Γεννήθηκα την 1η Δεκεμβρίου του ’35. Οι γονείς μου άρχισαν να με παίρνουν μαζί τους στο σινεμά όταν ήμουν περίπου πέντε χρονών. Μαγεύτηκα. Ζούσαμε σε μία μικροαστική γειτονιά του Μπρούκλιν και πρέπει να υπήρχαν 25 κινηματογράφοι στους οποίους μπορούσα να πάω με τα πόδια. Περνούσα λοιπόν ατελείωτες ώρες στο σινεμά. Εκείνη την εποχή τα στούντιο έβγαζαν πάρα πολλές ταινίες κάθε χρόνο. Σ’ έναν μήνα μπορούσε να δει κανείς ταινίες με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, τον Γκάρι Κούπερ, μιούζικαλ με τον Φρεντ Αστέρ, κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ – ήταν απίστευτη η πληθώρα, η ποικιλία των επιλογών.
Μεγαλώνοντας, παρατηρούσα ότι οι γονείς των άλλων παιδιών στη γειτονιά δεν τα άφηναν να βλέπουν ταινίες. Τα καλοκαίρια συνήθως τους έλεγαν «Πηγαίνετε να παίξετε έξω στον ήλιο, στο φρέσκο αέρα, κινηθείτε, κολυμπήστε». Υπήρχε και όλη αυτή η παραφιλολογία εκείνη την εποχή ότι οι ταινίες σού καταστρέφουν τα μάτια και τέτοιες ανοησίες. Οι γονείς μου δεν έδιναν σημασία σ’ αυτά, ούτε με απέτρεψαν ποτέ από το να πηγαίνω σινεμά. Από την άλλη, κι εγώ σιχαινόμουν το καλοκαίρι – σιχαινόμουν τη ζέστη, τον ήλιο που έκαιγε. Η καλύτερή μου ήταν να βρίσκομαι σ’ έναν κινηματογράφο με κλιματισμό. Και υπήρχαν φορές που πήγαινα τέσσερις, πέντε, έξι φορές τη βδομάδα, ή και κάθε μέρα ακόμα, ανάλογα με το χαρτζιλίκι μου. Επίσης, οι κινηματογράφοι τότε έπαιζαν δύο ταινίες μ’ ένα εισιτήριο. Η καλύτερή μου! Το χειμώνα βέβαια, με το σχολείο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μπορούσα να πηγαίνω μόνο τα σαββατοκύριακα. Συνήθως πήγαινα Σάββατα, Κυριακές και πολλές φορές και Παρασκευές κατευθείαν μετά το σχολείο...
Εχει ειπωθεί ξανά στο παρελθόν ότι, αν υπάρχει μία θεματική που διατρέχει όλες τις ταινίες μου, είναι η αντίστιξη πραγματικής ζωής και φαντασίας. Αυτή η πάλη κυριαρχεί στο έργο μου. Νομίζω τελικά ότι όλα πηγάζουν από το γεγονός ότι μισώ την πραγματικότητα. Και το κακό είναι ότι μόνο εκεί μπορεί κανείς να απολαύσει μία ωραία μπριζόλα. Πιστεύω ότι αυτό το κουβαλάω από τα παιδικά μου χρόνια, όταν συνεχώς δραπέτευα μέσα από το σινεμά. Από μικρός εντυπωσιαζόμουν πολύ εύκολα κι, επιπλέον, μεγάλωνα την αποκαλούμενη «Χρυσή Εποχή του Κινηματογράφου», την εποχή όλων αυτών των υπέροχων ταινιών. Θυμάμαι να βγαίνει η «Καζαμπλάνκα» στα σινεμά, «Ο Ουρανός της Δόξας», όλα αυτές οι μεγάλες αμερικανικές ταινίες, τα έργα του Πρέστον Στάρτζες και του Φρανκ Κάπρα, αυτά αποτελούσαν τη διαφυγή σου από την πραγματικότητα. Μπορούσες να αφήσεις πίσω σου το φτωχικό σου σπίτι, μαζί με όλα σου τα προβλήματα με το σχολείο και την οικογένειά σου και να μπεις στον κόσμο του σινεμά. Εκεί όπου όλοι έμεναν σε ρετιρέ με λευκά τηλέφωνα, οι γυναίκες ήταν υπέροχες, οι άντρες μιλούσαν με έξυπνα ευφυολογήματα, κι όλα ήταν αστεία, κι όλα έβρισκαν λύση στο τέλος, και υπήρχαν πραγματικοί ήρωες και όλα ήταν τέλεια. Νομίζω λοιπόν ότι αυτό δεν με εντυπωσίαζε απλώς, αλλά είχε σαρωτική επιρροή πάνω μου. Και ξέρω πάρα πολλούς συνομήλικούς μου που δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσει αυτή την επιρροή. Που έχουν πρόβλημα με τη ζωή τους, γιατί ακόμα και σήμερα –στα πενήντα και τα εξήντα τους- δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι η πραγματική ζωή δεν λειτουργεί έτσι, ότι όλα όσα μεγάλωσαν να πιστεύουν, να νιώθουν και να ονειρεύονται, θεωρώντας τα πραγματικότητα, δεν ήταν αληθινά, αλλά αντιθέτως η ζωή είναι πολύ πιο σκληρή και πολύ πιο άσχημη.
Οταν καθόσουν απέναντι στην μεγάλη οθόνη νόμιζες ότι αυτός είναι ο κόσμος. Δεν σκεφτόσουν ποτέ ότι αυτός είναι «ο κόσμος του σινεμά». Σκεφτόσουν απλά ότι αυτός δεν είναι ο δικός σου κόσμος. Ο δικός σου κόσμος ήταν στο Μπρούκλιν σ’ ένα φτωχοδιαμέρισμα, όμως ο κόσμος εκεί έξω ζούσε όπως στις ταινίες: έκανε ιππασία, γνώριζε πανέμορφες γυναίκες, και τα βράδια έπιναν κοκτέιλ. Ζούσαν μία διαφορετική ζωή από σένα. Κι αυτό συνηγορούσε και με όσα διάβαζες στις εφημερίδες, όπου κάποιοι πλούσιοι όντως ζούσαν σ’ ένα διαφορετικό, ευτυχισμένο κόσμο, όπως αυτό των ταινιών. Αυτή η αντίθεση ονείρου και πραγματικότητας σε συνθλίβει. Εγώ δεν το ξεπέρασα ποτέ. Και ξέρω πολύ κόσμο που δεν το έχει ξεπεράσει επίσης...
Το βιβλίο «Ο Γούντι Αλεν για τον Γούντι Αλεν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Διαβάστε εδώ περισσότερα για τον Γούντι Αλεν.
Κι αυτή είναι η λίστα των 10 αγαπημένων ταινιών του Γούντι, όπως ο ίδιος την έστειλε στο «Sight and Sound»:
1.«Κλέφτης Ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα (1948)
2.«Η Εβδομη Σφραγίδα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν (1957)
3.«Πολίτης Κέιν» του Ορσον Γουέλς (1941)
4.«Amarcord» του Φεντερίκο Φελίνι (1973)
5.«8½» του Φεντερίκο Φελίνι (1963)
6.«Τα 400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό (1959)
7.«Rashomon» του Ακίρα Κουροσάβα (1950)
8.«Η Μεγάλη Χίμαιρα» του Ζαν Ρενουάρ (1937)
9.«Η Διακριτική Γοητεία της Μπουρζουαζίας» του Λουίς Μπουνιουέλ (1972)
10.«Σταυροί στο Μέτωπο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1957)
Διαβάστε ακόμη:
- Οι αγαπημένες ταινίες του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
- Οι 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα
- Οι 10 αγαπημένες ταινίες του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο
- Οι 10 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών κατά τον Μίκαελ Χάνεκε!
- Ο Μάρτιν Σκορσέζε προτείνει τις ταινίες που πρέπει να δείτε πριν πεθάνετε!
- Οι καλύτερες ταινίες όλων των εποχών κατά τον Ορσον Γουελς
- Οι αγαπημένες ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο
- Οι «ένοχες απολαύσεις» του Τζιμ Τζάρμους!
- Οι 100 καλύτερες ταινίες του Τζορτζ Κλούνεϊ
Tags: ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ