτσέλι

Η κωμωδία που γεννήθηκε στο μυαλό του Πιέτρο Τζέρμι («Διαζύγιο α λα ιταλικά», «Κυρίες και Κύριοι») και υλοποιήθηκε από τον Μάριο Μονιτσέλι, έγραψε τη δική της ιστορία ως κάτι πολύ περισσότερο από μια μεγάλη εμπορική επιτυχία της εποχής. Δύο χρόνια πριν την πρεμιέρα της ταινίας, ο Τζέρμι, βασισμένος στις δικές του αυτοβιογραφικές ιστορίες γράφει ένα ξεκαρδιστικό, όσο και τρυφερό, συγκινητικό σενάριο για μια ανδροπαρέα 50άρηδων που έκαναν πλάκα με τα πάντα, χλευάζοντας τους πάντες και, πρωτίστως, βγάζοντας τη γλώσσα στον ίδιο τον θάνατο. Ειρωνικά, ο σκηνοθέτης αρρωσταίνει βαριά λίγο πριν πάει για γύρισμα και αναθέτει στον Μονιτσέλι (τον μόνον που εμπιστεύεται) να γυρίσει το όραμά του. Ελάχιστα πράγματα αλλάζουν (από τη Γένοβα η δράση μεταφέρεται στη Φλωρεντία, ενώ ο Μαστρογιάνι θα αντικατασταθεί από τον Ούγκο Τονιάτσι) Η καρδιά της ταινίας όμως παραμένει αυτούσια. Η κωμωδια στέκεται ως πράξη αντίστασης σε μία «νεκρή» ιταλική κοινωνία, ως επανάσταση απέναντι στα στερεότυπα σοβαροφάνειας της μέσης ηλικίας, ως γενναία στάση απέναντι στο αναπόφευκτο του θανάτου. Το θρυλικό καστ (ανάμεσά τους και η Ολγα Καρλάτου) αποθεώνεται, οι ουρές στα ταμεία δεν έχουν προηγούμενο και, μέχρι σήμερα, τα αστεία και οι ατάκες της ταινίας αποτελούν σημείο αναφοράς. Το πιο συγκινητικό όμως είναι ότι ανοίγει με τη φράση «Μια ταινία του Πιέτρο Τζέρμι» γιατί, ουσιαστικά, αυτή η κωμωδία νίκησε το θάνατο.


20. «Groundhog Day» («Η Μέρα της Μαρμότας», 1993) του Χάρολντ Ράμις

H «Μέρα της Μαρμότας» υπάρχει, δεν είναι σεναριακό εύρημα. Κάθε χρόνο, στις 2 Φεβρουαρίου, οι κάτοικοι του Πανξατόνι, στην Πενσιλβανία, συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις ενός τρωκτικού, της μαρμότας «Φιλ» (έτσι την έχουν ονομάσει) που ζει κυρίως στις παγωμένες στέπες. Η αγωνία τους είναι το τέλος της βαρυχειμωνιάς που πλήττει την πολιτεία, οπότε, σύμφωνα με την παράδοση, αν η μαρμότα δει τη σκιά της, τότε ο χειμώνας θα διαρκέσει για περίπου άλλες έξι εβδομάδες. Αν έχει συννεφιά και δεν τη δει, τότε ο ερχομός της άνοιξης θα έρθει γρηγορότερα. Αυτή φυσικά ήταν απλώς η αφορμή για τον σεναριογράφο Ντάνι Ρούμπιν να δημιουργήσει μία κωμωδία παραλόγου για τον παγιδευμένο στην καθημερινότητα του μικρόκοσμού του σύγχρονο άνθρωπο («Well, what if there is no tomorrow? There wasn’t one today») και τον Χάρολντ Ράιμς να ενορχηστρώσει την παράνοια γύρω από ένα ξυπνητήρι που χτυπάει στις 6.00 παίζοντας διαπασών το «I Got You Babe» των Σόνι & Σερ. Ολα τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνει ο Μπιλ Μάρεϊ, τόσο ηττημένος (αλλά ποτέ loser!), τόσο αστείος, τόσο γοητευτικός, στην ταινία-επιτομή της κωμικής αγανάκτησης, που τον έχει κάνει τόσο διάσημο κι αξιαγάπητο.


19. «In Bruges» («Αποστολή στην Μπριζ», 2008) του Μάρτιν ΜακΝτόνα

Μπορεί το νουάρ ντεμπούτο του ΜακΝτόνα να μοιάζει παράταιρο σε μία λίστα με τις καλύτερες κωμωδίες, αλλά δεν είναι. Αντιθέτως, δείχνει το φάσμα της διαφορετικότητας του χιούμορ και πώς αυτό λειτουργεί λυτρωτικά, ειδικά όταν παίζει με κινηματογραφικούς κανόνες και είδη. Η ιστορία δύο Ιρλανδών εκτελεστών σε αποστολή στην βελγική πόλη της Μπριζ είναι γεμάτη οξύμωρες αντιθέσεις που γεννούν κωμωδία. Η Μπριζ ως τουριστικός, ιστορικός προορισμός απέναντι στη δική τους αποστολή βαρβαρότητας. Η αντίφαση στις κουλτούρες, ακόμα και η ιρλανδική βαριά προφορά τους απέναντι στην αρχιτεκτονική κομψότητα του περιβάλλοντος. Η μεταξύ τους σχέση και οι ιστορίες που αφηγούνται όσο περιμένουν την εντολή. Τα μυστικά και τα ψέματα. Η ανατροπή. Ο ΜακΝτόνα ξέρει πολύ καλά να παίζει με το λόγο, τις ισορροπίες και τη θερμοκρασία της κάθε σκηνής, ώστε το υπόγειο φλέγμα του να υπονομεύει πάντα τη σοβαροφάνεια. Εξτρα μπόνους η χημεία που μοιράζεται το δίδυμο των Κόλιν Φάρελ και Mπρένταν Γκλίσον (με τον Ρέι Φάινς σε μικρότερο ρόλο, αριστούργημα!). Η μετέπειτα καριέρα του ΜακΝτόνα αποδεικνύει ότι θα συνεχίσει να περπατά το τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στα ανθρώπινα σκοτάδια και την κωμωδία, αλλά δε θα μπορέσει να ξεπεράσει ποτέ αυτό το άρτιο σκηνοθετικό του ντεμπούτο που χτύπησε τους θεατές στο δόξα πατρί.


18. «M.A.S.H.» (1970) του Ρόμπερτ Αλτμαν

Η 20th Century Fox αναθέτει στον διαβόητα αντισυμβατικό και απείθαρχο Αλτμαν (με μέχρι τότε μία δεκαετία καριέρας στην τηλεόραση και δύο πρώτες απόπειρες μόνο ως δείγμα κινηματογραφικής γραφής) την μεταφορά μίας νουβέλας για τον πόλεμο της Κορέας. Τον αφήνει επίσης ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει γιατί οι μεγαλοπαραγωγοί του στούντιο ασχολούνται φουλ με τα γυρίσματα του «Patton». Κάπως έτσι, ο Αλτμαν βρίσκει την παιδική του χαρά και πειραματίζεται. Εχει στη διάθεσή του ένα αιρετικά αστείο σενάριο από τον βετεράνο Ρινγκ Λάρντνερ Τζούνιορ (που θέλει τις αιματοβαμμένες αναμετρήσεις με το θάνατο των γιατρών σ' ένα αμερικανικό στρατόπεδο στην Κορέα να διακόπτονται από μαρτίνι, φάρσες και σεξ με τις νοσοκόμες), τις παροχές ενός χολιγουντιανού στούντιο κι ένα στιβαρό καστ (ανάμεσα στους οποίους τους Ντόναλντ Σάδρλαντ και Ελιοτ Γκουλντ). Ο Αλτμαν καταλαβαίνει απόλυτα το πώς η απροκάλυπτα βλάσφημη, ηδονιστική κωμωδία λειτουργεί ως ασπίδα για να μη χάσεις το μυαλό σου στο μέτωπο. Και χορογραφεί τα πάντα γύρω από αυτό. Ιστορίες παραλογισμού, τουρνουά γκολφ και ποδοσφαίρου, γυναίκες Καυτά Χείλη, τελετές εξορκισμού προβλημάτων στύσης κι ένας αξέχαστος Μυστικός Δείπνος (είναι αδύνατον να ξανακούσουμε το «Suicide is Painless» χωρίς να γελάμε βουρκωμένα) όλα μπαινουν στο κινηματογραφικό μίξερ ενός μάστερ και καταλήγουν σε μια μοναδική κωμωδία - έναν μηχανισμό αυτοσυντήρησης απέναντι στο χάος, τον τρόμο και την παράνοια του πολέμου. Αυτή η βαβούρα θα γίνει και σήμα κατατεθέν του σινεμά του Αλτμαν: μεγάλα καστ ηθοποιών με διαλόγους που διακόπτουν ο ένας τον άλλον αυτοσχεδιάζοντας, όσο ο σκηνοθέτης παίζει με τους φακούς, τη φωτογραφία και τις τεχνικές του. Το αποτέλεσμα; Ο «Patton» της 20th Century Fox πηγαίνει στα Οσκαρ, αλλά βρίσκει απέναντί του και το «M.A.S.H.» (το οποίο κερδίζει τελικά μόνο του Διασκευασμένου Σεναρίου) - γιατί η μεγαλύτερη κωμωδία είναι η ζωή.


17. «When Harry Met Sally» («Οταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι», 1989) Νόρα Εφρον, Ρομπ Ράινερ

Η μία καθαρόαιμη ρομαντική κομεντί της λίστας έχει λόγο που υπάρχει και μάλιστα σε τόση ψηλή θέση. Γιατί το 1989 οι ρομαντικές κομεντί δεν ήταν ξεπέτες. Τις έγραφε η Νόρα Εφρον με τον Ρομπ Ράινερ, καταθέτοντας δικές τους προσωπικές εμπειρίες, με κατάμαυρο, πανέξυπνο εβραϊκό χιούμορ (της σχολής Γούντι Αλεν), και φωτίζοντάς τες με την ατόφια, αδιαπραγμάτευτη αγάπη μεγατόνων που τρέφουν οι Νεοϋορκέζοι για την πόλη τους. Την μητρόπολη που κατοικούν γυναίκες με το μουτράκι, το φαρδύ σοκολά παλτό και την αυτοσαρκαστική νεύρωση της «Σάλι» (Μεγκ Ράιαν) - κάνουν βόλτες στο Central Park, το Village και το Soho, τρώνε τα πάντα με το dressing «on the side», γκρινιάζουν για τα βαρετά πρώτα ραντεβού της προηγούμενης νύχτας στον ημιώροφο του Met κι απολαμβάνουν «οργασμικά» pastrami σάντουιτς στο Katz Deli. Βέβαια, για να αντέξεις τη μοναξιά μιας πόλης εκατομμυρίων, να εύχεσαι να υπάρχει ένας «Χάρι» (ο ερωτεύσιμα αστείος Μπίλι Κρίσταλ), που αντισταθμίζει τον πεισμωμένο ρομαντισμό σου με μηδενιστικό σαρκασμό. Αρχικά φίλος, για χρόνια φίλος – φίλος που σου σπάει τα νεύρα με τις θεωρίες του (κυνικοί είναι οι πληγωμένοι ρομαντικοί), αλλά σε βοηθάει να κουβαλήσεις το χριστουγεννιάτικο δέντρο πέντε πατώματα και ξενυχτάει για να δείτε για άλλη μια φορά την «Casablanca» από το τηλέφωνο. Και, πάνω απ' όλα, είναι πάντα το date σου στην πιο ανυπόφορη νύχτα της χρονιάς: την Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μια νύχτα μεγεθυντικός φακός στη μοναξιά των ανθρώπων. Μέχρι που μια χρονιά δεν θα είναι. Δεν είναι πια φίλος, δεν είναι το date σου. Είναι κάτι πιο μεγάλο, αρκεί να μη φοβάται πια, να ανοίξει τα μάτια του και να το δει. Είναι αυτός που στο παρά πέντε θα τρέξει ξέπνοος και μετανιωμένος στους δρόμους του Μανχάταν, για να σε βρει όταν το ρολόι μετρά σε αντίστροφη μέτρηση τις τελευταίες ανάσες της χρονιάς. Είναι αυτός που απροβάριστα, ειλικρινά και σχεδόν επιθετικά θα σου κάνει την ερωτική εξομολόγηση που αξίζετε. And it's not because I'm lonely, and it's not because it's New Year's Eve. I came here tonight because when you realize you want to spend the rest of your life with somebody, you want the rest of your life to start as soon as possible.

Ναι, η κωμωδία μπορεί να λειτουργεί κι ως βάλσαμο απέναντι σε όσα (δεν) φέρνει η ζωή, οπότε καλό είναι, όσο σκουπίζουμε δάκρυα γέλιου και συγκίνησης υπό τους ήχους του Χάρι Κόνικ Τζούνιορ στους τίτλους τέλους, να παραδεχόμαστε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Ή όπως θα έλεγε η Μαρί: «You're right, you're right, I know you're right...»


16. «Cactus Flower» («Το Λουλούδι του Κάκτου», 1969) του Τζιν Σακς

Κινηματογραφική διασκευή ομώνυμου θεατρικού του Μπρόντγουεϊ, γραμμένο από τον Εϊμπ Μπάροουζ, ο οποίος με τη σειρά του βασίστηκε σε γαλλικό θεατρικό των Πιερ Μπαριγιέ και Ζαν-Πιερ Γκρεντί, έχει ψηφιστεί από τις αμερικανικές κριτικές ενώσεις ως μία από τις πιο αστείες κωμωδίες όλων των εποχών. Βοηθούσε ότι ο σκηνοθέτης Τζιν Σακς κι ο πρωταγωνιστής Γουόλτερ Μαθάου είχαν ήδη βρει τους ρυθμούς και τη χημεία τους από το «The Odd Couple». O Μαθάου βρισκόταν τότε στη κορυφή της καριέρας του, έχοντας κερδίσει Οσκαρ για το «The Fortune Cookie» τρία χρόνια πριν (και θα το διεκδικούσε άλλες δύο φορές στα επόμενα 6 χρόνια). Ομως δεν είναι αυτός ο λόγος που την έχουμε τόσο ψηλά στη λίστα (ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε το «The Odd Couple»). Η ιστορία του πάλαι ποτέ φανατικού εργένη οδοντίατρου που μπλέκεται στα ψέματα που έχει πει στην νεαρή ερωμένη του κι επιστρατεύει την πιστή γραμματέα του να τον βοηθήσει να ξεμπλέξει, γεννά μια τολμηρή κωμωδία που καταγράφει τις αλλαγές στις σχέσεις των δύο φύλων και τον τρόπο που πέφτει το ανδρικό βλέμμα στη γυναίκα στο σινεμά. Δεν έχουν αυτοσκοπό όλα τα κορίτσια να παντρευτούν, και, τελικά, δεν θέλουν όλοι οι άντρες να παραμείνουν εργένηδες για πάντα. Η Γκόλντι Χόουν κερδίζει Χρυσή Σφαίρα κι Οσκαρ για αυτό το ρόλο κάτι που σόκαρε το τότε Χόλιγουντ που την είχε κατατάξει ως το αφελές ξανθό κοριτσάκι που απλά έλεγε ατάκες και χόρευε με ένα μπικίνι σε τηλεοπτικά σόου (Rowan & Martin's Laugh-In, 1967). Ταυτόχρονα, η 54χρονη τότε, Ινγκριντ Μπέργκμαν επιστρέφει στο Χόλιγουντ κι εκείνη με έναν κόντρα ρόλο: αποδεικνύει ότι μπορεί να τσαλακωθεί, να παίξει αδέξια κι ελαφρά, ότι δεν είναι «Σουηδικό Παγόβουνο» όπως της είχαν προσάψει. Δεν χρειάζεται λοιπόν οι κομεντιέν να είναι ευθραυστα λουλούδια. Μπορούν να είναι κάκτοι. Ας τις εμπιστευτούμε - κι αυτοί ανθίζουν.


15. «Withnail & I» («Ο Φίλος μου κι Εγώ», 1987) του Μπρους Ρόμπινσον

Το βρετανικό χανγκόβερ είναι σκοτεινότερη, πιο σουρεαλιστική, πιο σοβαρή υπόθεση. Δυο φίλοι, συγκάτοικοι κι άνεργοι ηθοποιοί, αναλώνονται σε ποσότητες αλκοόλ και ντραγκς στο Β. Λονδίνο των 60ς, όταν μια βεντέτα σε μία παμπ τους οδηγεί στην απόφαση να φύγουν από την πόλη. Να πάνε διακοπές στις λίμνες, στο εξοχικό σπίτι του ομοφυλόφιλου θείου του Γουίθνεϊλ. Εκεί, συνεχίζουν την κρεπάλη, αλλά έρχονται κι αντιμέτωποι με την πολιορκία του θείου, αλλά την επιθετική στάση των άξεστων επαρχιωτών. Τίποτα από όλα αυτά δε θα ήταν αστείο, αν δεν το κινηματογραφούσε τόσο πικρά, παρακμιακά και αυτοσαρκαστικά ο Ρόμπινσον, στο (εν μέρει αυτοβιογραφικό) ντεμπούτο του. Με την ατμόσφαιρα να μποχάρει αλκοόλ, γκροτέσκα υπερβολή και εκκεντρικότητα, ο Ρόμπινσον καταφέρνει να πλάσει χαρακτήρες, που παρόλη την αυτοκαταστροφική οργή τους σου προακαλούν τρυφερότητα, και μια κωμωδία με ιδιάζουσα γοητεία που έμεινε επάξια κλασική στην ιστορία του βρετανικού σινεμά.


14. «Ferris Buller's Day Off» («Η Πιο Κουφή Μέρα του Φέρις Μπιούλερ», 1986) του Τζον Χιουζ

Ενα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό, ένας έφηβος, η κοπέλα του και ο φοβικός, απαισιόδοξος κολλητός του αποφασίζουν να κάνουν κοπάνα από το σχολείο με στόχο να περάσουν μια ολόκληρη ημέρα ελευθερίας στο Σικάγο, από τις τελευταίες που πρόκειται να έχουν όλοι μαζί πριν το τέλος του σχολείου και, κατ’ επέκταση, την αρχή της υπόλοιπης ζωής τους. Η μέρα περιλαμβάνει επισκέψεις σε χαρακτηριστικά σημεία της πόλης, αρκετές συγκρούσεις με διάφορες μορφές εξουσίας, ένα ταχύρυθμο μάθημα ενηλικίωσης και φυσικά μια γνήσια ζεστή καρδιά, όπως παραδοσιακά προσφέρει κάθε κινηματογραφική ταινία του Τζον Χιουζ. Η μέρα που ο Φέρις Μπούλερ αποφάσισε να κάνει κοπάνα (και να μεταδώσει με τον τρόπο του το δικό του μάθημα ζωής) έχει κερδίσει τη θέση της ανάμεσα στο πάνθεον των καλύτερων κωμωδιών γιατί κάνει αυτό ακριβώς που προστάζει μια καθαρόαιμη κωμωδία: τα βάζει με τον καθωσπρεπισμό, το σύστημα, τη ντροπή, τη συστολή, τους φόβους μας. Γκαζώνει το ακριβό αυτοκίνητο του μπαμπά και σπάει τα γυάλινα όρια των αντοχών μας. Χορεύει και ουρλιάζει ανέμελα σε μια πολύχρωμη παρέλαση στο κέντρο της πόλης, με ένα τραγούδι που διακόπτει την ιερή εργασία των μεγάλων στους γύρω ουρανοξύστες, γιατί αυτό πρέπει να κάνει. Πρέπει να διαταράξει την κοινή ησυχία, να σταματήσει το ρολόι έστω για λίγο, να κάνει τόπο στα νιάτα, που δεν θα ξανάρθουν ποτέ.


13. «Young Frankenstein» («Φρανκενστάιν Τζούνιορ», 1974) του Μελ Μπρουκς

«For what we are about to see next, we must enter quietly into the realm of genius...» Δε θα μπορούσε μία φράση να υποδηλώνει καλύτερα την ευφυΐα του Μελ Μπρουκς. Με τους «Τρελούς Τρελούς Παραγωγούς» να προβάλλονται αυτή την εποχή στις αίθουσες, αμφιταλαντευτήκαμε ανάμεσα στο «Blazing Saddles» και «Young Frankenstein», με το δεύτερο να κερδίζει στα σημεία. Ο Μπρουκς αποδεικνύει ότι μπορεί να πάρει έναν οποιοδήποτε εμβληματικό κινηματογραφικό (κι όχι μόνο) θρύλο, ένα οποιαδήποτε genre στο σινεμά, και να το προσαρμόσει, με ανατρεπτικές ιδέες, ξεκαρδιστικά ευρήματα και καταπληκτικό λόγο, σε μία, σήμα-κατεθέν, ολόδική του φάρσα. Με συνδημιουργό και πρωταγωνιστή τον Τζιν Γουάιλντερ, πλάθουν μία θεοπάλαβη εκδοχή του Φρανκενστάιν, που, ταυτόχρονα κι αποδομεί και υποκλίνεται στον μύθο. Η ιστορία θέλει τον εγγονό του Φρανκενστάιν να ντρέπεται για τη διάσημη καταγωγή του. Ο τζούνιορ δεν θέλει καν να τον φωνάζουν «Φρανκενστάιν» και επιμένει στο πιο σικ «Φρανκενστίν». Οταν όμως κληρονομεί το κάστρο και το ημερολόγιο με τις σημειώσεις του παππού, βάζει ξανά μπρος τα πειράματα του προγόνου του με απρόβλεπτες συνέπειες. Από τον μαγικό Γουάιλντερ με το θεότρελο κωμικό τάιμινγκ και γουρλωμένο βλέμμα και τον Πίτερ Μπόιλ ως το «εξευγενισμένο» τέρας του (συγκλονιστικό δείγμα κωμικού παραλογισμού η μιούζικαλ σκηνή του «Putting On The Ritz»), μέχρι τις Κλόρις Λίτσμαν και Μάντλιν Καν (Χρυσές Σφαίρες Α' και Β' Γυναικείου Ρόλου), ο Μπρουκς αποδεικνύει ότι ξέρει να χειρίζεται έμψυχο κι άψυχο υλικό (υποψηφιότητες για Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου και Ηχου), ανθρώπους και τέρατα με το ίδιο διαβολεμένο ταλέντο.


12. «Duck Soup» («Σούπα Πάπιας», 1933) του Λίο ΜακΚάρεϊ

Ο Γκράουτσο, ο Τσίκο, ο Χάρπο και ο Ζέπο, οι Αδερφοί Μαρξ (The Marx Brothers) μπορεί να ξεκίνησαν, στα μέσα της δεκαετίας του ’20, στο Μπρόντγουεϊ παίζοντας με πολύ μεγάλη επιτυχία σε μιούζικαλ και φάρσες, αλλά και το κινηματογραφικό τους αποτύπωμα ήταν επιδραστικό και ανεκτίμητο στην εξέλιξη της κωμωδίας. Ειδικά όταν οι τεχνολογικές εξελίξεις στο σινεμά (το πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο) πέταξε έξω υπάρχοντες θρύλους (από τον Μπάστερ Κίτον μέχρι τον Χάρολντ Λόιντ), αφήνοντας χώρο και σε άλλα σχήματα να αναπτυχθούν. Οι Μαρξ μπορούσαν να παίξουν με το μικρόφωνο και να συνδυάσουν το σωματικό σλάπστικ με τη θεατρική τους εξάσκηση στη μουσικές σουρεαλιστικές κωμωδίες, τα λογοπαίγνια, τους σαρκασμούς, τα σόκιν ανέκδοτα. Οι ταινίες τους έμειναν θρυλικές (••«Φτερά Αλόγου» (1932), «Μια Ημέρα Στις Κούρσες» (1937), «Μια Νύχτα στην Οπερα» (1935)**). Η «Σούπα Πάπιας» όμως είναι αυτή που ξεχωρίζει, γιατί εκτός από το θεότρελο nonsense χιούμορ της, επιτυγχάνει και μία εύστοχη πολιτική, αντιφασιστική της σάτιρα που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ.


11. «This is Spinal Tap» (1984) Κρίστοφερ Γκεστ, Ρομπ Ράινερ

Hταν το πρώτο κι άνοιξε επιδραστικά το δρόμο στο είδους του ψευδοντοκιμαντέρ που πέρασε από την κωμωδία (ο σεναριογράφος Κρίστοφερ Γκεστ, για παράδειγμα, συνέχισε με τα αντίστοιχα αριστουργηματικά «Best in Show», «Waiting for Guffman») στον τρόμο «The Blair Witch Project» και από την μεγάλη οθόνη στην μικρή (κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι εδώ πάτησε και το «Τhe Office»). Αυτό όμως ήταν το πρώτο. H ιστορία του «θρυλικού» χέβι μέταλ συγκροτήματος των «Spinal Tap» με τον Ρομπ Ράινερ (on camera) να τους ακολουθεί για να καταγράψει την περιοδεία, την λατρεία των θαυμαστών, τους θυμωμένους καυγάδες στα καμαρίνια, το βίο και την πολιτεία τους, την προσωπική ζωή και τη μουσική τους, υπήρξε η μεγαλύτερη και πο έξυπνη φάρσα που έπαιξε μέχρι τότε το σινεμά στους ανυποψίαστους θεατές του. Γιατί δεν υπήρξε φυσικά καμία περιοδεία, καμία λατρεία θαυμαστών, κανένα γκρουπ με το όνομα «Spinal Tap». Ολα ήταν μυθοπλασία, με τον Γκεστ να πειραματίζεται με τα όρια του κοινού και να αυξάνει σταδιακά τον παραλογισμό (που το «είδος» του ντοκιμαντέρ απαιτεί να τον εκλάβεις ως «αλήθεια»). Μέχρι που η ένταση της φάρσας χτυπά... 11. Και, δικαιωματικά, κερδίζει και αυτή τη θέση στη λίστα μας.


10. «The Party» («Το Πάρτυ», 1968) του Μπλέικ Εντουαρντς

Ενας καλοκάγαθος και αφελής χολιγουντιανός κομπάρσος ινδικής καταγωγής καταστρέφει το σετ μίας ταινίας, αλλά βρίσκεται καλεσμένος από λάθος στο VIP πάρτι του παραγωγού της. Για να το καταστρέψει κι αυτό. Ή μήπως για να το κάνει αξέχαστο; Ο Μπλέικ Εντουαρτς κι ο Πίτερ Σέλερς σε μία άσκηση στο σλάπστικ και στην αντίστοιχη οικονομία του κωμικού λόγου μπροστά στη σωματοποιημένη δράση (δοκιμάστε να τη δείτε χωρίς ήχο) προσέφεραν κάτι παραπάνω από μία διαχρονική φάρσα που έχει χαρίσει γέλιο σε γενιές και γενιές. Στην ουσία έθεσαν ένα ερώτημα: ο ήρωας είναι τρελός, ή ζούμε σε έναν κόσμο τρελής επίφασης; Ναι, θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει τον «Ροζ Πάνθηρα» στη λίστα για να υποκλιθούμε στο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της κωμωδίας που ήταν ο Σέλερς, αλλά «Το Πάρτυ» αποκτά και μία ιστορική αναγκαιότητα στην εποχή μας. Καθόλου τυχαία ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μετανάστης που προσπαθεί, χαμογελαστά και καλοπροαίρετα, να τα καταφέρει στο παιχνίδι του αμερικανικού ονείρου – και τι πιο συμβολικό από το ίδιο το Χόλιγουντ για να μετρήσει τις δυνάμεις του; Μόνο που η αφέλειά του έρχεται σε σύγκρουση με την αβάσταχτη επιφάνεια της βιομηχανίας και της νεόπλουτης τάξης των προνομιούχων που την κατοικούν: χοντράνθρωποι παραγωγοί και οι νευρωτικές ψευτοαστές σύζυγοί τους, καομπόηδες σταρ, βιζιτούδες στάρλετ, και στον αντίποδα αλκοολικοί μπάτλερ, καλιφορνέζοι χίπιδες κι ... ελέφαντες. Ενας κόσμος – σαπουνόφουσκα που του αξίζει να καταγραφεί ως τέτοια.


9. «The Big Lebowski» («Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι», 1998) των Τζόελ και Ιθαν Κοέν

To σύμπαν των αδελφών Κοέν είναι κατάμαυρα αστείο. Κωμωδία είναι στη βάση του το «Raising Arizona». Κωμωδία ελλοχεύει κάτω από το χιόνι που είναι θαμμένα τα μυστικά του «Fargo». Ξεκαρδιστική σάτιρα της αμερικάνα παράδοσης το «O Brother, Where Art Thou?». Καθόλου σοβαρός, ο «Serious Man», γελοίος, μέσα στην ήττα του, ο «Llewyn Davis», αλλά και ο «Hail, Caesar!» τους. Μπορεί η σάτιρά τους να είναι κοφτερή και να έχει βαθιές ρίζες στο πόσο τυχοδιωκτικά χτίστηκε η χώρα τους (από το «Μόνο Αίμα», μέχρι το «The Ballad of Buster Scruggs»), δεν παύει όμως, ακόμα και στην πιο νουάρ τους πραγματικότητα, να επιτρέπει στην κωμωδία να δώσει τον τόνο.

Θα μπορούσαμε να επιλέξουμε πολλά λοιπόν, αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να μην καταλήγαμε πάντα στον Dude. Γιατί, the Dude abides. Η ιστορία του αξιαγάπητου cool ρεμαλιού που καπνίζει φούντα, πίνει White Russian, παίζει μπόουλινγκ με τους αργόσχολους φίλους του και βρίσκεται μπλεγμένος σε μία υπόθεση συνωνυμίας με μεγαλομαφιόζο είναι μία από τις πιο αγαπημένες ταινίες των Κοέν κι ανήκει δικαιωματικά στις πρώτες θέσεις των πιο cult κωμωδιών. Από τη νωχελική σωματική ερμηνεία του Μπρίτζες (ακόμα και τα άλουστα μαλλιά και η ρόμπα του «παίζουν») τα ιστορικά one-liners, την camp περσόνα του «Χεσούς» / Tζον Τορτούρο, τον passive-agressive βετεράνο «Γουόλτερ» του Τζον Γκούντμαν και τον ήρεμο «Ντόνι» του Στιβ Μπουσέμι, μέχρι την απαγωγή, το εύρημα με το κατουρημένο χαλί και το σουρεαλιστικό ερωτικό όνειρο όπου η κοκκινομάλλα femme fatale Τζούλιαν Μουρ φοράει στολή Βίκινγκ και παίζει μπόουλινγκ μαζί του, «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» είναι απλά τεράστια λατρεία.


8. «The Blues Brothers» («Οι Ατσίδες με τα Μπλε», 1980) του Τζον Λάντις

Μία βαθιά υπόκλιση της λευκής Αμερικής στην soul κουλτούρα της, με τη μορφή action-κωμωδίας και βρώμικου nonsense χιούμορ που πηγάζει από τα σπάργανα της ανατρεπτικής σχολής του νεοϋρκέζικου stand up και του Saturday Night Live. Ο Λάντις χορογραφεί (κυριολεκτικά) το κωμικό δίδυμο των Τζον Μπελούσι και Νταν Ακροϊντ σε μια παρωδία αντι-ηρώων, που ξεκινούν μια περιπέτεια που τους θέλει αντιμέτωπους με καλόγριες, χίλμπιλιζ, εκατοντάδες αστυνομικά αυτοκίνητα (που θα τα καταστρέψουν όλα!), παρατημένες αρραβωνιαστκές (η ξεκαρδιστική σκηνή με την Κάρι Φίσερ είναι σεκάνς ανθολογίας), και θρύλους των blues, της funk και του rock 'n roll: respect στους Cab Calloway, Ray Charles, James Brown και Aretha Franklin που δέχθηκαν να παίξουν σε αυτή την κωμωδία που βλέπει κανείς όρθιος, shaking his tail feather!


7. «Annie Hall» («Νευρικός Εραστής», 1977) του Γούντι Αλεν

Υπάρχουν δράματα, υπάρχουν κωμωδίες και υπάρχει ο Γούντι Αλεν. Ξεφεύγοντας από τις μπουφόνικες πρώτες του παρωδίες, με το «Μανχάταν» και τον «Νευρικό Εραστή» βρήκε τη φωνή του για να πλάσει τον καθαρόαιμα "γουντιαλενικό ήρωα" του - τον μέσο αστό μίας νέας, ανήσυχης Αμερικής. Εναν μορφωμένο, πολιτικοποιημένο κατοίκο μίας σφύζουσας από ζωή μητρόπολης που του παρέχει περισσότερες επιλογές, μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση και... λιγότερη επικοινωνία. Ο Αλεν, πατώντας φυσικά πολύ σε όσα βασάνιζαν τον ίδιο, έχτισε κωμωδίες όπου ο σύγχρονος άντρας, ο μορφωμένος, προβληματισμένος καλλιτέχνης, έρχεται αντιμέτωπος με κάτι που τον οδηγεί αδιέξοδα στη νεύρωση και τον καναπέ του ψυχαναλυτή του. Μία κοινή αναπάντητη ερώτηση: «έχω περισσότερα από όσα είχαν ποτέ οι γονείς μου, γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος;» Εγκεφαλικά αστείος, μελαγχολικά ρομαντικός, αδυσώπητα αυτοσαρκαστικός, δραματικός στην παραδοχή της ήττας του, ο Αλβι, ο «Νευρικός Εραστής» του, έρχεται αντιμέτωπος και με τον τρόμο της μοναξιάς, και, ταυτόχρονα, με την παραδοχή του ανυποχώρητου ανδρικού εγωισμού μπροστά στην γέννηση μίας εξίσου σύγχρονης, ισότιμα ενδιαφέρουσας, ισάξια δυναμικής και το ίδιο συναισθηματικά ανάπηρης «νέας γυναίκας». Η Ανι Χολ ήταν η νέα γυναίκα. Ηταν όμορφη, ευφηής, ξεχωριστή, ενδιαφέρουσα. Είχε το δικό της εκκεντρικό στυλ στο ντύσιμο. Τον έκανε να γελάει μ’ έναν υπέροχο τρόπο. Δεν επηρεαζόταν από τίποτα κι από κανένα, είχε τη γνώμη της. Και ταυτόχρονα κι εκείνη τους δαίμονές της. Συνεχώς ταραγμένη, κάπως ενοχική, σε σημείο που, σε κάποιες σκηνές, κυριολεκτικά μοιάζει να οπισθοχωρεί. Και κάπου εκεί προκύπτει η κωμωδία. Ή, πιο ξεκάθαρα, ο Αλεν μάς κάνει να γελάμε αναγνωρίζοντας τα χάλια μας. Ολοι μίζεροι μπροστά στην πιθανότητα να μη συναντήσουμε ποτέ τον άνθρωπό μας. Ολοι νευρικοί (κι αυτοκαταστροφικοί), όταν τον συναντάμε. Υπάρχουν δράματα, υπάρχουν κωμωδίες και υπάρχει ο Γούντι Αλεν.


6. «Monty Python and the Holy Grail» («Το Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης», 1975) των Τέρι Γκίλιαμ & Τέρι Τζόουνς

Η ευφυέστατη κωμική ομάδα των Μόντι Πάιθον έχει παραδώσει πολύ υλικό για να διαλέξει κανείς για μια τέτοια λίστα - από το ξεκαρδιστικό και αυθάδικο φιλοσοφικό τους «Νόημα της Ζωής», μέχρι την απολαυστικά βλάσφημη «Ζωή του Μπράιαν». Το «Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης» όμως στέκεται από μόνο του ως... το ιερό δισκοπότηρο της κωμωδίας. Η πιο αιχμηρή, ασύληπτα θεότρελη, γκροτέσκα, αναρχική, σχεδόν πανκ ταινία τους που, το αστείο θέλει, ότι θα έκανε μέχρι και τον Βασιλιά Αρθούρο να παραδώσει το θρόνο «για τον μοναδικό λόγο ότι θα είχε πέσει κάτω από τα γέλια». Από το password στην γέφυρα του θανάτου, μέχρι τις αυθάδεις βρισιές του φρουρού στο γάλλο-κυριαρχούμενο κάστρο, κι από τη χρήση καρύδας για το ηχητικό εφέ των οπλών των ανύπαρκτων αλόγων, μέχρι την σουρεαλιστική μονομαχία με τον Μαύρο Ιππότη που δεν παραδίνεται ποτέ, οι Python αποδεικνύουν ότι δεν έχουν ούτε ιερό, ούτε όσιο, ούτε όριο στο που μπορεί να τους οδηγήσει η κωμική τους φαντασία κι ευρηματικότητα. Yποκλινόμαστε!


5. «The Philadelphia Story» («Κοινωνικά Σκάνδαλα», 1940) του Τζορτζ Κιούκορ

Η μεγαλύτερη δυσκολία μίας τέτοιας λίστας ακούει στον όρο «screwball comedy» - ένα ολόκληρο αγαπημένο είδος, όπου ιστορικά πάτησαν πολλές μεταγενέστερες γενιές κωμωδίας. Από τις κομεντί λοιπόν του Ερνστ Λιούμπιτς («Το Βe or Not to Be», «The Shop Around the Corner», ή το εξαιρετικό «Trouble in Paradise») μέχρι αυτές του Πρέστον Στάρτζες («Τα Ταξίδια του Σάλιβαν», «Lady Eve»), από τα αντίστοιχα δείγματα του Φρανκ Κάπρα («Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα») μέχρι αυτά του Χάουαρντ Χοκς («Bringing Up Baby») τι επιλέγεις, τι συμπεριλαμβάνεις, τι αφήνεις πίσω; Ως δείγμα που εκπροσωπεύει το είδος, ξεχωρίσαμε το «Philadelphia Story» του Τζορτζ Κιούκορ, την ιστορία μίας δυναμικής γυναίκας πολύ μπροστά από την εποχή της, που παραμονές του γάμου της με έναν πολλά υποσχόμενο αυτοδημιούργητο επιχειρηματία, καλείται να ασχοληθεί από την αρχή με όλους τους άντρες της ζωής της και πώς αυτοπροσδιορίζεται απέναντί τους: τον μοιχό πατέρα της που τους έχει εγκαταλείψει, τον αλκοολικό πρώην σύζυγό της που την ξαναδιεκδικεί, έναν νέο δημοσιογράφο που την πολιορκεί. Το σενάριο είναι κεντημένο λέξη λέξη και η κωμωδία ηθών που προκύπτει κόβει σαν ξυράφι. Κάθε σκηνή φλέγεται από το ακούραστο, εκρηκτικό και σαρωτικό ταμπεραμέντο της Κάθριν Χέπμπορν, από την αφοπλιστική κωμική γοητεία του Κάρι Γκραντ, την γήινη αξιολάτρευτη περσόνα του Τζέιμς Στίουαρτ σε ένα παιχνίδι τένις για τρεις. Μόνο που στη θέση της μπάλας μπορεί να βρει κανείς μερικούς από τους πιο πνευματώδεις διαλόγους πάνω στη ζωή, τον έρωτα, την απιστία και τη ματαιότητα της αναζήτησης της ευτυχίας. Στο ρόλο του διαιτητή, έναν Κιούκορ που μεγαλουργεί με ισχυρά αποθέματα φρενήρους κι όμως τόσο ακριβής σκηνοθεσίας, παραδίδοντας ένα υπόδειγμα κωμικού timing, καυστικής κριτικής πάνω στα «προβλήματα» της υψηλής κοινωνίας και μικρές ανεκτίμητες στιγμές κινηματογραφικής ευφυίας, Στη διάσημη σκηνή του "Over the Rainbow" μεθυσιού, μία γυναίκα διεκδικεί τη σεξουαλικότητά της, ενώ τρεις άντρες (και πόσοι και πόσες ακόμα από το κοινό) την κρίνουν. Το 1940, αυτό. Αυτό.


4. «Some Like It Hot» («Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», 1959) του Μπίλι Γουάιλντερ

Η κωμωδία του Μπίλι Γουάιλντερ που θέλει δύο μουσικούς της εποχής της ποτοαπαγόρευσης να ντύνονται γυναίκες και να δραπετεύουν από το Σικάγο με μια γυναικεία τζαζ μπάντα που περιοδεύει, για να γλιτώσουν από τις σφαίρες μαφιόζων εκτελεστών που τους κυνηγούν, τα έχει όλα: τους Τόνι Κέρτις και Τζακ Λέμον (μεγάλο κεφάλαιο στην κωμωδία, από το «The Apartment» μέχρι το «The Odd Couple»**) να πυροβολούν ατάκες σηκώνοντας το μακιγιαρισμένο φρύδι σε άψογο drag, την Μέριλιν Μονρόε, εύθραυστη και γλυκιά σαν «Σούγκαρ», στην καλύτερη ερμηνεία της, ερωτοχτυπημένους εκατομμυριούχους συνταξιούχους που χορεύουν μεθυσμένα ταγκό, «δανεικά» γιοτ στην ανοιχτή θάλασσα των Florida Keys, (διπλό) σασπένς για το αν θα αποκαλυφθούν τόσο στην μπάντα όσο και στους μαφιόζους, έρωτα, παρεξηγήσεις, σαμπάνια, καυτή τζαζ των roaring 20s! Kι ενώ όλα τα υλικά είναι εκεί, το γέλιο δεν προκύπτει ούτε φτηνα, ούτε εύκολα. O Μπίλι Γουάιλντερ έχει δουλέψει τόσο το σενάριο που τα λογοπαίγνια, τα διπλά μηνύματα, οι θανατηφόρες ατάκες χρειάζονται διπλές και τριπλές φορές απόλαυσης, ενώ η υγρή σκηνοθεσία, η αβίαστη ροή, ο οργανικός ρυθμός είναι τόσο ευχάριστα - σαν το καλοκαιρινό αεράκι σε νυχτερινή παραλία. Το σπουδαιότερο όλων όμως είναι ότι 60 χρόνια μετά αυτή η κωμωδία όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά στέκεται κι ως υπόδειγμα για το πώς δεν κάνει εύκολη πλάκα, αλλά περνάει μηνύματα ανεκτικότητας, κατανόησης, διαφορετικότητας. Στη ζωή όλοι φοράμε drag, από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ολοι προσπαθούμε να επιβιώσουμε και να ευτυχίσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Και...nobody's perfect.


3. «Dr. Strangelove or How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb» ( «SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα», 1964) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ

Η αξεπέραστη μαύρη κωμωδία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ για τον Ψυχρό Πόλεμο και το σουρεαλισμό στην πολιτική, με την ερμηνεία - ντελίριο του Πίτερ Σέλερς, (δυστυχώς) παραμένει πάντα επίκαιρη, αλλά και πάντα ξεκαρδιστική. Ενας μανιώδης αντικομμουνιστής Στρατηγός ο Τζακ Ρίπερ αποφασίζει ότι ο πόλεμος είναι μια πολύ σημαντική υπόθεση και δεν μπορεί να μένει στα χέρια των πολιτικών. Εκμεταλλευόμενος ένα απόρρητο σχέδιο επίθεσης, για το οποίο δεν απαιτείται η έγκριση του Προέδρου των ΗΠΑ, στέλνει ένα βομβαρδιστικό Β52 να βομβαρδίσει με πυρηνικούς πυραύλους στρατηγικούς στόχους της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Αμερικανός Πρόεδρος καλεί έκτατο πολεμικό συμβούλιο και προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη Σοβιετική Ενωση, ώστε να ανατραπεί ο επικείμενος πυρηνικός πόλεμος. O Κιούμπρικ εμπνεύστηκε την ταινία του από το μυθιστόρημα Red Alert του Πίτερ Τζορτζ, το οποίο διασκεύασε ελεύθερα, μετατρέποντας το από sci-fi εσχατολογική δυστοπία σε ανελέητη σάτιρα. Υπόδειγμα σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, πλανοθεσίας κι αφηγηματικού ρυθμού, το «S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» είναι άλλη μια έκλαμψη της ιδιοφυϊας του δημιουργού της, ένα ακόμα άφογα μελετημένο κι εκτελεσμένο διανοητικό κατσκεύασμα ενός τελειομανούς σκηνοθετη και παραμένει μισό αιώνα αργότερα το ίδιο φρέσκο όπως την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε. Η στενομυαλιά της στρατιωτικής εξουσίας και η ανικανότητα των πολιτικών να επιβάλλουν την τάξη και τον ορθολογισμό στη διεθνή διπλωματική σκηνή μετατρέπονται σε ένα ατέρμονο και σπαρταριστό γαϊτανάκι συνεχών παρεξηγήσεων κι ευτράπελων κι αποτυπώνονται τόσο με εξωφρενικούς διαλόγους και λογοπαίγνια (η ατάκα «Κύριοι, δεν μπορείτε να μαλώνετε εδώ μέσα. Είμαστε στην Αίθουσα Πολέμου!» έχει μείνει κλασική), όσο και με μια deadpan σοβαροφάνεια που εξισορροπεί μαέστρικά τη φάρσα και το σλαπστικ. Σε μια εποχή που τα ηνία της μοναδικής πλέον αυτοκρατορίας του πλανήτη κρατάει ένας ασταθής (στην καλύτερη περίπτωση) Πλανητάρχης, το «S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» είναι όχι μόνο και πάλι επίκαιρο, αλλά δυνητικά προφητικό για το τι περιμένει την ανθρωπότητα όταν αφήνει την τύχη της στα χέρια παράφρονων και μισαλλόδοξων ηγετών. Γιατί, όπως όλα τα σπουδαία κωμικά έργα, έτσι κι η ταινία του Κιόυμπρικ, κρύβει κάτω από σαρδόνιο χιούμορ της το φόβο και την αγωνία της πιθανής της επαλήθευσης.


2. «Playtime» (1967) του Ζακ Τατί

Θα μπορούσαμε να διαλέξουμε οποιαδήποτε από τις 6 συνολικά ταινίες του Τατί, ή του «κύριου Ιλό» που ήταν η alter ego περσόνα του πρωτοπόρου Γάλλου κωμικού. Η πιο επιτυχημένη του θεωρείται το «Mon Oncle» («Ο Θείος Μου») και μία από τις πιο αγαπημένες μας «Οι Διακοπές του Κύριου Ιλό». Ομως το «Playtime» παραμένει, μισό αιώνα μετά, μία μοντέρνα κωμωδία για τον καλπάζων μας μοντερνισμό. Μέσα από την άριστη σκηνοθεσία του Τατί, η περιήγηση του αγαθού Κύριου Ιλό (με τη σήμα κατατεθέν καπαρντίνα, πίπα, ομπρέλα) στο σύγχρονο μητροπολιτικό Παρίσι, το πώς ο άνθρωπος χάνεται στην γεωμετρική υπερμετρία του τσιμέντου, τη βαβούρα της μάζας και της κίνησης (εξαιρετική χρήση της ηχητικής μπάντας), ή, πολύ απλά σε μία κυλιόμενη πόρτα ή τους δαιδαλώδεις πανομοιότυπους διαδρόμους ενός ουρανοξύστη αποτελεί μία άψογη εικονογραφία του αστικού αδιέξοδου κι ένα άρτιο παράδειγμα της χρήσης της (σωματικής κυρίως) κωμωδίας. Αυτό που ξεχωρίζει τον Τατί από άλλους μάστερ του σλάπστικ είναι ότι το χιούμορ του είναι διακριτικό (παρόλη την «αγχωτική» σωματικότητά του), κομψό, γλυκό. Και ταυτόχρονα ευφυές. Μπορεί η κατασκευή του σκηνικού και η εμπορική αποτυχία της ταινίας να χρεωκόπησε τον Τατί, αλλά το «Playtime» άντεξε στο χρόνο ως η καλύτερη ταινία του, η πιο ευρηματική, τολμηρή, προφητική.


1. «The Great Dictator» («Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», 1940) του Τσάρλι Τσάπλιν

Kαι μόνο η σκηνή που ο άνθρωπος μπλέκεται στα γρανάζια της βιομηχανικής μηχανής, θα μπορούσε να βάλει τους Μοντέρνους Καιρούς στην πρώτη θέση. Το ξύπνημα του κουλουριασμένου αλητάκου στο άγαλμα που εγκαινιάζεται, η αρχή από τα «Φώτα της Πόλης», παραμένει το πιο σύγχρονο σχόλιο. Ο Τσάπλιν να τρώει το παπούτσι του από την πείνα, να ματώνει σε αγώνες μποξ, να τρώει κλωτσιές από τους μαγαζάτορες που τον πετάνε έξω στο κρύο, να παίρνει το κορίτσι από το χέρι και να του λέει να «χαμογελάσει», ο δρόμος είναι ανοιχτός κι αύριο μια άλλη μέρα. Ο,τι κι αν σκεφτείς από το σύμπαν του «Σαρλό», είναι αριστουργηματικό. Ναι, κι ο Μπάστερ Κίτον κι ο Χάρολντ Λόιντ έγραψαν τα δικά τους σπουδαία κεφάλαια στην ιστορία της κωμωδίας, αλλά ο Τσάπλιν δεν περιορίστηκε στο να κάνει το κοινό να γελά με τα παθήματα και τις συμφορές του. Κανείς δεν κατάφερε με τέτοια χειρουργική ακρίβεια να σκηνοθετήσει σπαρταριστές κωμωδίες με τόσο σοβαρό κι αναγκαίο μήνυμα. Κανείς δεν είχε αυτό το βλέμμα - που το γέλιο με το δάκρυ δεν ξεχωρίζουν.

«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», η πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάπλιν, ήταν (κυριολεκτικά και συμβολικά) πολύ μπροστά από την εποχή της. Σήμερα θεωρείται κλασικό αντιφασιστικό αριστουργημα, αλλά το 1940 ήταν ρίσκο. Γενναία κι αυθάδικη γαργάλισε το κοινωνικό ρουθούνι με το μουστάκι του « Αντενόιντ Χίνκελ», του ανελέητου δικτάτορα στον οποίο, δυστυχώς, μοιάζει ο Εβραίος κουρέας πρωταγωνιστής της ιστορίας. Η ευρηματικότητα του Τσάπλιν στα gags και την παντομίμα είναι παρούσα (η διάσημη σκηνή που ο Δικτάτωρ παίζει με την σφαίρα Γη σαν να είναι το τόπι του παραμένει αξεπέραστο σχόλιο για την εγκληματική μεγαλομανία της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα η ναζιστική βαρβαρότητα που ιστορικά ακολούθησε με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δίνει στη σκηνή και μία έξτρα σαδιστική ψυχοπάθεια), ο τρόπος που γελοιοποιήσει τον ναρκισσισμό των ηγετών, ευφής (η σεκάνς με την πιο κοντή, πιο ψηλή καρέκλα των «Ναπολίνι/Μουσολίν» και «Χίνκελ/Χιτλερ» στο μπαρμπέρικο είναι από τις πιο αστείες) αλλά το σπουδαιότερο από όλα είναι το πώς χειρίζεται την κωμωδία ώστε να χαλαρώσει τις άμυνες του κοινού, να ανοίξει αυτιά και καρδιές και να παραδώσει με πάθος και υγρό βλέμμα τον διάσημο πλέον, και πιο επίκαιρο από ποτέ, λόγο του φινάλε.

Διαβάστε επίσης: