O Μαξ Mπιάλιστοκ ήταν κάποτε θρυλικός παραγωγός, με έξι παραστάσεις του να παίζονται ταυτόχρονα στις σκηνές του Μπρόντγουεϊ. Τώρα, μεσήλικας και ξοφλημένος, προσπαθεί να επιβιώσει, φλερτάροντας πλούσιες υπερήλικες κυρίες που μετά από επισκέψεις στο γραφείο του, του γράφουν «τσεκάκια». Οταν ο Λίο Μπλουμ, ένας φοβικός λογιστής που έρχεται να τακτοποιήσει τα βιβλία του, τού εξηγεί πώς «ένα αποτυχημένο έργο στο Μπρόντγουεϊ, θα μπορούσε να φέρει περισσότερα χρήματα στον παραγωγό, από ό,τι ένα επιτυχημένο», ο Mπιάλιστοκ αποφασίζει να τον κάνει συνέταιρο στην κομπίνα: μαζί θα βρουν και θα ανεβάσουν τη σίγουρη αποτυχία και θα γίνουν πλούσιοι. Και τι πιο σίγουρο από ένα μιούζκαλ για τον Αδόλφο Χίτλερ; Το «Springtime for Hitler» είναι το έργο ενός ψυχοπαθούς, ημίτρελου πρώην ναζιστή που κατέφυγε και κρύβεται στην Νέα Υόρκη, σκηνοθέτης προσλαμβάνεται κάποιος που «βλέπει τις παραστάσεις του να κατεβαίνουν από τις πρόβες», και οι Μπιάλιστοκ & Μπλουμ, με πολυτελή γραφεία και ξανθιές κουκλάρες ρεσεψιονίστ πλέον, περιμένουν απλώς το βράδυ της πρεμιέρας για να εισπράξουν τη βίαιη κατακραυγή, να κατεβάσουν άρον άρον το έργο και να πλουτίσουν! Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα περίμεναν...

To σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μελ Μπρουκς (1967), έκανε την αρχή για να μάς συστήσει την ανίερη, καυστική του σάτιρα και το μπουφόνικο, σήμα-κατατεθέν εμμονικό χιούμορ του που έστησαν και μετέπειτα τη θρυλική του καριέρα. Και, πάνω από όλα, βρήκε μία Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του '60, έτοιμη να δεχθεί (πάντα μέσα από τον δούρειο ίππο του χιούμορ), μία δριμύτατη κριτική για το «αμερικανικό όνειρο», έτσι όπως αυτό πατούσε πάντα με το ένα πόδι στον τυχοδιωκτισμό και με το άλλο στην κομπίνα.

Ο Μπρουκς έγραψε το σενάριο (κερδίζοντας και το Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου το 1968) με έναν τρόπο αιρετικό, τολμηρό, θεότρελο. Πώς θα μπορούσε κανείς να στοιχειοθετήσει τη δίψα για über alles επιτυχία, δόξα, χρήμα; Πώς θα μπορούσε να θέσει ως πρωταγωνίστρια την ειρωνία του καπιταλισμού; Βάζοντας στην καρδιά της υπόθεσης, κάτι που θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε όλοι ότι είναι μισητό: τον ναζισμό. Ο κόσμος θα ανατριχιάσει μπροστά στο θέαμα του Χίτλερ. Δεν υπάρχει τίποτα το αστείο σε μία παράσταση όπου χορογραφούνται μπαλέτα με σβάστικες. Σίγουρα το έργο θα κατέβει, αμέσως μετά την πρεμιέρα. Κι όμως, ανατροπή: πολλές φορές ο κόσμος βρίσκει τον τρόπο να καταναλώνει ό,τι του σερβίρεις και η επιτυχία έχει τη δική της ηθική.

Μιλώντας για ηθική: θα μπορούσε άραγε η ταινία αυτή να γυριστεί στις μέρες μας, όπου υπάρχει έντονος αντίλογος για μη πολιτικώς ορθά έργα τέχνης; Θα μπορούσε κανείς να τεντώσει τα όρια τόσο πολύ; Θα μπορούσε να κάνει κανείς πλάκα με τον Χίτλερ; Το Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου στον Τάικα Γουαϊτίτι για το «Τζότζο» απαντάει πως ναι. Και, μπορεί να μη φαίνεται με γυμνό μάτι, αλλά ο Μπρουκς κρατά ισορροπίες ακόμα και μέσα στην τρέλα του: ναι, η ξανθιά Σουηδέζα γραμματέας αποτελεί ξεκάθαρο και υποτιμητικό στερεότυπο αντικειμενοποίησης της γυναίκας, ναι, ο τρόπος που παρουσιάζονται οι γκέι και τρανς χαρακτήρες (ο Αντρέας Βουτσινάς στο ρόλο του προσωπικού βοηθού του σκηνοθέτη) κάνει πλάκα (και η πλάκα είναι επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια ενός ομοφοβικού), όμως ας θυμηθούμε πώς ξεκινά η ταινία. Με τον πρωταγωνιστή ήρωα να ξεφτιλίζεται. Με τον μεσήλικα λευκό αρσενικό να εκπορνεύεται και να αντικειμενοποιείται. Ο Ζίρο Μόστελ βουτά με το κεφάλι στο γλειώδη, απατεώνα ήρωά του κι ο Τζιν Γουάιλντερ (ο οποίος μέχρι τότε έπαιζε Μπρεχτ στο θέατρο), βρίσκει την αριστουργηματική κωμική του περσόνα, μέσα από τη γελοιοποίηση που αποδέχεται με τρυφερή μελαγχολία. Μέσα από ανεκδιήγητους διαλόγους, σλάπστικ υστερία και προθέσεις τόσο ανάκατες όσο και τα μαλλιά τους, το πρωταγωνιστικό δίδυμο τρώει πρώτο τα βέλη της κριτικής του Μπρουκς για το σύγχρονο άντρα και τον τρόπο που κυνηγά την επιτυχία.

Ο Μπρουκς γελάει με όλους και με όλα. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν γελάει καθόλου.

Οχι, ακόμα και οι υπερασπιστές του «cancel society», θα παραδέχονταν ότι η πένα του Μπρουκς ήταν καίρια και παραμένει διαχρονική. Γιατί, αν το 1967 η ταινία είχε ένα δικό της ιστορικό πλαίσιο κι ειδικό βάρος, σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Σκεφτείτε ότι αυτή η κοσμική ειρωνία για το πόσο ανεξέλεγκτα και αψυχολόγητα κινούνται οι μάζες εξέλεξε έναν Πλανητάρχη. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν κάτι παραπάνω από αποτυχημένη επιλογή υποψηφιότητας για τους Ρεπουμπλικάνους. Ηταν ένα ανέκδοτο. Κανείς δεν πίστευε ότι αυτός ο κλόουν θα κέρδιζε τις εκλογές. Είχαμε, παγκοσμίως, σκάσει στα γέλια. Μέχρι που μάς κόπηκε το γέλιο απότομα. Ομως, όσο σοκαριστικό κι αν φαίνεται, όσο κόντρα στην κοινή λογική, το έργο δεν έχει κατέβει. Προβάλλεται καθημερινά από τις οθόνες μας και το twitter.